Γεννημένος στις 21 Ιουνίου 1979 στην Πάτρα ο Κώστας Κατσουράνης ξεκίνησε από τα χωμάτινα γήπεδα της ΕΠΣ Αχαΐας με τη Δόξα Χαλανδρίτσας για να φτάσει να κατακτήσει μέχρι και την κορυφή της Ευρώπης.
Πριν κλείσει τα 18 του χρόνια έκανε ντεμπούτο του στην Α’ Εθνική. Μπροστά σε μόλις 155 θεατές στο Δημοτικό γήπεδο Βύρωνα και απέναντι στον Αθηναϊκό ο αμούστακος, τότε, Κώστας Κατσουράνης μια βροχερή Τετάρτη στις 15/1/1997 άκουσε τον προπονητή της Παναχαϊκής, Ανδρέα Μιχαλόπουλο, να τον φωνάζει από τον πάγκο και να του δίνει την ευκαιρία να ζήσει τα πρώτα του 10 επαγγελματικά λεπτά. Για την ιστορία η Παναχαϊκή ηττήθηκε 3-1 και ο Κατσουράνης θα αγωνιστεί μέχρι το τέλος της χρονιάς σε άλλα 11 παιχνίδια της μεγάλης κατηγορίας. Ένα εξ αυτών στην Τούμπα, πάλι ως αλλαγή για 29 λεπτά, στην νίκη του ΠΑΟΚ με 2-0 στις 2/3/1997. Θα προλάβει να πάρει ρεβάνς για την ήττα του από τον Αθηναϊκό στο ντεμπούτο του πετυχαίνοντας τα δύο πρώτα του γκολ στην επαγγελματική κατηγορία στη νίκη της Παναχαϊκής με 3-0 την προτελευταία αγωνιστική του πρωταθλήματος.
Η επόμενη σεζόν συνδυάζεται με τα τέσσερα πρώτα του ευρωπαϊκά ματς στο κύπελλο Ιντερτότο, αλλά θα αγωνιστεί σε μόλις 4 αγώνες της Παναχαϊκής που θα υποβιβαστεί στη Β’ Εθνική και θα επιστρέψει μετά από έναν χρόνο στη μεγάλη κατηγορία, όπου στις επόμενες τρεις χρονιές θα μετρήσει 78 συμμετοχές και 11 γκολ πριν αποχωρήσει από την ομάδα της Πάτρας.
Το καλοκαίρι του 2002 αρκετές ομάδες θα ενδιαφερθούν για την απόκτηση του. Ο Φερνάντο Σάντος, ένας από τους αγαπημένους του προπονητές, θα απορρίψει ως προπονητής του Παναθηναϊκού τον 23χρονο Κατσουράνη, ο οποίος τελικά θα υπογράψει συμβόλαιο συνεργασίας με την ΑΕΚ στην οποία θα παραμείνει για τέσσερα χρόνια με συμμετοχές σε ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ, αλλά κυρίως με το άνοιγμα της πόρτας για την εθνική ομάδα των ανδρών. Ο Οτο Ρεχάγκελ θα τον χρησιμοποιήσει για 32 λεπτά στο φιλικό παιχνίδι του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος κόντρα στη Νορβηγία, στις 20/8/2003 στο Ιντροτσπάρκεν της Στοκχόλμης.
Ως πρωταθλητής Ευρώπης, το 2004-2005 θα κάνει ίσως μια από τις καλύτερες χρονιές του στο επαγγελματικό πρωτάθλημα. Με 12 γκολ σε 41 συνολικά αγώνες θα φτάσει με την ΑΕΚ στη 2η θέση του βαθμολογικού πίνακα που ισοδυναμούσε με την συμμετοχή της ομάδας στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ και θα κινήσει το ενδιαφέρον αρκετών ευρωπαϊκών ομάδων, όπως η γερμανική Βέρντερ Βρέμης.
Τελικά, θα μείνει για ακόμη έναν χρόνο στην Ελλάδα πριν αποφασίσει να ακολουθήσει τον Φερνάντο Σάντος στην Μπενφίκα το καλοκαίρι του 2006. Μια μέρα μετά τα 27α γενέθλια του, στις 22 Ιουνίου 2006, έναντι σχεδόν 4 εκατομμυρίων ευρώ υπογράφει τετραετές συμβόλαιο με τους «Αετούς της Λισσαβόνας», αφήνοντας πολλές ευρωπαϊκές ομάδες να περιμένουν την υπογραφή του την οποία απέσπασε μέσα σε 20 λεπτά ο πρόεδρος της Μπενφίκα, Λουίς Φελίπε Βέιρα, στο ίδιο γήπεδο, το Ντα Λουζ, που πριν από δύο χρόνια είχε στεφθεί πρωταθλητής Ευρώπης.
Στην πρώτη του χρονιά ψηφίστηκε από τους προπονητές όλων των πορτογαλικών ομάδων ως η καλύτερη μεταγραφή για το 2006-2007. Παρότι ο Σάντος αποχώρησε το 2007 από την τεχνική ηγεσία της πορτογαλικής ομάδας, για να αναλάβει προπονητής στον ΠΑΟΚ, θα παραμείνει στη Λισσαβόνα και με την Μπενφίκα θα πανηγυρίσει το 2009 την κατάκτηση του κυπέλλου Πορτογαλίας πριν πάρει το δρόμο της επιστροφής για την Ελλάδα. Αυτή τη φορά θα υπογράψει τετραετές συμβόλαιο με τον Παναθηναϊκό και το 2010 θα στεφθεί πρωταθλητής και κυπελλούχος Ελλάδας.
Στις 3 Οκτωβρίου 2012 λύθηκε το συμβόλαιο συνεργασίας του με την ΠΑΕ Παναθηναϊκός.
Πηγή: paokfc