Το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν σιγά-σιγά οι απόψεις, του δημοσιογραφικού κυρίως κόσμου, που είτε αναρωτιούνται είτε αμφισβητούν τη συμβολή της μέχρι τώρα παρουσία του Χουμπ Στέφενς στον πάγκο του ΠΑΟΚ.
Η ταπεινότητα μου έθεσε τα πρώτα ερωτήματα και τις πρώτες κρίσεις μετά από νικηφόρο αποτέλεσμα (το 1-0 επί του Πλατανιά). Όλα αυτά πλήθυναν και πήραν μεγαλύτερη έκταση σε σημαντική μερίδα του τύπου μετά την γκέλα στην Κρήτη. Η αντίδραση της πλειοψηφίας του κόσμου ήταν πως κάποιοι προσπαθούν να «φάνε» τον Στέφενς. Πως δεν έχουν υπομονή. Αλίμονο… Ο Δικέφαλος έχει έναν προπονητή που μπορεί να εμπιστευτεί και που, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, δικαιούται το χρόνο προσαρμογής και εμφύσησης της θεωρίας του.
Με αφορμή τη συγκεκριμένη κατάσταση, δηλαδή του προπονητή που δέχεται τα πρώτα «βέλη», της –στα σπάργανα ακόμα- αμφιβολίας για το αν θα πετύχει στον ΠΑΟΚ, της ανεξήγητης και απίστευτης Αναστασιαδο-λογίας που πρόσφατα προέκυψε, θα ήταν καλό να δούμε τι γίνεται και τι λέγεται και λίγο πιο έξω από το καβούκι μας.
Η σπουδαιότητα ενός προπονητή σε μια ομάδα έχει αναχθεί, σε βάθος δεκαετιών, σε μείζον ζήτημα για τους φιλάθλους, τους προέδρους, τους παίκτες αλλά και τους δημοσιογράφους. Πόσο καθοριστική όμως είναι η συμβολή του στην επιτυχία και πόσο αποτελεσματική είναι μια αντικατάσταση του στον πάγκο;
Σύμφωνα με το εξαιρετικό βιβλίο “The Numbers Game”, μετά από πολυετείς μελέτες και στατιστικές αναλύσεις, η επιρροή του τεχνικού σε μια ομάδα και τα περιθώρια βελτίωσης αυτής βρίσκεται μόλις στο 15%! Ακόμα κι αν έρθει ο Μουρίνιο ή ο Φέργκιουσον!
Ακόμα, στο βιβλίο “Dutch Study”, το οποίο κάνει ανάλυση 212 τέτοιων καταστάσεων στην ιστορία του Ολλανδικού πρωταθλήματα (Ολλανδός και ο Στέφενς, αλλά αυτό είναι σύμπτωση…), αναφέρεται το εξής: Ακόμα και χωρίς την απόλυση προπονητή, οι ομάδες έχουν περίπου ανάλογη πορεία με αυτές που τον διώχνουν. Μια ασυνήθιστη περίοδος κακών εμφανίσεων είναι απλά αυτό: ασυνήθιστη. Θα διορθωθεί αυτόματα όταν παίκτες επιστρέψουν από τραυματισμό, όταν τα σουτ δε βρίσκουν σε κάποιο δοκάρι ή όταν η τύχη χαμογελάσει ξανά στην ομάδα. Η θεωρία ότι απολύοντας προπονητές είναι πανάκεια για μια «αρρωστημένη» ομάδα είναι απλά ένα placebo. Είναι μια δαπανηρή ψευδαίσθηση».
Η άλλη πλευρά πάντως λέει πως το ποδόσφαιρο είναι ένα σπορ λεπτών ισορροπιών και αυτό το 15% είναι κάποιες φορές αρκετό για να κάνει τη διαφορά ανάμεσα στη νίκη και την ήττα, ανάμεσα στη δόξα και την αποτυχία.
Σε ένα πιο πρόσφατο δημοσίευμα, προχθεσινό για την ακρίβεια, ο Κέβιν Πουλέιν της εφημερίδας “Racing Post” αναλύει γιατί οι ομάδες δεν κερδίζουν τίποτα απολύοντας τον προπονητή τους. Με αφορμή το παράδειγμα της Σάντερλαντ (η οποία μετά την απόλυση Ντι Κάνιο ενδιαφέρεται για τον Στέφενς, αλλά κι αυτό είναι σύμπτωση!), ο Πουλέιν μιλάει για το ίδιο θέμα και λέει μεταξύ άλλων: «Εδώ είναι το ρεκόρ του ιδιοκτήτη της Σάντερλαντ Έλλις Σορτ με τους προπονητές: Αντικατέστησε τον Στιβ Μπρους με τον Μάρτιν Ο’Νιλ, ο οποίος δεν τα πήγε καλύτερα, ύστερα αντικατέστησε τον Ο’Νιλ με τον Πάολο Ντι Κάνιο, τον οποίο απέλυσε μετά από 12 παιχνίδια.
Οι ιδιοκτήτες των ομάδων στο σύνολο τους έχουν ελάχιστο ποσοστό επιτυχίας στις προσλήψεις προπονητών. Τα ποδοσφαιρικά σωματεία που διώχνουν τον τεχνικό τους, δεν τα πάνε καλύτερα μετά αν τις συγκρίνουμε με ομάδες που βρίσκονται σε ανάλογη κατάσταση και που δε φτάνουν σε μια τέτοια απόφαση.
Αυτό δε σημαίνει ότι όλοι οι προπονητές είναι άχρηστοι. Μας δείχνει όμως τρία άλλα πράγματα.
Πρώτον, οι προπονητές πιθανώς έχουν λιγότερη επιρροή στα αποτελέσματα από ότι όλοι πιστεύουν. Δεύτερον, είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξει μεγάλη διαφορά στις ικανότητες των διαθέσιμων υποψηφίων προπονητών που μπορεί να αντικαταστήσουν τον απολυμένο. Και τρίτον, κάποιοι προπονητές είναι καλύτεροι από τους άλλους αλλά κανείς δεν ξέρει ποιοι είναι αυτοί. Ο Σερ Άλεξ Φέργκιουσον, ο οποίος κατέκτησε περισσότερα τρόπαια από κάθε άλλο Βρετανό τεχνικό στην ιστορία, είχε απολυθεί από την Σεντ Μίρεν.
Σε ένα βιβλίο που λέγεται Playbooks and Checkbooks, ο συγγραφέας γράφει: «Ακόμα και με μια σύντομη σπουδή οι επιτυχημένοι προπονητές χρησιμοποιούν ποικίλες μεθόδους – κάποιοι είναι σκληροί, κάποιοι ευγενικοί, κάποιοι αυστηροί, κάποιοι ανεκτικοί, κάποιοι φιλικοί, κάποιοι απόμακροι». Αν προπονητές με εντελώς αντίθετη προσέγγιση, δούλεψαν σε κλαμπ που είχαν επιτυχίες, ίσως αυτά τα κλαμπ να ήταν πετυχημένα για λόγους που λίγο έχουν να κάνουν με τον προπονητή.
Ο Μπράιν Κλαφ, που κατέκτησε δυο φορές το κύπελλο πρωταθλητριών ως προπονητής της Νότινγχαμ Φόρεστ, όταν ρωτήθηκε για αυτό που όλοι θα «σκότωναν» να μάθουν, το μυστικό της προπονητικής του επιτυχίας, απάντησε: «κι εγώ θα ήθελα να ξέρω…».
Από τότε που η Σάντερλαντ επέστρεψε στην Πρέμιερ Λιγκ το 2007 έχει μέσο όρο 1.1 βαθμό ανά παιχνίδι. Πως είναι οι αναλογίες στους πέντε προπονητές που είχε; Ρόι Κιν 1.0, Ρίκι Σμπράγκια 0.9, Στιβ Μπρους 1.2, Μάρτιν Ο’Νιλ 1.2, Πάολο Ντι Κάνιο 0.8. Το μόνο που μπορούμε πραγματικά να πούμε είναι ότι δεν υπάρχει καμιά πειστική απόδειξη ότι κάποιος από αυτούς ήταν καλύτερος από τους άλλους. Ο Ντι Κάνιο για παράδειγμα που έμεινε για 12 ματς, αν είχε απλά κερδίσει ένα από αυτά που έχασε –κάτι που άνετα θα μπορούσε να γίνει- θα έφτανε την αναλογία του στο 1.0.
Σπάνια θα υπάρξει ένας σοβαρός λόγος για μια ομάδα να διώξει τον προπονητή της. Αυτή η συνήθεια είναι δαπανηρή και δεν υπάρχει λόγος να πιστεύεις ότι θα φέρει εμφανή διαφορά. Παρόλα αυτά γίνεται».
Εδώ στην Ελλάδα, η πιο συνηθισμένη δικαιολογία για την απόλυση ενός προπονητή, εκτός φυσικά από τα αποτελέσματα, είναι η αποσυμφόρηση της ψυχολογικής πίεσης των παικτών και του κόσμου. Μια μπούρδα είναι κι αυτό.
Καταλήγοντας με τα δικά μας, όλα τα παραπάνω δεν γράφτηκαν για υπερασπιστούν την όποια στήριξη και παραμονή του Στέφενς στον ΠΑΟΚ. Θεωρώ πως αυτή είναι δεδομένη. Απλά τα μυαλά, όπως και τα αλεξίπτωτα, λειτουργούν καλύτερα όταν είναι ανοιχτά…