Ο θρύλος του ΠΑΟΚ, Λέανδρος Συμεωνίδης, που ξεκίνησε το 1950 το ποδόσφαιρο από τις ακαδημίες του «δικέφαλου» και το 1954 προωθήθηκε στην πρώτη ομάδα μίλησε στον ραδιοφωνικό σταθμό Arena και θυμήθηκε το παρελθόν.
Αναλυτικά τα όσα ανέφερε:
Αρχικά είπε για το γεγονός ότι βρέθηκε στην Τούμπα μετά από 25 χρόνια:
«Είναι ντροπή μου για όλα αυτά που έζησα στον ΠΑΟΚ να έχω να πατήσω 25 χρόνια στη Τούμπα. Έπρεπε να βρεθώ αλλά πέρασα κάποιες δυσκολίες. Για τον γιο μου που είναι αγχώδης ΠΑΟΚτσης φοβήθηκα, σε ένα ματς το 1987 με επεισόδια με τον Ολυμπιακό και τον λέω, βλέπεις τον πατέρα σου γιατί στεναχώριεστε; να στεναχώριουνται αυτοί που τα οικονομάνε. Τελικά πέρασαν μία Κυριακή δύο Κυριακές ο καναπές μας έφαγε και η τηλεόραση. Υπήρξα βέβαια υπεύθυνος το 74’ στα πιτσιρίκια και έκανα τα τουρνουά. Η φουρνιά που βγήκε ήταν δικά μου παιδιά. Με την βράβευση με βγάλατε από την ναφθαλίνη. Το τι είδα μην το συζητάς. Με έκαναν ξενάγηση και τρελάθηκα. Με τα μασάζ τους, εγώ είχα ένα κασελάκι με τα ρούχα μου και με έβαζαν σταυρούς για να καθαρίσω»
Για τα συναισθήματα που ένιωσε μέσα στην Τούμπα:
«Ένιωσα πολύ μεγάλη συγκίνηση ειδικά όταν κατέβηκα στο χόρτο και είδα την δεξιά πλευρά. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Ήταν μία ενέργεια της ΠΑΕ που θα μείνει αξέχαστη σε όλου τους βετεράνους. Είναι μεγάλη τιμή αυτό που κάνουν. Να μας βρίσκουν μετά από τόσα χρόνια και να είμαστε ανάμεσα σε αυτόν τον υπέροχο λαό. Μπορεί να τον κατηγορούμε σε κάποιες περιπτώσεις αλλά αυτός που παίζει στο γήπεδο όταν αισθάνεται τον κόσμο είναι αλλιώς. Είναι ο 12ος παίκτης πραγματικά»
Για τον Αυστριακό προπονητή Βίλι που πήγε στον ΠΑΟΚ το 1950 και το 53-54 έβαλε σε ηλικία 16 ετών τον Λέανδρο Συμεωνίδη σε έναν αγώνα με τον Απόλλων Αθηνών:
«Ήμουν τυχερός. Ήμουν λίγο «κωλόφαρδος» όπως λέμε. Έβαλα κάτι γκολ και μπόρεσα και προωθήθηκα. Γιατί σαν εμένα και καλύτεροι ήταν, και άλλοι που βγήκαμε από τα τσικό. Είχε και άλλους οι οποίοι ήταν παικταράδες άσχετα αν δεν προωθήθηκαν»
Πως βγήκε το προσωνύμιο «Μαύρο Βέλος»:
«Το γράφανε οι εφημερίδες μετά τον αγώνα με τον Παναθηναϊκό το 1-0. Μετά με τον Ολυμπιακό στο 2-0 μέσα στο Καραϊσκάκη φώναζε όλη η κερκίδα «Λέανδρε το κακάο σου» και τους πέταξα δυο γκολάκια σε εκείνο το ματς και κερδίσαμε τον Ολυμπιακό. Παίξαμε Κυριακή με το Ισραήλ κερδίσαμε 2-1 και οι εφημερίδες έλεγαν ότι ήμουν καλός. Και την Τετάρτη παίξαμε στο Καραϊσκάκη με παικταράδες μέσα και φώναζαν οι Ολυμπιακοί και όσο να ναι επηρεάζουν οι φωνές . Τους έβαλα τα δύο γκολ και έλεγαν τότε όλοι «Τι κάνει εκείνος ο μπάσταρδος». Έκανα κάτι σουτ απρόοπτα και έβαζα γκολάκια. Το κακάο σου το κακάο σου, να και το πρώτο να και το δεύτερο γκολ”.
Για την Εθνική Ενόπλων:
«Παίξαμε με τους Ιταλούς τους κερδίσαμε στην Μπρέσια με τον γκολ του Γιώργου Σιδέρη. Τους καθαρίσαμε και μέχρι τώρα δεν υπάρχει εθνική ενόπλων στην Ιταλία απο τότε. Επειδή το πήραν υποτιμητικό που τους καθαρίσαμε ενώ είχαν παικταράδες. Με ζήτησε η Φιορεντίνα το 1956 μετά από αυτό το ματς με την Εθνική Ενόπλων. Είχαν έναν προπονητή μεγάλο και τρανό αλλά εγώ δεν έφυγα. Για να φύγεις από τον ΠΑΟΚ έπρεπε να σε αφήσει ο ΠΑΟΚ αλλά εγώ είχα αδυναμία στην μάνα μου και δεν μπορούσα. Με άφηνε ο ΠΑΟΚ αλλά εγώ είμαι παιδί του λαού της Θεσσαλονίκης και της οικογενείας. Και μετά έφυγε ο Σιδέρης στην Αμβέρσα και έγινε η πρώτη μεταγραφή Έλληνα στο εξωτερικό. Ήταν καλή η τιμή που έδιναν στον ΠΑΟΚ αλλά δεν με άφηνε και ο κουμπάρος μου. Ύστερα με ζήτησε η ΑΕΚ. Θεσσαλονίκη και πάλι Θεσσαλονίκη. Όλοι οι φίλαθλοι με στηρίξανε. Αρειανοί, Ηρακλειδείς, Καλαμαριώτες, ΠΑΟΚτσήδες με υποστήριξαν στις υποχρεώσεις μου στις δουλειές μου. Δεν μπορούσα να αφήσω τη Θεσσαλονίκη και τον ΠΑΟΚ»
Στην συνέχεια διηγήθηκε μία ιστορία από τα αποδυτήρια:
«Με τον Πανιώνιο παίζαμε στην Αθήνα. Με ξέρανε ως «Λέανδρο» και όταν βάλανε στο φύλλο αγώνος οι διαιτητές το Συμεωνίδης άρχισαν να λένε οι Πανιώνιοι ποιος είναι αυτός και έκαναν ένσταση. Πήγε ο δικός μου ο έφορος και τους το είπε, το είχε γράψει στα παραλειπόμενα ο Σταύρος Πετρακόπουλος»
Για να συνεχίσει ενθυμούμενος παλιές ιστορίες από την Τούμπα:
«Ματς με τον Ολυμπιακό το 1967 στη Τούμπα, τότε ερχόταν ο Ολυμπιακός… χεσμένος. Και με τα γεγονότα με τον Κούδα επειδή μείναμε σαν ορφανοί ο κόσμος μας υποστήριζε πάρα πολύ. Ερχόταν 40,000 κόσμος. Σε αυτό το ματς έρχονται οι Ολυμπιακοί και η Τούμπα έβραζε. Από την θύρα 1 χτυπούσαν τα τσιμέντα, γινόταν πανζουρλισμός. Μπαίνουμε στο γήπεδο στο πρώτο πεντάλεπτο βάζουμε το πρώτο γκολ. Μπαίνει και το δεύτερο στο τέταρτο και να ακούς έναν Σιδέρη να σε λέει: «ρε Λέανδρε βάλτε μας 5-10 γκολ δεν γίνεται αυτό». Έτρεμαν τα πόδια του. Ρε λέω σοβαρά το λες; Αν εσύ το λες τι θα πουν οι πιτσιρικάδες. Και όμως ήθελε να τελειώσει το ματς και να φύγουν. Και λέω σκέψου τι είναι αυτός ο λαός. Αλλά συνιστώ να είναι πιο ήπιοι στη Τούμπα. Είναι κρίμα να μην έρχονται οι φίλαθλοι μας από τα γεγονότα που δημιουργεί μία μικρή μερίδα. Είναι κρίμα. Όπως όταν βρίζουν τους ποδοσφαιριστές, τον Σαλπιγγίδη. Καμιά φορά βλέπεις ότι το παιδί το κάνουν να είναι ψυχολογικά άσχημα ενώ είναι καλό ΠΑΟΚτσάκη και έχει προσφέρει. Να καταλάβουν ότι μέσα στο γήπεδο οι φωνές εις βάρος του επηρεάζουν τον ποδοσφαιριστή του ΠΑΟΚ» και πρόσθεσε:
«ΠΑΟΚτσήδες και Αρειανοί ήμασταν μαζί παλιά. Εκεί στην Θύρα 1 στη Τούμπα πριν απο ματς ΠΑΟΚ – Άρη έβαζαν στοιχήματα και καλαμπούριζαν μαζί. Παίζανε το τάβλι τους έπιναν το ουζάκι τους έπαιζαν και οι έφηβοι πριν τα ματς και σε όλα τα γήπεδα οι φίλαθλοι ήταν κολλητοί. Περισσότερο εμείς ήμασταν οι παίκτες που μαλώναμε παρά ο κόσμος. Εμείς είχαμε τα περισσότερα επεισόδια. Τώρα φοβάσαι δυστυχώς να πάρεις το παιδί σου. Sold out λέει με 20,000. Τότε στο γήπεδο ήταν 45,000. Ήταν άλλη εποχή τι να κάνουμε. Ο Γιώργος Κούδας έλεγε πως ήμουν λέει το είδωλο του και ήταν κι αυτός δημιούργημα του Αυστριακού Βίλι. Έπαιζε έξω δεξιά και με παρακάλεσε ο προπονητής να περάσω από την αριστερή πλευρά. Προθυμοποιήθηκα και βοήθησα και εγώ να γίνει αυτό το μεγάλο όνομα. Τα πρώτα παιχνίδια για έναν νέο είναι δύσκολα, πως θα τον πάρει ο λαός. Ήταν όμως από τα πολύ μεγάλα ταλέντα. Μέχρι το 1969 παίξαμε παρέα. Η ομάδα του 70’ έπαιξε μαζί μου πέντε – έξι χρόνια. Παρίδης, Τερζανίδης, Φουντούκης, Σαράφης, Αποστολίδης, όλοι αυτή η μεγάλη φουρνιά.
Ενώ επιστέφοντας στην τωρινή κατάσταση της ομάδας μίλησε για τον ΠΑΟΚ του 2013, και πιο συγκεκριμένα για τον αγώνα με τον Παναθηναϊκό:
«Την είδα πολύ καλή την ομάδα. Αλλά πρέπει να είμαστε και λίγο χαμηλών τόνων. Είναι καλή οπωσδήποτε όμως θέλει προσθήκες. Εκεί στο κέντρο θέλει μεγάλα ονόματα. Όλες οι μεγάλες ομάδες έχουν έναν στρατηγό. Τα δεκαράκια. Αυτή η προσθήκη του Στοχ ήταν μεγάλη υπόθεση. Όλη η ανάπτυξη της ομάδας εξαρτάται από τα δύο εξτρέμ . Αν θέλει ο μεγάλος πρόεδρός μας να φέρει έναν Βιεϊρίνια και να δεις πως θα γίνει ο ΠΑΟΚ. Όπως είναι στην Μπάγερν από την μία ο Ρόμπεν και από την άλλη ο Ριμπερί. Αυτοί οι δύο είναι όλη η ομάδα. Ο Στοχ κάτι κάνει αλλά είναι πεσμένος και αυτός. Χρειάζεται χρόνος για να γίνουμε μεγάλη ομάδα. Για να χτυπήσεις τον Ολυμπιακό είναι δύσκολο. Θέλει χρόνο, να μπεις στα παρασκήνια. Στην Ελλάδα αυτό επικρατεί από την εποχή τη δική μου» και ανέφερε ένα περιστατικό κατά το οποίο πήρε την ομάδα του ΠΑΟΚ ως αρχηγός και αποχώρησε από τον αγωνιστικό χώρο:
«Ακόμη και οι ξένοι διαιτητές ήταν επηρεασμένοι τότε. Εγώ με τον Ολυμπιακό το 1963 πήρα την ομάδα και έφυγα. Ήταν ένας Βούλγαρος διαιτητής στην Φιλαδέλφεια,γιατί στο Καραϊσκάκη γινόταν έργα. Όλη την εβδομάδα οι εφημερίδες γράφανε ότι θα μας σφάξουν. Μπαίνουμε στο γήπεδο και ήταν αντίθετος πολύ ο Βούλγαρος. Μας βάζουν το πρώτο γκολ 10 μέτρα οφ-σάϊντ. Βάζουμε ένα γκολ στο πρώτο ημίχρονο ο Τάκης Ραπτόπουλος μία γκολάρα συγκεκριμένα αλλά κάποιος αντίπαλος έβαλε το χέρι του και η άτιμη η μπάλα έφυγε πάνω από το δοκάρι. Τρέχουμε ρωτάμε το διαιτητή, τι είναι κόρνερ, πέναλτι, πες μας, τίποτα ο διαιτητής. Βρε ούτε κόρνερ; Πές μας τι ήταν τουλάχιστον. Λέω εγώ δεν παίζω. Είμαστε που είμαστε σφαγμένοι πάμε να φύγουμε. Και πάμε στα αποδυτήρια. Έρχεται ο γενικός γραμματέας σε κλάσματα δευτερολέπτου και φωνάζει “πως φύγατε δεν ξέρετε τις τιμωρίες μας περιμένουν’ και πραγματικά μας τιμώρησαν. “Ούτε λεφτά θα πάρετε ούτε τίποτα” μας έλεγε. Αποφασίζουμε τελικά να ξαναμπούμε μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Εκεί ήταν το πιο γελοίο. Αυτοί οι Ολυμπιακοί την κοπάνισαν εντωμεταξύ για να μην ξαναρχίσει το παιχνίδι, αφού το είχε διακόψει ο διαιτητής, έτσι μας τιμώρησαν τότε. Ύστερα επαναλήφτηκε αποχώρηση του ΠΑΟΚ από τον αγωνιστικό χώρο και με τον Παντελάκη και με τον Βουλινό»