Θα μπορούσε να θεωρηθεί μάλλον υπερβολικό το πως μια επιτυχία στο χώρο του αθλητισμού μπορεί να υποκαταστήσει την Εθνική υπερηφάνεια του Έλληνα, έτσι όπως ο τελευταίος έχει “καταντήσει” μέσα από τα μνημόνια και την ανικανότητα του πολιτικού του προσωπικού. Κανείς όμως δεν μπορεί να απαγορέψει κάποιον να νιώσει χαρούμενος έστω για μερικές στιγμές, να μοιράσει συγχαρητήρια, να κάνει όνειρα για μια διοργάνωση που αποτελεί το απόλυτο φετίχ για κάθε ποδοσφαιρόφιλο. Να κάνει όνειρα πως μπορεί ακόμα κι αυτός να βρεθεί εκεί το καλοκαίρι ως φίλαθλος, δίπλα σε όμορφες βραζιλιάνες, χορεύοντας σάμπα σε μια χώρα που είναι συνυφασμένη με το ποδόσφαιρο. Κι ας είναι σχεδόν σίγουρο πως όταν έρθει η ώρα, δε θα έχει λεφτά να πάει ούτε μέχρι τα… Σκόπια. Απλά θα ξενυχτάει για να παρακολουθεί από την τηλεόραση την προσπάθεια της Ελλάδας και των υπόλοιπων 31 καλύτερων ομάδων του κόσμου με στόχο τον χρυσό…μαστραπά που αγκαλιάζει την υδρόγειο.
Το πιο σημαντικό συμπέρασμα από όλη αυτή τη διαδικασία που ολοκληρώθηκε χθες είναι το πόσο πολύ έχει βαρύνει αυτή η γαλανόλευκη φανέλα μέσα σε ένα διάστημα μόλις δέκα χρόνων. Με πρωτεργάτη και ακρογωνιαίο λίθο τον Ότο Ρεχάγκελ, η Ελλάδα από την πλήρη ανυπαρξία, αποτελεί πλέον συγκρίσιμο μέγεθος με μεγαθήρια, αποτελεί σημείο αναφοράς. Δεν είναι μόνο τα όσα έχει πετύχει, οι σπουδαίες προκρίσεις και οι συμμετοχές στις μεγαλύτερες διοργανώσεις. Είναι το πόσο δύσκολα μπορεί να της πάρει κάποιος αποτέλεσμα, το πόσο έχουν αρχίσει όλοι να τη σέβονται, το πως συμπεριφέρονται και αισθάνονται οι ίδιοι οι Έλληνες παίκτες μέσα αλλά και έξω από το γήπεδο. Σα να φορούν μια πανοπλία που τους προστατεύει. Δε φοβούνται κανέναν και εμπνέουν σεβασμό που δεν τους οδηγεί στην έπαρση αλλά στην αυτοπεποίθηση.
Αν συνειδητοποιήσει κανείς τι έχει πετύχει αυτή η ομάδα από το 2004 μέχρι σήμερα, θα καταλάβει ότι πρόκειται για κάτι εξωφρενικό δεδομένου ότι μιλάμε για μια χώρα μόλις 10 εκατομμυρίων ψυχών. Πέραν των παραπάνω, κέρδισε πανάξια την πρόκριση σε τρία Euro -κατέκτησε το ένα το 2004 (!)- και σε δυο Μουντιάλ. Την ίδια ώρα που υπερδυνάμεις έμεναν απέξω. Και σε ένα σπορ που αποτελεί τον πρώτο στόχο κάθε χώρας για να διακριθεί ή να φανεί στον υπόλοιπο κόσμο μέσω του αθλητισμού.
Δυο λόγια και για τον Φερνάντο Σάντος. Δικαιωματικά. Αποτελεί το σήμα κατατεθέν αυτής της ομάδας τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Υπάρχει η Πορτογαλία του Ρονάλντο, η Σουηδία του Ιμπραήμοβιτς, η Βοσνία του Τζέκο, η Αργεντική του Μέσι. Κανείς δεν μπορεί να πει κάτι ανάλογο για την Ελλάδα. Αυτή δεν χαρακτηρίζεται ούτε από τον Μήτρογλου, ούτε από τον Παπασταθόπουλο, ούτε από τον Καραγκούνη, ούτε από τον Σαλπιγγίδη. Είναι η Ελλάδα του Σάντος. Αυτού του παρεξηγημένου Πορτογάλου που αποδείχθηκε περισσότερο Έλληνας από του Έλληνες. Που πήρε μια απόφαση-ρίσκο που ίσως κανένας (προπονητής τέτοιου βεληνεκούς) δε θα έπαιρνε πριν από τέσσερα χρόνια. Σε μια Εθνική που είχε φτάσει στο απόγειο της (κατέκτησε Euro, μόλις είχε πάρει μέρος στο Μουντιάλ), δέχθηκε να δώσει συνέχεια έχοντας θεωρητικά μόνο να χάσει. Κι όμως κέρδισε! Σε όλα! Χωρίς καν να φορέσει το γούρικο καφέ δερμάτινο μπουφάν του…
Η Εθνική ομάδα μπορεί να μην απέκτησε, ούτε να αποκτήσει ποτέ φανατικούς φιλάθλους. Μπορεί να μην αποτελέσει ποτέ προτεραιότητα του Έλληνα φιλάθλου ο οποίος παραδοσιακά σκέφτεται μόνο τις συλλογικές του προτιμήσεις και τις βάζει πάνω από όλα. Μπορεί να μη γίνουμε ποτέ Αγγλία ή Γερμανία σε τέτοιου είδους νοοτροπία. Μπορούμε όμως να καμαρώνουμε σε όποιοι βαθμό μπορεί ή θέλει ο καθένας. Τουλάχιστον εδώ δε νιώθουμε ντροπή…