Ο λόγος για μια μεγάλη παρέα Γερμανών -ανάμεσά τους και στελέχη επιχειρήσεων- που κάθε Νοέμβριο από το 2006 αφήνουν το παγωμένο Βερολίνο και τη… Μέρκελ και έρχονται στη Λευκοπηγή, ένα μικρό χωριό έξω από την Κοζάνη, για να συμμετάσχουν ενεργά στην απόσταξη του τσίπουρου και να γλεντήσουν ελληνικά. Κι όχι μόνο. Διότι ο Ελληνας φίλος τους Κώστας Καραγιάννης δεν τους μύησε μόνο στο τσίπουρο. Τους πήγε και στην Τούμπα και τους έκανε… ΠΑΟΚτσήδες.
Η Θύρα 4 τους εντυπωσίασε -«τέτοια κερκίδα δεν υπάρχει πουθενά στην Ευρώπη» λένε- και έτσι κάθε ταξίδι στην Ελλάδα συνδυάζεται με την παρακολούθηση ενός αγώνα της αγαπημένης τους -πλέον- ομάδας. Μάλιστα, την προηγούμενη Κυριακή βρέθηκαν στην Τούμπα για να ζήσουν από κοντά την ένταση του «clasico» της Θεσσαλονίκης ανάμεσα στον ΠΑΟΚ και τον Αρη.
Ολα ξεκίνησαν στα μέσα της περασμένης δεκαετίας, όταν η γερμανική συντροφιά γνώρισε το τσίπουρο σε ένα από τα πιο γνωστά ελληνικά μαγαζιά του Βερολίνου, την «Ποικιλία». «Καθόμασταν ένα βράδυ στο εστιατόριο της αδερφής μου μαζί με παλιόφιλους. Δοκιμάζαμε ένα τσίπουρο από το χωριό μου και οι Γερμανοί ενθουσιάστηκαν από τη γεύση. Αμέσως ρώτησαν πώς φτιάχνεται. Τους παρότρυνα να οργανώσουμε μια εκδρομή στο χωριό μου και να δούμε ακριβώς πώς γίνεται όλη η διαδικασία της παραγωγής», αφηγείται ο Κώστας Καραγιάννης.
Ετσι ξεκίνησε το 2006 το πρώτο αναγνωριστικό ταξίδι στην Ελλάδα. Στη Λευκοπηγή τους υποδέχθηκε ο εξάδελφός του και ερασιτέχνης αμπελουργός Γιάννης Παρτώνας, ο οποίος αποστάζει τσίπουρο εδώ και 60 χρόνια, συνεχίζοντας μια μακρά οικογενειακή παράδοση. Ο Ματίας Κλιπ, επικεφαλής της Πολεοδομίας στο Πότσδαμ, ο Νικολάους Κάρστεν, δημοτικός σύμβουλος του Βερολίνου με το SPD, ο Λουτς Λέμερ, ο Ούλαφ Σβάλμπε, ο Γελς Ζάμελροτ, όλοι τους στελέχη εταιρείας ακινήτων, μια παρέα συνολικά 11 Γερμανών πήραν τότε τον δρόμο του τσίπουρου για την Ελλάδα και δεν το μετάνιωσαν.
Η «ιεροτελεστία» στο αποστακτήριο της… εκκλησίας στη Λευκοπηγή και όλα όσα τη συνοδεύουν, καθώς και ο ελληνικός τρόπος διασκέδασης τους ενθουσίασαν. Εκτοτε κάθε χρόνο τα μέλη της παρέας, προσθέτοντας κατά περίπτωση και άλλους φίλους τους, δίνουν κάθε Νοέμβριο το ραντεβού τους στη Λευκοπηγή, όπου έρχονται για να συμμετάσχουν ενεργά σε όλες τις φάσεις της απόσταξης του τσίπουρου αλλά και να το γευθούν και να γλεντήσουν με την ψυχή τους ελληνικά.
Εκτός από τον Γελς Ζάμελροτ ο οποίος μιλά σπαστά Ελληνικά και έχει επισκεφθεί τη χώρα μας 25 φορές από το 1984, ταξιδεύοντας σε όλη την επικράτεια, κανείς άλλος δεν μιλά τη γλώσσα μας. Αυτό όμως δεν τους εμποδίζει να συνεννοηθούν με τους πολλούς φίλους που απέκτησαν στη Λευκοπηγή. «Από την πρώτη στιγμή μπήκαν στο κλίμα και έγιναν ένα με τις παρέες του χωριού. Ο κόσμος τους χαιρετά στον δρόμο και πάντα τέτοια εποχή ρωτούν να μάθουν αν ήρθαν οι Γερμανοί», λέει ο Γιάννης Παρτώνας.
Συμμετέχουν ενεργά
Το σκηνικό της απόσταξης προετοιμάζεται και στήνεται κάθε χρόνο στο αποστακτήριο της εκκλησίας. «Ολη τη νύχτα που βράζουμε το τσίπουρο οι Γερμανοί στέκονται γύρω από το καζάνι, δοκιμάζουν και χορεύουν. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα συμμετέχουν και αυτοί στη διαδικασία και την απολαμβάνουν ιδιαίτερα. Κουβαλούν τα στέμφυλα, αλλάζουν τις καζανιές, φέρνουν ξύλα, ενώ δεν διστάζουν να κάνουν μια διαδρομή κοντά επτά χιλιομέτρων έξω από το χωριό, για να φέρουν φυσικό νερό χωρίς άλατα από την πηγή Ζγκόστη. Με αυτό ανακατεύουν το τσίπουρο και ρυθμίζουν τα γράδα του», όπως λέει ο παραγωγός του τσίπουρου, ο οποίος τους φιλοξενεί.
Ενθουσιασμένοι με αυτήν την ξεχωριστή εμπειρία δηλώνουν οι Γερμανοί, που απολαμβάνουν όλες τις φάσεις της. «Είναι κάτι εντελώς διαφορετικό για μας η παρασκευή τσίπουρου με παραδοσιακά σκεύη. Είναι κάτι αυθεντικό, ορίτζιναλ κι αυτό μας ενθουσιάζει», λέει ο Γελς Ζάμελροτ, ενώ δεν παραλείπει να αναφερθεί στον ελληνικό τρόπο ζωής.
«Οι Ελληνες είναι παθιασμένοι με τη ζωή, ζούνε την κάθε στιγμή και χαμογελούν πολύ συχνά», παρατηρεί. «Στο χωριό είναι όλοι μια παρέα, ανοιχτοί, ζεστοί και αυτό είναι κάτι πολύ ωραίο», συμπληρώνει.
«Οι φίλοι μου γνωρίζουν μια άλλη Ελλάδα, όχι την τουριστική, αλλά την ελληνική επαρχία και τους ανθρώπους της, οι οποίοι διαφέρουν από την τουριστική και εμπορική πλευρά της χώρας, ενώ έρχονται κοντά και με τις παραδόσεις του τόπου μας», θα μας πει ο Κώστας Καραγιάννης.
Η χειμερινή βουτιά στον Θερμαϊκό
Οταν η κουβέντα φθάνει στην ελληνική κρίση οι Γερμανοί έχουν να κάνουν τις δικές τους παρατηρήσεις, μιλώντας για μια διπλή εικόνα: αυτήν της ημέρας που διαφέρει σημαντικά από την αντίστοιχη της νύχτας. «Η κρίση φαίνεται μόνο την ημέρα», επισημαίνει ο Γελς Ζάμελροτ και προσθέτει: «Βλέπεις συνεχώς άδεια μαγαζιά, ξενοίκιαστα γραφεία. Σε όλους αυτούς τους επαγγελματικούς χώρους κάποτε υπήρχε κίνηση. Αν περπατήσεις όμως τη νύχτα και πας στα μπουζούκια ή στα μπαρ και στις ταβέρνες, αυτές είναι γεμάτες από κόσμο».
«Η Ελλάδα πληρώνει την απουσία μεταρρυθμίσεων στο κράτος όλα αυτά τα χρόνια. Εμείς στη Γερμανία προχωρήσαμε σε αλλαγές και τώρα βλέπουμε τα αποτελέσματα. Αυτό πρέπει να κάνει και η Ελλάδα, ώστε να αναγεννηθεί», λέει από την πλευρά του ο Νικολάους Κάρστεν και συμπληρώνει: «Αν υπήρχε κυβέρνηση των Πρασίνων σίγουρα θα σας παροτρύναμε να εκμεταλλευτείτε τον πανέμορφο ελληνικό ήλιο, αυξάνοντας το ποσοστό εναλλακτικών μορφών ενέργειας έως και στο 80%. Αλλά θα σας βοηθούσαμε και στην προστασία της ανεπανάληπτης ελληνικής φύσης και των ακτών σας».
Από το κρύο στη ζέστη
Εκείνο επίσης που έχει γοητεύσει τους Γερμανούς της τσιπουρο-παρέας είναι το παραλιακό μέτωπο της πόλης. «Οταν φθάσαμε στη Θεσσαλονίκη το θερμόμετρο στο αεροδρόμιο άγγιζε τους 22 βαθμούς, ενώ την ίδια ώρα η θερμοκρασία στο Βερολίνο μετά βίας ξεπερνούσε το μηδέν», λέει ο Ματίας Κλιπ.
Λίγες ώρες αργότερα ο ίδιος δεν έχασε την ευκαιρία και βούτηξε στα παγωμένα νερά του Θερμαϊκού, διαπιστώνοντας ότι «είναι πολύ πιο καθαρός από τη Βαλτική». Εκείνο πάντως που τον ενοχλεί είναι ότι όλοι μπορούν να καπνίζουν παντού, ενώ μας δήλωσε απογοητευμένος με τα ελάχιστα ποδήλατα που κυκλοφορούν στην πόλη και τους αρκετά βρώμικους δρόμους. «Πρέπει να επιτρέψετε το ελεύθερο κολύμπι στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης», λέει χαριτολογώντας, δίνοντας παράλληλα ραντεβού για του χρόνου…
Πηγή:ethnos