Όσοι το έζησαν, δυσκολεύονται να το περιγράψουν με λόγια. Αντί για ρήματα χρησιμοποιούν επιφωνήματα. Γουρλώνουν τα μάτια, τα οποία αρχίζουν να υγραίνονται. Το μυαλό αρχίζει να ταξιδεύει. Στο τέλος η ίδια ατάκα: «τέτοια ομαδάρα σαν αυτή του ’70 δεν πρόκειται να ξαναπεράσει». Αυτοί που δεν το έζησαν, δεν μπορούν να το αντιληφθούν.
Υπάρχουν μόνο προφορικές μαρτυρίες. Η τηλεόραση έχει μόνο κάτι φτωχά ασπρόμαυρα στιγμιότυπα. Πρέπει να δουλέψει η φαντασία. Να δημιουργήσεις καρέ και με δικό σου μοντάζ να δημιουργήσεις συνοχή. Να συλλέξεις κλισέ ατάκες και να τις κάνεις ποδοσφαιρικές εικόνες.
Ο Ασλανίδης, ο Παρίδης, ο Σαράφης, ο Τερζανίδης, ο Φουντουκίδης, ο Κούδας και η υπόλοιπη παρέα έφτιαξαν το ιδεατό σενάριο στο μυαλό του Παοκτσή. Δημιούργησαν την ιδανική ομάδα που θα ήθελε να τον εκπροσωπεί, φορώντας τον Δικέφαλο στο στήθος.
Μία ομάδα σχεδόν αμιγώς ελληνική. Μία ομάδα σχεδόν αμιγώς… μακεδονική. Με παιδομάζωμα από όλη την Βόρεια Ελλάδα.
Μία ομάδα που πέρασε μαζί τις παιδικές της ασθένειες και τις εφηβικές της ανησυχίες, μία ομάδα που έφτασε στην κορύφωση της φτάνοντας σε τελικούς, σηκώνοντας κούπες, με νίκες επί ευρωπαϊκών κολοσσών (Μίλαν, Μπαρτσελόνα), μία ομάδα κυριαρχική, με φαντεζί ποδόσφαιρο, αλλά και ορμή. Μία ομάδα αρσενική, αλλά συνάμα και ντελικάτη. Μία ομάδα μπροστά από την εποχή της. Μία ομάδα που κατά γενική ομολογία σε όλη την Ελλάδα έπαιξε το καλύτερο ποδόσφαιρο για μία ολόκληρη δεκαετία.
Μία ομάδα που δεν αγοράστηκε από το βαθύ πορτοφόλι κάποιου γαλαντόμου προέδρου, μα χτίστηκε με μεράκι, αγάπη, ιδρώτα, φιλότιμο.
Ο Παοκτσής δεν είναι κολλημένος με τους τίτλους. Αν ήθελε κούπες πάσι θυσία θα γινόταν κάτι άλλο. Θέλει όμως να νιώθει ότι η ομάδα που υποστηρίζει τον εκπροσωπεί. Τον εκφράζει. Του μοιάζει. Ισχύει άραγε αυτό με την σημερινή ομάδα;
Τον Αγγελο Ζαζόπουλο, προπονητή των ακαδημιών του ΠΑΟΚ, αν περάσει δίπλα μου στον δρόμο δεν θα τον γνωρίσω. Δεν έχω ακούσει καν τη φωνή του. Είναι ένας από τους ποδοσφαιρικούς πατεράδες του Στέλιου Πόζογλου και τα λόγια του σε μία πρόσφατη του ραδιοφωνική μύριζαν… αγνό, παρθένο ΠΑΟΚ.
Αντιγράφω, χωρίς να πειράξω ούτε… κόμμα: «Η δουλειά στις ακαδημίες γίνεται πολύ ευσυνείδητα και όλοι εκεί είμαστε λίγο ρομαντικοί και θέλουμε να φτιάξουμε ένα μικρό θαύμα. Στο μέλλον ονειρευόμαστε η πρώτη ομάδα να αποτελείται πάνω από 60% με δικά μας παιδιά. Η χημεία της θα είναι τρομερή και θα συνεννοούνται με τα μάτια. Νιώθουμε πως εμείς δίνουμε την ταυτότητα στην ομάδα, καθώς οι παίκτες που τώρα προπονούμε θα παίξουν στο μέλλον. Θέλουμε ποδόσφαιρο πρωτοβουλίας, με τέσσερις αμυντικούς, πολλές επαφές, πίεση και επιθετικότητα. Αυτή είναι η ταυτότητα του ΠΑΟΚ και αυτό το ποδόσφαιρο θέλουμε να παίζουμε σε όλα τα τμήματα».
Μαγκιά του Στέφενς που καταδέχθηκε να κοιτάξει και… παρακάτω και να ρίξει στα βαθιά ένα 17χρονο πιτσιρίκι. Μεγαλύτερη μαγκιά αυτών που πήραν ένα άγουρο μπόμπιρα με έμφυτο χάρισμα στα ζογκλερικά και στα freestyle κόλπα και τον έκαναν ποδοσφαιριστή για την πρώτη ομάδα. Ο δικός μου ο ΠΑΟΚ δεν είναι ο ΠΑΟΚ του Ροναλντίνιο, του Ντρογκμπά ή του Μπερμπάτοφ. Είναι ο ΠΑΟΚ του Κίτσιου, του Πόζογλου, του Κλάους, του Κωνσταντινίδη. Είναι ο ΠΑΟΚ του Μαλεζά, του Σταφυλίδη, του Σάλπι. Είναι ο ΠΑΟΚ του Πέλκα, του Πόποβιτς, του Παναγιωτούδη (αν αποδείξουν ότι έχουν την ποιότητα να επιστρέψουν).
Είναι ο ΠΑΟΚ του Κουλούρη, του Σαββίδη, του Δεληγιαννίδη, του Παντεκίδη, του Πούγγουρα, του Πατράλη, του Δημητριάδη, του Ποζατζίδη, του Τουμανίδη και του τόσου ταλέντου που έχει συσσωρευτεί στις ακαδημίες. Είναι ο ΠΑΟΚ των παιδιών, που ξέρουν τι ακριβώς φοράνε, τι εκπροσωπεί, τι σημαίνουν αυτά τα τέσσερα γράμματα. Θέλεις επιπλέον ποιότητα; Προσεγμένες, μετρημένες, αυστηρά ποιοτικές προσθήκες ξένων.
Ομολογώ ότι τις προάλλες έπιασα τον εαυτό μου να ζηλεύει την Αλκμααρ. Ενα τσούρμο από πιτσιρικάδες που ο μεγαλύτερος ζήτημα να ήταν 22 ετών, έπαιξαν ότι πιο μοντέρνο ήρθε φέτος στην «Τούμπα». Τέλειο… spacing (αποστάσεις στο χώρο), τέλεια κίνηση χωρίς στην μπάλα, αυτοματοποιημένες κινήσεις, ποδόσφαιρο κατοχής, τρεξίματα, ταχύτητα, ωραία αθλητικά κορμιά. Με μία λέξη; Φρεσκάδα.
Ο Χουμπ Στέφενς θα μπορούσε το καλοκαίρι να βολευτεί με τα έτοιμα. Να κλειδώσει την θέση του δεξιού μπακ με παίκτη που ήρθε ως μεταγραφή (Σκόνδρα). Να δώσει φανέλα βασικού σε κάποιον που έδωσε διαπιστευτήρια από πέρυσι (Κωνσταντινίδη). Να θέσει βέτο στην παραχώρηση του Αποστολόπουλου. Επειδή όμως πρόκειται για κανονικό προπονητή πήρε από το χεράκι ένα άγουρο και ξεχασμένο αμυντικό μέσο (Κίτσιου) τον βάφτισε μπακ, τον έκανε υποψήφιο MVP του φετινού ΠΑΟΚ και ότι κι αν γίνει στο μέλλον άφησε κληρονομιά ένα παίκτη για πολλά χρόνια.
Για να σκέφτεται τον Κωνσταντινίδη ως χαφ (παρότι εμείς οι ξερόλες γκρινιάζουμε), κάτι βλέπει. Σίγουρα, κάτι παραπάνω ξέρει. Ας τον σεβαστούμε. Ας τον αφήσουμε να κάνει ότι θέλει με τον Πόζογλου. Ας ανεβάσει όποιον θέλει από τους μικρούς. Οι ομάδες χτίζονται. Δεν αγοράζονται. Χρειάζονται ταυτότητα. Συνοχή. Πιστέψτε το ή όχι, ο ιδανικός αρχιτέκτονας υπάρχει. Αφήστε τον. Η Μπενφίκα και η κάθε Μπενφίκα μπορεί να περιμένει.