Ξέρω. Θα μου πείτε ότι είναι άσχετο. Στα δικά μου μάτια όμως, εκείνη την ώρα, μου φάνηκε σαν να είδα το φως το αληθινό. Μου αρέσει το μπάσκετ, αν και δεν κατανοώ πλήρως όλη του την πολυπλοκότητα. Ξέρω όμως πολύ καλά να διακρίνω τις αρρώστιες σε μία ομάδα, ειδικά αν έχω δει τα ίδια συμπτώματα κάπου αλλού. Η μόδα προστάζει, αυτές τις ομάδες να τις αποκαλούμε λούζερ. Δεν είναι έτσι. Είναι απλώς, άρρωστες.
Το μαρτύριο του Σίσυφου μοιάζει με παιχνιδάκι μπροστά σε αυτά που τραβάει τα τελευταία χρόνια η μπασκετική ΤΣΣΚΑ Μόσχας. Μία ομάδα που είναι καταδικασμένη να παίζει κάθε χρόνο με το μεγαλύτερο μπάτζετ, να εξοπλίζει το οπλοστάσιο της κάθε καλοκαίρι με ότι πιο σύγχρονο υπέρ-όπλο κυκλοφορεί και να εφευρίσκει κάθε Μάιο και ένα καινούργιο τρόπο για να αυτοκτονεί. Μία ομάδα με 40 εκατομμύρια ετήσιο μπάτζετ έφτασε ασθμαίνοντας στο Final-4, μόνο και μόνο για να τιμωρηθεί με τον πιο σαδιστικό τρόπο που υπάρχει. Χάνοντας στον πόντο, ένα
ματς που είχε προβάδισμα τεσσάρων πόντων 19 δευτερόλεπτα πριν το φινάλε, από μία ομάδα (Μακάμπι) που ζήτημα να έχει το ¼ του προϋπολογισμού της, μα φανέλα που ζυγίζει τόνους και μιλιούνια από λαό που θα την ακολουθούσαν ακόμα και στην Σελήνη.
Όπως κάθε χρόνο, οι Μοσχοβίτες θα γίνουν σαν τον σκύλο που κυνηγά αιώνια την ουρά του. Ράβε – ξήλωνε. Θα απολύσουν ως άχρηστο τον προπονητή τους, θα «φάνε» τρεις-τέσσερις παίκτες και θα βγουν με λευκό μπλοκ επιταγών να αγοράσουν τους επόμενους καλύτερους. Πιθανώς, αυτούς που τους κέρδισαν την Πέμπτη. Πολύ σύντομα, του χρόνου δηλαδή, αν συνεχίσουν να κουβαλάνε τα ίδια μυαλά, το ίδιο το άθλημα θα τους τιμωρήσει ξανά.
Προσπάθησα να θυμηθώ κι άλλα τέτοια παραδείγματα. Ξαφνικά, όλα ήταν πολύ ξεκάθαρα στα μάτια μου. Ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς βαρέθηκε να μετράει χαστούκια με την Τσέλσι και να ξοδεύει για χρόνια καράβια από λεφτά, μέχρι να κατακτήσει αυτό που ηδονικά ζητούσε, ένα Τσάμπιονς Λιγκ. Σημειολογικά, το πέτυχε την χρονιά που έδειχνε να πετάει από νωρίς λευκή πετσέτα (με τον Ντι Ματέο ως μαθητευόμενο μάγο στον πάγκο), όταν έφυγε το άγχος του «πρέπει», η λαιμητόμος του «εδώ και τώρα».
Ο Ντμίτρι Ριμπολόβλεφ μπορεί να έφερε στο Πριγκιπάτο κοτζάμ Φαλκάο και ένα σωρό άλλους γαλαζοαίματους, αλλά δεύτερη χρονιά έμεινε με τα χέρια αδειανά. Κι αν κάποιος μιλήσει για το θηρίο που λέγεται Παρί, τότε γιατί η Μονακό δεν έφτασε ούτε καν σε ένα τελικό Κυπέλλου ή Λιγκ Καπ; Κύριε Ρανιέι, άντε γεια…
Αλήθεια, τι έχει κάνει στο Τσάμπιονς Λιγκ, η Ζενίτ της Gazprom και τον κολοσσιαίων μεταγραφών τύπου Χουλκ; Να θυμίσω ότι πριν τρία χρόνια την πέταξε εκτός συνέχειας, ο… κουρελής μπροστά της (πλην τίμιος) ΑΠΟΕΛ.
Ακόμα και στο ΝΒΑ το ίδιο έργο θα δεις. Ο Μιχαήλ Προχόροφ αγόρασε τους Νιού Τζέρσεϊ Νετς, τους πήγε στο Μπρούκλιν, υποσχέθηκε τίτλο σε 3 χρόνια, υπέγραψε ότι πιο ακριβό υπήρχε, φόρτωσε το salary cup μέχρι αηδίας, έφτιαξε μία ομάδα που του στοίχισε φέτος κοντά στα 200 εκατομμύρια δολάρια (τα διπλάσια από κάθε άλλη) , όμως η μεγαλύτερη του επιτυχία μέχρι σήμερα ήταν η… οκτάδα.
Υπήρχαν και χειρότερα όμως. Στην Πόρτσμουθ, ο Αρκάντι Γκαϊντάμακ παράτησε το πλάνο νωρίς και η ομάδα έχει φτάσει κάπου στην Division 2. Στην Ελβετία η ιστορική Ξαμάξ χρεοκόπησε και ξεκίνησε πάλι από το ερασιτεχνικό, όταν τα βρόντηξε ο Μπουλάτ Τσαγκάεφ. Το ίδιο θα πάθαινε και η Φίτεσε του Γεωργιανού Μέραμπ Τζορντάνια, αν δεν βρισκόταν η προστατευτική αγκαλιά της Τσέλσι να την περιθάλψει.
Όλοι, μα όλοι (οι εκ πρώην ΕΣΣΔ προερχόμενοι πρόεδροι-μεγιστάνες), έκαναν το ίδιο λάθος. Όρμησαν στο παιχνίδι με φούρια, έβγαλαν τα λεφτά τους στο τραπέζι, τα επέδειξαν με στόμφο δεξιά και αριστερά, αγόρασαν ότι πιο λαμπερό μπορούσαν, όμως ξέχασαν κάτι πολύ σημαντικό, που ισχύει διαχρονικά:
Την ιστορία, την γράφουν οι… παρέες. Η χημεία. Το κέφι. Το μεράκι. Η χαρά του παιχνιδιού. Όχι το πιστόλι στον κρόταφο. Όχι το «ΠΡΕΠΕΙ να κερδίσεις». Όχι το “ΠΡΕΠΕΙ να κερδίσεις ΕΔΩ και ΤΩΡΑ”. Όσο υπάρχει τράπουλα, θα βγαίνουνε ρηγάδες. Όσο υπάρχει μπάλα όμως, το κακοπληρωμένο χαμόγελο θα κερδίζει την μοσχοπληρωμένη ασφυκτική πίεση.
Αλήθεια που ήταν ο ΠΑΟΚ φέτος μία… παρέα;
Στα αποδυτήρια του; Ας γελάσω.
Στο προπονητικό του τιμ; Ας μη μιλήσω καλύτερα.
Στο στελεχιακό του κομμάτι; Ας μην είμαστε υποκριτές.
Στον κόσμο του; Δεν αλλάζουμε καλύτερα κουβέντα;
Στους δημοσιογράφους του; Θα προτιμήσω την (ένοχη) σιωπή.
Ένας από τους μεγαλύτερους στοχαστές του προηγούμενου αιώνα, ο Γάλλος φιλόσοφος Ζαν-Πολ Σαρτρ έλεγε πως: «η κόλαση μας είναι οι… άλλοι». Στην αποτυχία υπάρχει μία τάση να ψάχνουμε τροφή για τα θηρία, δείχνοντας με το δάχτυλο πάντα κάποιον άλλον. Αλήθεια, πόσοι από εμάς, κοιτάξαμε πρώτα την καμπούρα μας, να δούμε εμείς τι λάθος κάναμε στον φετινό (και όχι μόνο) ΠΑΟΚ;
Δεν μου αρέσει να δείχνω υπευθύνους με το δάχτυλο. Εξάλλου, το μερίδιο της αποτυχίας ποτέ δεν βαραίνει ένα, δύο ή μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού, πρόσωπα. Ούτε μου αρέσει να υποδεικνύω ονομαστικά λύσεις σε ανθρώπους που αποδεδειγμένα έχουν γνώση στο «διοικείν» και το «επιχειρείν».
Απλώς, καταγράφω “απώλειες”. Ο Στέφενς μας άφησε νωρίς, ο Τσιστιακόφ ακολούθησε και πολύ σύντομα οι μισοί παίκτες από το φετινό ρόστερ θα αποχωρήσουν ως αποτυχημένοι, για να έρθουν οι επόμενοι που θα φορτωθούν στις πλάτες τους τις προσδοκίες, τις προσμονές, τις απαιτήσεις, την πίεση, τα λάθη των προηγούμενων και οι οποίοι με την σειρά τους θα δώσουν την σκυτάλη στους επόμενους. Μέχρι να μπούνε σταδιακά όλοι στο στόχαστρο και να εξοστρακιστούν. Ο γυμναστής, ο γιατρός, το γραφείο τύπου, ο κηπουρός, ο Γκέκας, ο γιος του Γκέκα, το
παιδί του γιού του Γκέκα, ο ξάδελφος του ανιψιού του παιδιού του γιου του Γκέκα, το σαμάρι του γαϊδουριού του θείου του ξαδέλφου του ανιψιού του παιδιού του γιου του Γκέκα.
Ράβε – ξήλωνε
Δεν ξέρω αν το συλλαλητήριο βοηθήσει να δοθεί μία λύση στα χρέη του ΠΑΟΚ, στο θέμα της Θέρμης ή στην μάχη με την ποδοσφαιρική καθεστηκυία τάξη, μα ελπίζω τούτο: να σταθεί αφορμή μπας και ξαναγίνουμε παρέα και καταλάβουμε ξανά το νόημα της. Ελπίζω να το καταλάβει και ο κύριος Ιβάν Σαββίδης…