Το ένα ρεκόρ μετά το άλλο καταρρίπτει η χώρα μας στο θέμα της ανεργίας, ιδίως των νέων, όπου η μάστιγα λαμβάνει ιδιαίτερες διαστάσεις. Ενα νέο φαινόμενο εμφανίζεται αυξημένο και ονομάζεται «διαρροή εγκεφάλων», καθότι 114.000-139.000 νέοι επιστήμονες έχουν μεταναστεύσει και εργάζονται στο εξωτερικό.
Όπως αναφέρει η Ελευθεροτυπία, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, την οποία επικαλείται η ερευνήτρια του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ κ. Πέννυ Γεωργιάδου, σε μελέτη για την ανεργία των νέων στη χώρα μας, η βασική αιτία της διαρροής εγκεφάλων είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει μετακινηθεί στην αλυσίδα παραγωγής της αξίας, ώστε να παράγει πιο σύνθετα προϊόντα και υπηρεσίες (έντασης γνώσης/τεχνολογίας). Ετσι ουσιαστικά υπάρχει περιορισμένη ζήτηση για πτυχιούχους και όχι υπερπροσφορά πτυχιούχων, όπου η Ελλάδα συνεχίζει να βρίσκεται σε χαμηλά ποσοστά όσον αφορά τα ευρωπαϊκά δεδομένα.
«Το φαινόμενο της διαρροής εγκεφάλων περιλαμβάνει συνήθως τις ροές πτυχιούχων από τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες προς τις αναπτυγμένες, ενώ οι αντίστοιχες ροές μεταξύ των αναπτυγμένων κρατών αναφέρονται ως «κυκλοφορία εγκεφάλων».
Η όλη κατάσταση επιδεινώνεται από το γεγονός ότι δεν υφίσταται κανένα δίχτυ ελάχιστης κοινωνικής προστασίας (η μοναδική χώρα της Ευρωζώνης), το οποίο να διασφαλίζει ένα ανεκτό όριο διαβίωσης, που θα προσδιορίζεται από τις βασικές ανάγκες.
Τα στοιχεία αυτά, όπως προαναφέρθηκαν, ιδιαίτερα στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα, αναδεικνύουν την ανεργία των νέων ως το σοβαρότερο πρόβλημα και επιβάλλουν την ανάγκη αντιμετώπισής της με επείγοντα τρόπο στο πλαίσιο της άσκησης των οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών.
Η προτεινόμενη στρατηγική, στην Εκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 2012 (η οποία συντάσσεται ανά τριετία), συμπληρωματικά ως προς τους στόχους και το περιεχόμενο της στρατηγικής που τίθεται από την «Ευρώπη 2020», προτείνει πρωτοβουλίες σε 8 πεδία δράσης:
1 Εκπαίδευση και κατάρτιση
2 Απασχόληση και επιχειρηματικότητα
3 Υγεία και ευημερία
4 Συμμετοχή
5 Εθελοντικές δραστηριότητες
6 Κοινωνική ένταξη
7 Νεολαία και κόσμος
8 Δημιουργικότητα και πολιτισμός.
Πιο συγκεκριμένα, και λαμβάνοντας υπόψη τους όρους που έχουν επιβληθεί μέσα από τα εθνικά δημοσιονομικά προγράμματα προσαρμογής και τα οποία επηρεάζουν άμεσα την εργασία των νέων, οι εφαρμοζόμενες πολιτικές έχουν ως αποτέλεσμα τα εξής:
* Δημιουργούν και νομιμοποιούν διακρίσεις εις βάρος της εργασίας των νέων, δημιουργώντας μια ειδική κατηγορία μισθωτών, των νέων με μισθούς μειωμένους τουλάχιστον κατά 30%.
* Νομιμοποιούν και γενικεύουν μορφές ευέλικτης, ανειδίκευτης και ανασφάλιστης εργασίας, οι οποίες υλοποιούνται μέσω δήθεν πρακτικής εκπαίδευσης (π.χ., voucher) ή μαθητείας και στην ουσία υποκρύπτουν την παροχή φθηνής και χωρίς δικαιώματα εργασίας.
* Ανατρέπουν τους θεμελιωμένους, κατοχυρωμένους με αγώνες, εδώ και δεκαετίες όρους εργασίας με πλήρη δικαιώματα και υποχρεώσεις και δρομολογούν μια νέα αγορά εργασίας, όπου οι στρατιές των ανέργων είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμες προς εργασία με «χαρτζιλίκι» αντί για πραγματικό μισθό, και χωρίς στοιχειώδη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα.
* Διευκολύνουν την υπενοικίαση – δανεισμό-, την εργολαβική παραχώρηση των εργαζομένων και καταργούν τις σταθερές θέσεις εργασίας με αξιοπρεπή μισθό.
* Προκαλούν μέσω της «διαρροής εγκεφάλων», της μετανάστευσης των νέων επιστημόνων και της καθιέρωσης της περιστασιακής – υποαμειβόμενης- προσωρινού χαρακτήρα και επισφαλούς απασχόλησης, μια πραγματική αφαίμαξη του εργατικού δυναμικού από τα πιο παραγωγικά του τμήματα.
* Απαξιώνουν γνώσεις, ικανότητες, δεξιότητες που αποκτήθηκαν από τους νέους με τα χρήματα του ελληνικού λαού μέσα στα σχολεία και τα πανεπιστήμια.
* Εκπαιδεύουν μια ολόκληρη νέα γενιά σε εργασία χωρίς δικαιώματα και τελικά καθιστούν τους νέους «ωφελούμενους» προγραμμάτων και όχι εργαζόμενους με δικαιώματα αξιοπρεπούς μισθού και ανθρώπινων συνθηκών εργασίας. Παράλληλα, είναι αξιοσημείωτο επίσης το γεγονός ότι η αποτελεσματικότητα των προτεινόμενων μέτρων μειώνεται ακόμα περισσότερο από ζητήματα που σχετίζονται με τον τρόπο σχεδιασμού και εφαρμογής των πολιτικών.
Σύμφωνα με μελέτες του ΙΝΕ- ΓΣΕΕ, για να δημιουργηθούν 50.000 θέσεις εργασίας χρειάζεται αύξηση κατά 3,5% – 4% του ΑΕΠ. Η ρεαλιστική αυτή εκτίμηση είναι μακριά από τις «υπεραισιόδοξες» προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2015-2018, σύμφωνα με τις οποίες το ποσοστό ανεργίας θα μειωθεί το 2018 στο 15,9%.