Στις 27 Οκτωβρίου 1994 σταμάτησα να γράφω χιλιόμετρα σε κάθε εντός έδρας και έγινα επιτέλους Παοκτσής εντός έδρας, μετακομίζοντας στη Θεσσαλονίκη. Ξεφορτώναμε με τον Μιχαλάκη το αγροτικό με την πατέντα τα δεμένα λιγοστά πράματα στην καρότσα, με το ραδιόφωνο στο Τελ Αβίβ και πεταγόμασταν κάθε τόσο σε μια καφετέρια στην Αγίου Δημητρίου για να καμαρώνουμε το διπλό μέσα στη Μακάμπι. Γούρι, γούρι, ήρθα στην πόλη και έκανα ντεμπούτο με νίκη, ταυτόχρονα με το ντεμπούτο του Μουστάφ. Αυτός έφυγε γρήγορα, εγώ δεν έφυγα ποτέ, κάντε τώρα συγκρίσεις που αυτός πήρε τόσα εκατομμύρια.
Χρόνος για τακτοποίηση στο καινούργιο σπίτι δεν υπήρχε. Ούτως ή άλλως, ένα κρεβάτι, τρία κατσαρολικά και πεντακόσιες κασέτες ήταν όλη η φοιτητική περιουσία, που οι κασέτες όλες μούλιασαν στη Μεγαλύτερη Βροχή Όλων Των Εποχών που πλημμύρισε το σπίτι και αναγκάστηκα να αγοράσω αυτό τον διάολο, το σιντί. Σάββατο βράδυ φεύγαμε για ΟΑΚΑ. Η Παρασκευή πέρασε τακτοποιώντας τις κασέτες ανά είδος, σπιντ, θρας, ντεθ, μπλακ, κροσόβερ, πανκ, τρύπες, το Σάββατο πέρασε στο μπαλκόνι συζητώντας ποιο θα ήταν το γυναικείο μου όνομα στο κουδούνι, καταλήξαμε στο «Κατερίνα», δε θυμάμαι γιατί το διαλέξαμε, ίσως από τα Ξύλινα Σπαθιά που μας άρεσαν τότε, την αγάπησα τρελά και την λέγαν Κατερίνα. Οπότε, γράψαμε στο κουδούνι «Άννα-Κατερίνα», για τυχόν πεσίματα από τα πεθερικά που δήθεν η Άννα θα έμενε με μια άλλη φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη. Ξημερώματα φύγαμε για κάτω. Δευτέρα πρωί, άρχισε η ετοιμασία για το πρώτο ματς στη ζωή μου ως οικοδεσπότης. ΠΑΟΚ-Ολυμπιακός.
Είχε αρχίσει το ασταμάτητο σερί για να βγάλω τα απωθημένα μου, τόσα χρόνια οτοστόπ σκαστός από τη μάνα μου, χιλιόμετρα και χιλιόμετρα με τον δεξιό αντίχειρα σηκωμένο, μέχρι και δέκα ώρες για να έρθεις σε ένα ΠΑΟΚ-Ιωνικός ή ΠΑΟΚ-ΟΦΗ, τώρα θα παίξω μπάλα από κοντά, ένα αστικό δρόμος. Κάνω την τελευταία μου εκδρομή ως Καβαλιώτης πρόεδρος-φάντασμα του Συνδέσμου-φάντασμα στο Ηρακλής-ΠΑΟΚ 1-2, κατεβαίνω να κλείσω το σπίτι στο ΠΑΟΚ-Λεβαδειακός 0-0 που δε θα το ξεχάσω ποτέ ως την πιο στημένη διαιτησία όλων των εποχών υπέρ μας, εννοείται, μια φορά μας έπαιξε η διαιτησία και δεν κερδίσαμε ούτε τον Λεβαδειακό, μετά το ΠΑΟ-ΠΑΟΚ 3-0 και ερχόταν η σειρά των γάβρων. ΠΑΟΚ-Ολυμπιακός, ρε φίλε, και δε θα χρειαστεί ούτε πούλμαν να κλείσω, ούτε αφίσες, ούτε παιδομάζωμα, ούτε χίλιες δυο λεπτομέρειες να ρυθμίσω με τους πενήντα κάγκουρες της εκδρομής. Όχι, απλώς ξυπνάω, πίνω έναν καφέ και πάω στο γήπεδο. Τι λες τώρα.
Τελικά ήπια πολλούς καφέδες, καθώς το ματς ήταν βραδινό. Δεν το πίστευα, γύρισα σπίτι, έφαγα άλλη μια πίτσα από τη φοιτητική πιτσαρία απέναντι 599 δραχμές, επειδή ακόμα ψυγείο δεν είχαμε και δε θα είχαμε για πολύ καιρό, θα κρεμούσαμε τα τυριά και τα σαλάμια από κάτι καρφιά στον ακάλυπτο για να μη χαλάνε και όταν πιάσαμε Άνοιξη βρήκαμε ένα της Κοκακόλα και μεγάλες χαρές με την Άννα, θα είχαμε δικά μας παγάκια και θα μπορούσαμε να πίνουμε κρύες μπύρες δίχως να κατεβαίνουμε κάθε μισή ώρα στο σουβλατζίδικο από κάτω.
Δεν της άρεσε και που έκανα παρέα με την κοπέλα στην πιτσαρία «Αλέξανδρος» ή «Μέγας Αλέξανδρος», κάπως έτσι, τι να κάνω, τρεις πίτσες τη μέρα έπαιρνα από εκεί, πρωινό, μεσημεριανό, βραδινό, είχα δοκιμάσει τόσους μήνες όλους τους συνδυασμούς, χωρίς ζαμπόν, με ζαμπόν, χωρίς πιπεριές, με πιπεριές, έτσι, αλλιώς, μόνο με αντζούγιες δεν είχα δοκιμάσει, μετά που πήραμε ψυγείο μου έκοψε την καλημέρα. Γυναίκες. Έχασε το πουρμπουάρ και με ξέχασε σε μια μέρα η πιτσαδόρα, γιατί πάντα με το κιμπαριλίκι μου εγώ, 599 η πίτσα, έξι κατοστάρικα κολλαριστά εγώ, ρέστα δεν πήρα ποτέ.
Συγκίνηση, κατέβηκα από το σπίτι, περπάτησα την Ιασωνίδου, πήρα το τιμημένο 14 από την Εγνατία και έφτασα στο γήπεδο. Πρώτη εκδρομή με τον ΣΦ ΟΑΣΘ, θα ακολουθούσαν καμιά διακοσαριά, επίτιμο μέλος. Βρίσκω στο γήπεδο τους δικούς μου τους Καβαλιώτες, πού είσαι εσύ, με τι ήρθες. Φουσκώνω το στήθος, βάζω και το λάμδα το παχύ, εγώ, ρε, τι με λες τώρα, εγώ μένω μόνιμα Σαλονίκη, σε λέω, τι με λες να σε πω τώρα. Παρέλειψα το «εδώ και δέκα μέρες», άφησα σκέτο το «μένω μόνιμα». Ουάου ο κόσμος, όπα, ρε ψηλέ, θα βλέπεις τον ΠΑΟΚ κάθε Κυριακή, έτσι, παιδιά, γι’ αυτό, σας λέω, να διαβάζετε στο σχολείο, να περάσετε Σαλονίκη να δείτε τη γλύκα. Σε λέω, μην ξεχνιόμαστε, το «σε λέω» αρχή και τέλος κάθε κουβέντας, δεν γινόταν ολόκληρος αναντάμ-παπαντάμ Σαλονικιός να μη μιλούσα σε λέω και με λες.
Χάλια η ομάδα, δύσκολη η κατάσταση με τον Ολυμπιακό εκείνο τον καιρό. 8 αγώνες σερί δεν μπορούσαμε να τον κερδίσουμε, μας είχε σπάσει και την παράδοση, μας είχε πάρει το Κύπελλο, είχαμε τιμωρηθεί από την Ευρώπη με δύο χρόνια και έπρεπε να βγούμε μία και μετά να ξαναβγούμε για να παίξουμε ευρωπαϊκό. Όποιον και να ρωτούσες στο γήπεδο θα σου έλεγε πως θα ξαναπαίξουμε Ευρώπη σε τριάντα χρόνια. Αλλά Ολυμπιακός ήταν αυτός, άμα τον κερδίζαμε θα έφτιαχνε κάπως η διάθεση, για πανηγύρια και τίτλους και ευρωπαϊκά είχαμε και το μπάσκετ.
Βέβαια, είχαμε φτιάξει υπερομάδα για την εποχή, απλώς δεν το ξέραμε ακόμα. Εκείνο το ματς έδωσε κάποιες πληροφορίες περί των δυνατοτήτων της, αλλά μετά πήγε κι αποκλείστηκε από δέκα παίκτες στον Άγιο Νικόλαο, έριξε πέντε στη Λάρισα και τέσσερα στο Χαριλάου, έφαγε τρία από Ξάνθη και Εθνικό, μια σχιζοφρένεια εκείνη τη χρονιά, αλλά μας έμεινε ως μία από τις καλές. Και το καλύτερο παιχνίδι της το φυλούσε για τούτη τη μέρα. Τους έπνιξαν. Ρόδα, τσάντα και κοπάνα στα καλάμια ο Ολυμπιακός του Τάις, κάθε επίθεση και φάουλ για φορείο. 30.000 κόσμος στην εξέδρα πουλούσε τρέλα, Τουρσουνίδης και Ζαγοράκης αλώνιζαν κι έπεφταν μόνο από τα δρεπάνια του Τρούπκου, του Τσαλουχίδη, του Αμανατίδη, του Ιωαννίδη, με σημερινό διαιτητή θα έμεναν με 7 παίκτες.
Μείναμε με 10 εμείς, από το πρώτο ημίχρονο, αυτός ο Λαγωνίδης δεν μπορούσε να αφήσει γάβρο να αλλάξει πάσα ούτε στην άμυνα και τη σφύριζε όπου τους έβρισκε, αφού είδε πως το κοράκι δεν έβγαζε κάρτες. Ε, σ’ αυτόν έβγαλε, τι να κάνουμε. Αλλά τι 10, τι 11, παίζαμε μπάλα κι εμείς σ’ εκείνο το ματς, δεν υπήρχε «παίκτης λιγότερος» μέχρι τη λήξη –το 2-0 με 11 στο χορτάρι έγινε 3-0 με 10 ποδοσφαιριστές. Και λίγα ήταν, το πάλεψαν για το τέταρτο, μέχρι το τέλος. Γιατί είχε κάτι σπάνιο ο ΠΑΟΚ του Χάαν, είχε μαγκιά γνήσια, και μπάλα και μαγκιά, πάρε τρία τεμάχια, σε αρπάζω κι απ’ το λαιμό κι ας είμαι ο Γιωργάκης του 1,70, θα σε σηκώσω στον αέρα.
Πολλές Τούμπες έχουν χαρακτηριστεί ως «η καλύτερη Τούμπα». Δεν μπορείς να συγκρίνεις, άλλοι καιροί κάθε φορά, άλλες συνθήκες. Για εκείνο το μεσοδιάστημα ανάμεσα στην Παρί και την Εποχή Των Τρελών, αυτή ήταν η καλύτερη Τούμπα. Επειδή διψούσε για ένα θρίαμβο, επειδή ξεφτίλιζε τον Ολυμπιακό, επειδή όλοι είχαν –και έχουν ακόμα- τον κρυφό πόθο να «ξαναχτίσουμε τη μεγάλη παράδοση» που ντρεπόμαστε εμείς οι νεότεροι να κοιτάξουμε στα μάτια τους παλιούς επειδή μας έπεσε από τα χέρια το 1992, αλλά και επειδή όλοι γνώριζαν το μάταιο του πράγματος: Κέρδιζες τον Ολυμπιακό και δεν έγινε τίποτα. Και όλους να τους κέρδιζες, πάλι δε θα γινότανε τίποτα, απλώς θα ξεχρεώναμε μία χρονιά τιμωρίας και άντε από την αρχή. Αυτό το μείγμα συνθηκών πυροδότησε μία άγρια τρέλα στην εξέδρα, τότε που όλο το γήπεδο χοροπηδούσε κι όλο το γήπεδο έσπρωχνε. Όταν λένε «Τούμπα όπως παλιά», κάτι τέτοιο εννοούν οι νεότεροι. Να ζήσουμε να τη θυμόμαστε.
Όλοι έχουν στο μυαλό μία λέξη από εκείνο το παιχνίδι: «Μπότζιεκ». Εγώ θυμάμαι μια άλλη λέξη: «Ντεμπούτο». Σχόλασε το παιχνίδι, έσταζε ο ιδρώτας και μύριζαν τα ρούχα πυρσούς και σκόνη, έπιασα τη Λαμπράκη, κατέβηκα με τα πόδια ως την Εγνατία, ανέβηκα την Ιασωνίδου κι αυτό ήταν. Μπήκα σπίτι με τις εορταστικές μπύρες στο χέρι, άραξα δίπλα στο ραδιόφωνο να ακούσω τα παραλειπόμενα στην ΕΡΑ-Σπορ, τηλεόραση δεν είχαμε τότε, οι Καβαλιώτες ακόμα δε θα είχαν ξεκινήσει από το Λευκό Πύργο για την επιστροφή κι εγώ ήδη είχα ξαπλώσει και γιόρταζα. Κι εκεί μου ‘ρθε μια περίεργη λύπη, που δε θα γυρνούσα μαζί τους, είχα ταυτίσει την Τούμπα με το ταξίδι, δε μου καθόταν καλά, ένιωθα πως ήμουν προδότης, σαλονάτος, Παοκτσής του καναπέ μετά το παιχνίδι. Θα το ξεπερνούσα, μετά από καιρό.
Στο μυαλό μου το γκολ του Καπετανόπουλου είχε καρφωθεί ως μία οβίδα σχεδόν από τη σέντρα. Έπαιζα το ριπλέι μέσα μου, σκάει η μπάλα ψηλά, τη γεμίζει, απασφαλίζει, τη ρίχνει από τα πενήντα μέτρα και ο κακομοίρης ο Τοχούρογλας πηδάει μ’ εκείνο το αξιοθρήνητο κατακόρυφο πλονζόν-σήμα κατατεθέν με το ένα χέρι και σκάει στο χόρτο. Τρία-μηδέν. Χρόνια μετά που ξαναείδα τη φάση, ο Καπετανόπουλος πατάει τη γραμμή της περιοχής, δεν ήταν από τόσο μακριά όσο πίστευα όταν το έβλεπα από την 4Α το ματς, αλλά τι θα πιστέψω, την τηλεόραση ή τα ίδια μου τα μάτια, για μένα το έβαλε από τη σέντρα, δείξτε μου όσα ριπλέι θέλετε, δε σας πιστεύω.