Πριν από εικοσιτόσα χρόνια ήμουν σαν αυτούς. Τώρα είμαι ο «μεγάλος» που τους ακούει και τους παρατηρεί.
Γυρνούσα σπίτι με το 2 μετά το ΠΑΟΚ-ΟΦΗ, εγώ θα κατέβαινα στο ύψος της Καλαμαριάς, οι υπόλοιποι που είχαν γεμίσει το αστικό θα συνέχιζαν με άλλο για Περαία, Μηχανιώνα, Επανομή, Νέους Επιβάτες. Πιτσιρίκια, ανήλικοι όλοι, μιλούσανε μια για το ματς και μια για τα μαθήματα την άλλη μέρα, ρε φίλε, πρώτη ώρα Δευτέρα δεν την αντέχω την Τάδε, δεν άνοιξα βιβλίο, ο Ρατς τι παιχταράς είναι αυτός, στο δεύτερο κάθισε η ομάδα, θα ξυπνήσω νωρίς να διαβάσω αύριο. Κινητά, μπλουζάκια συνδέσμων, ωραία κουρέματα, περιποιημένοι. Και σιωπηλοί, οι περισσότεροι, έμοιαζε με πούλμαν επιστροφής από Αθήνα.
Τα ίδια θα λέγαμε τότε κι εμείς, ένα βραδάκι στο 14 μετά το παιχνίδι. Ποιος βαριέται δευτεριάτικα να πάει σχολείο, τι μπάλα έπαιξε πάλι ο Μαγκντί, για κοπάνα με βλέπω, να φύγει ο Βουλινός, τι έχουμε αύριο πρώτη ώρα.
Μόνο η εμφάνιση ήταν διαφορετική, οι πιο πολλοί με τα φλάι ή τα τζιν μπουφάν με τα ραφτά, παντελόνια κάπρι χρόνια πριν γίνουνε μόδα, φράντζες ή μεταλλάδικες χαίτες. Κάπως πιο ζωηροί, κάπως αγριεμένοι οι νεαροί των αρχών του ’90, αλλά μέχρι εκεί.
Το ίδιο πράγμα. Κοροϊδεύουν τους πιτσιρίκους στην κερκίδα οι παλιοί για τα ωραία τους ρούχα και τα κινητά. Λες και άμα υπήρχαν στα χρόνια μας ωραία παοκτσήδικα ρούχα δε θα τα φορούσαμε ή θα αφήναμε σπίτι τα κινητά για να μην προσβάλουμε το μεγαλείο του ΠΑΟΚ.
Κι εμείς ό,τι φορούσαμε το κάναμε για να ταιριάξουμε στο τοπίο, τα φλάι, τα αρβυλάκια, οι σωλήνες, τα σταράκια, έτσι και σήμερα, μόδα ήταν τότε η καγκουριά κι εμείς την ακολουθούσαμε, μόδα είναι σήμερα να φοράς ρούχα στο νούμερό σου. Τους κατηγορείς επειδή δεν ενοχλούν αισθητικά, όπως εσύ, αλλά ξεχνάς πως ενοχλούν εσένα –άρα, κάποιον ενοχλούν έτσι σουλουπωμένοι με τα μπλουζάκια τους και τις ζακέτες των συνδέσμων. Σου την έφερα.
«Προλαβαίνουμε; Προλαβαίνουμε. Με την Ίντερ δεν το προλάβαμε. Ναι, αλλά με Διναμό το προλάβαμε. Μπερδεύεσαι, με τη Ζίμπρου ήταν». Τρία επίσημα ματς δώσαμε, σε τέσσερα είχανε πάει όλοι τους. Στα δύο που ήμουν μέσα, έδωσαν ρεσιτάλ.
Αυτοί, οι πιτσιρίκοι που ταξίδευαν για το σπίτι τους με το αστικό, τριγύρω μου. Θα έφταναν κάποια στιγμή, θα άνοιγαν τον υπολογιστή και θα διάβαζαν τα σχόλια ενός πενηντάρη παλαίουρα κοσμογυρισμένου «τι να μας πουν τα πιτσιρίκια ρε τώρα με τις ροζ μπλούζες και τα ωραία μαλλάκια, εμείς έτσι κι εμείς αλλιώς και η γενιά μας» και τα λοιπά. Και θα σκέφτονταν «τι άλλο να κάνουμε, δηλαδή».
Κομπλεξάραμε μια ολόκληρη γενιά με έναν μύθο που όποιος τον έζησε πραγματικά και καταλάβαινε τι συνέβαινε δίπλα του ξέρει πως ήταν ένας μύθος. Γίναμε σίδερο από τις εκδρομές, βδομάδα παρά βδομάδα, γίναμε οικογένεια, χτίσαμε κανόνες επειδή τα ταξίδια ήταν ο κανόνας και γράψαμε ιστορία γυρνώντας παντού με ένα πούλμαν της κακιάς ώρας, γίναμε αδέρφια γιατί ο αδερφός φαίνεται στη δύσκολη ώρα και τότε στις εκδρομές όλες οι ώρες ήτανε δύσκολες. Πώς να το ζήσει αυτό ο 17άρης, που δεν τον αφήνουν να ταξιδέψει. Λες να πηγαίναμε μόνο οι σιτεμένοι, αν επιτρεπόταν το εκτός έδρας, όπως γινόταν στα χρόνια μας;
Αυτοί θα γέμιζαν τα λεωφορεία, αυτοί θα έβγαζαν λαρύγγι στην Ξάνθη και στο Καραϊσκάκη και στο Βόλο και στη Νέα Σμύρνη, αυτοί θα έμπαιναν μπροστά και θα τις μάζευαν από την αστυνομία, όπως εμείς. Δεν το κάνουν επειδή δεν έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν. Έχουμε βάλει το χεράκι μας κι εμείς για την απαγόρευση.
Είναι εκεί σε κάθε ματς. Φωνάζουν από πριν το παιχνίδι μέχρι τη λήξη. Τραβιούνται από τριγύρω και από τα περίχωρα και από τις επαρχίες. Αγαπάνε με άλλον τρόπο, αλλά αγαπάνε. Πού τη βλέπεις τη διαφορά; Που δεν έχουνε ζαλισμένο κεφάλι, όπως η μισή κερκίδα στα χρόνια μας; Αυτούς τους εμφυτεύουν τα ναρκωτικά στον εγκέφαλο από μωρά, μέσω τηλεόρασης, έχουνε να παλέψουν με πιο δύσκολες πρέζες από τις δικές μας. Στην τελική, αυτοί κερδίζουν και ξεφεύγουν από τη λοβοτομή των καιρών, εσύ είσαι που έχασες και τους κράζεις από τον καναπέ σου.
Τα γράφω όπως τα σκέφτομαι, γιατί θέλει βιβλίο ολόκληρο για να αναλύσεις κάθε παράμετρο. Όλο και κάπου θα βρεθώ αφελής ή ανόητος, αλλά ας είμαι γνήσιος στη σκέψη κι ας μη συμφωνήσει κανείς.
Παρατηρώ συμπεριφορές, διαβάζω απόψεις, ακούω γνώμες, το μόνο που ξεχωρίζει τις δύο γενιές είναι το κόμπλεξ. Ανωτερότητας και κατωτερότητας, αντιστοίχως.
Ξεχνάμε οι σαρανταφεύγα πόσο τυχεροί ήμασταν υπό τις διαταγές ενός αρχιστράτηγου και δέκα στρατηγών. Ξεχνάμε τι ομάδες ακολουθούσαμε τότε, σε ποδόσφαιρο και σε μπάσκετ, πόση έμπνευση έδινε τότε η φανέλα και πόση απαξίωση ζέχνει σήμερα.
Οι νέοι εκεί, κολλημένοι, να κάνουν την Τούμπα «όπως παλιά», τι να είναι αυτή η Τούμπα όπως παλιά, σκέψου, εμείς σαν εσάς, να χοροπηδάμε και να ουρλιάζουμε από την αρχή ως το τέλος.
Ξεκόλλα, δεν έχει διαφορά, σταμάτα να βλέπεις βίντεο από τα παλιά και φτιάχνε δικά σου.
Δεν έχουνε συνδέσμους, δεν έχουνε στρατηγούς, δεν έχουνε ομάδα να τους εμπνέει, δεν έχουνε εκδρομές, δεν έχουνε αποκλειστικότητα το γήπεδο επειδή τους τσιγκλάνε χίλια άλλα άσχετα πράγματα κάθε μέρα, έρχονται στο γήπεδο σε κάθε αγώνα και δε σταματούν να φωνάζουν.
Τι άλλο θέλεις, ρε φίλε, να κάνουν, για να τους δεχτείς ως επόμενους; Έλα στο γήπεδο να τους μάθεις να κάνουν κερκίδα, εσύ που ξέρεις, όχι να χλευάζεις από το ίντερνετ, βουλιαγμένος στις ιστορίες «από τα παλιά», τότε που ο ΠΑΟΚ ήταν κάτι μαγικό και τώρα δεν είναι. Για σένα δεν είναι, μεγάλε. Γι’ αυτούς παραμένει. Σκέψου σε τι κόσμο ζούσες και σε τι κόσμο ζούνε αυτά τα παιδιά, βάλ’ τα όλα κάτω και θα καταλάβεις τι εννοώ. Για μας ήταν πιο εύκολο. Και πιο απλό.
Θα το ξαναπιάσω μια άλλη φορά που ίσως να έχω καθαρότερη σκέψη. Αλλά ως απλός στρατιώτης τόσες δεκαετίες δεν συγκρίνω το σήμερα με το χτες βάσει στρατηγών και οργανωτών και ατόμων, αλλά στρατιώτες με στρατιώτες. Και βλέποντας αυτά τα πιτσιρίκια στο λεωφορείο, υπολογίζοντας τις συνθήκες που μεγαλώσαμε εμείς και που μεγαλώνουν αυτοί, ένα πράγμα μόνο με στεναχώρησε. Που θα μεγαλώσουν και δε θα πάρουν χαμπάρι πως ήταν πραγματικοί στρατιώτες του ΠΑΟΚ, επειδή κάτι «παλιοί» αρνήθηκαν να τους χρίσουν ως τέτοιους.
Εγώ, και μόνο εγώ που τα γράφω όλα αυτά, επειδή τον ΠΑΟΚ τον έζησα κυρίως ως στρατιώτης και με στρατιώτες είχα τα νταραβέρια μου τόσες δεκαετίες, ξέρω πως το μόνο που έχει να κάνει ο στρατιώτης είναι να βρίσκεται στην κερκίδα όποτε του το επιτρέπουν, να λιώνει το λαρύγγι και το μυαλό του, να επιλέγει τον ΠΑΟΚ πρώτα και πάνω απ’ όλα.
Τα πιτσιρίκια στο αστικό αυτό μου έδωσαν να καταλάβω πως κάνουν.
Για μένα, είναι πραγματικοί στρατιώτες. Περιποιημένοι, τρέντι, ποζεράδες, αλλά είμαι σίγουρος πως στην πρώτη μάχη που θα χρειαστεί να βασιστώ πάνω τους δε θα με διαψεύσουν.
Γιατί έχουν το DNA από το πέταλο, σκέψου, πόσες φορές σε πούλησε Παοκτσής την ώρα της μάχης; Ποτέ. Κι αν δε βρουν μάχες να πολεμήσουν, δε φταίνε αυτοί.
Καλύτερα, ποιος κέρδισε ποτέ σε κάποιον πόλεμο, κανένας. Ούτε κι εμείς οι ίδιοι.