Και μετά από τόσα σούρτα-φέρτα, τελικός Κυπέλλου στην Τούμπα, λέει. Αυτά είναι. Ούτε Καραϊσκάκη να μας στριμώχνουν στη φάκα οι ταξιθέτες έξω από τον Ηλεκτρικό, ούτε ΟΑΚΑ να μη βλέπουμε τα τουριστικά αξιοθέατα της πρωτεύουσας, ούτε Νέα Φιλαδέλφεια που δε χωρούσε ούτε το μισό μας κόσμο. Τελικός Κυπέλλου ένα χιλιόμετρο περπάτημα, τι λες τώρα. Με αντίπαλο τον Άρη του Γιώργου Φοιρού, δηλαδή χωρίς αντίπαλο, έτσι το βλέπαμε, δεν υπήρχε περίπτωση να χαθεί τέτοιο ματς. Μια υπεροψία ο Λαός του ΠΑΟΚ πριν το παιχνίδι, Γολιάθ, πόσα θα φάτε, τσάμπα θα κατεβείτε στο γήπεδο και τα σχετικά. Και, ως γνωστόν, όταν κατεβαίνεις να παίξεις με υπεροψία και αέρα και τουπέ, κερδίζεις για πλάκα.
Εκεί, λοιπόν, που το ματς ήταν προγραμματισμένο ως μία απλή, σαββατιάτικη βόλτα, σκάει το τηλέφωνο από τον θείο στην Αθήνα.
“Θα ανέβουν με την εκδρομή οι μικροί, να τους έχεις από κοντά, μην κάνουν καμιά βλακεία, εσύ που είσαι μεγάλος”.
“Ρε θείο, τι να τους έχω από κοντά, αυτοί να με έχουν, εγώ να μην κάνω καμιά βλακεία”
“Eλα, άσε τις χαζομάρες, εσύ ξέρεις από αυτά, θα τους προσέχεις”.
“Άντε καλά”.
Μας φόρτωσε ο θείος τα πιτσιρίκια, κάτι κάγκουρες πρωτευουσιάνοι χειρότεροι από τους δικούς μας, γαϊδάροι από τους λίγους, γυρνούσαν στην Αθήνα με τις φανέλες του ΠΑΟΚ και φώναζαν συνθήματα στις γριές στις στάσεις του λεωφορείου, μια φορά που είχα κατεβεί μαζί τους. Επικίνδυνοι, ήθελαν προσοχή.
Γίνεται και λάθος στη συνεννόηση, μένουμε από εισιτήρια τελευταία στιγμή. Πώς να τους προσέχω τους μικρούς, άμα δεν πάω στο γήπεδο, υπήρχε αντικειμενική δυσκολία. Δουλεύαμε τότε με έναν δικό μου σε εταιρία που ήταν χορηγός του Κυπέλλου και είχαμε κάτι πλαστικές, υπαλληλικές ταυτότητες.
Του λέω «να πάρουμε ένα πλαστικό τραπέζι, να κρεμάσουμε τις ταυτότητες της εταιρείας στο λαιμό και στην είσοδο στα επίσημα να φωνάζουμε συγγνώμη, παιδιά, να περάσουμε, συγγνώμη, έλα, έχουμε και δουλειές και ετοιμασίες» και όποιος μας έβλεπε θα έκανε στην άκρη, σου λέει τα παιδιά δουλεύουν στον χορηγό, έχουνε πλαστικές ταυτότητες δηλαδή διαπιστεύσεις, κουβαλάνε και το τραπέζι, σίγουρα κάποιο σκοπό έχουν που το κάνουν αυτό, θα μας άφηναν να περάσουμε. Είμαι σίγουρος πως αν ζητούσαμε να σηκώσουμε και πρώτοι το Κύπελλο θα μας άφηναν, Ελλαδάρα ολέ, είσαι ό,τι δηλώσεις. Αλλά βαριόταν ο άλλος, δεν το κάναμε, έπρεπε να βρω εισιτήριο.
Από σαββατιάτικη βόλτα, ο τελικός έγινε ξαφνικά μεγάλο ζόρι. Ήρθαν και τα πιτσιρίκια το πρωί με τον Πανελλήνιο, σα να είχανε Πάρκινσον ήταν, δεν ησύχαζαν…
Παοκολέ και Παοκολέ και το Κύπελλο και ο Άρης και έτσι και αλλιώς, ρε σκάστε, εγώ τι φταίω να με ζαλίζετε που έρχεστε Τούμπα μία φορά το χρόνο, τόσες ώρες διαδρομή δε φωνάζατε, σ’ εμένα θα ξεσπάσετε πρωινιάτικα, τίποτα αυτοί: “αέ-αό, αέ-αό”, τους έβγαλα έξω για να μοιράζεται ο θόρυβος στην ατμόσφαιρα, δεν τους άντεχα άλλο στο σπίτι. Πάμε για πιτόγυρα, που το ‘χανε τάμα, λέει ο ένας «εγώ τρία σουβλάκια το ένα με λουκάνικο» και τέτοια χαριτωμένα, ο άλλος «θα μας φτάσουν τα τρία ή να πάρουμε τέσσερα», πάω πρώτος εγώ, παραγγέλνω ένα, μου το δίνει ο μάστορας, παθαίνουν το πολιτισμικό σοκ που με τις χερούκλες εγώ δεν μπορούσα να το καταφέρω το ένα κι έπεφταν στο πάτωμα οι σάλτσες σε κάθε δαγκωνιά σα να είχα ματώσει. «Λοιπόν, δε θα παραγγείλετε 3-4 τέτοια», τους ρώτησα, κάπου εκεί συμμαζεύτηκαν, πήραν από ένα «σουβλάκι με μπιφτέκι» ή κάπως έτσι, τους κοιτούσε ο μάστορας έτοιμος να τους πετάξει την αλατορίγανη στο κεφάλι, φάγαμε, σκάσαμε, έτοιμοι να ανηφορίσουμε για το γήπεδο.
Εγώ έπρεπε να πάω πρώτα αλλού, δεν είχα ακόμα εισιτήριο. Αυτοί καίγονταν να μπούνε αμέσως, να κάνουνε το χαβά τους, να γίνει απόσβεση στο ταξίδι, όσο πιο νωρίς τόσο πιο καλά. «Πήγαινε, εσύ, εκεί όπου πρέπει να πας κι εμείς θα ανεβούμε μόνοι μας μέχρι το γήπεδο, μια ευθεία δεν είναι»; Ναι, μια ευθεία είναι, αλλά έτσι από ‘δώ όπως ανεβαίνετε ευθεία, θα συναντήσετε την πορεία του Άρη. «Ε, ντάξει, πόσοι να είναι δηλαδή». Α, ρε θείο, πού να ‘ξερες τι παλικάρια μου έστειλες στον τελικό, μια μέρα θα σου τα διηγηθώ που όλα σου τα ‘κρυψα τότε. Τι να κάνω, αναγκάστηκα να τους πάω μέχρι το γήπεδο, όχι τίποτε άλλο, αλλά επειδή οι δυο τους θα έδερναν όλες τις χιλιάδες οπαδούς του Άρη και δε θα είχε ενδιαφέρον ο τελικός δίχως αντιπάλους που θα τους είχανε στείλει όλους στο νοσοκομείο. Φτάνουμε στο γήπεδο νωρίς, αραχτοί όλοι έξω από την 4, εγώ πάω από ‘δώ, εσείς μπείτε.
«Ναι, αλλά έχει ζέστη». Ε, άμα έχει ζέστη, βγάλτε τις ζακέτες, εγώ τι να κάνω. «Ναι, αλλά έχεις μαζί σου την τσάντα». Ναι, έχω μαζί μου μια τσάντα, αλλά είναι η δική μου τσάντα και εξυπηρετεί κάποιο συγκεκριμένο σκοπό, δεν την έχω για να καβατζώσετε τις ζακέτες σας. «Ναι, αλλά πρέπει να τις πάρεις, να μην τις χάσουμε». Και ήρθε στο μυαλό μου ο θείος, άμα χάνανε τις ζακέτες τους τι θα άκουγα, τόσα λεφτά έδωσα, πού το είχες το μυαλό σου, γυμνοί γύρισαν από τον τελικό, άρρωστα τα παιδιά που τους χτύπησε ο αέρας στο πούλμαν, τι να κάνω, πήρα τις ζακέτες και τις έβαλα στην τσάντα. Και γυρνούσα έξω από το γήπεδο δίχως εισιτήριο και με μια τσάντα με διάφορα αντικείμενα και με ζακέτες Αθηναίων Παοκτσήδων ανήλικων κάγκουρων τρελαμένων που είχανε πλέον μπει μέσα.
Πριν καν αρχίσω το ψάξιμο στις γνωστές γωνίες, έξω από την Αγία Βαρβάρα είναι ένας τύπος που μιλάει στο κινητό. «Ρε με πουλάς τώρα, τι θα το κάνω το εισιτήριο, πού να το δώσω». Με τη μία. Του κάνω νοήματα, κλείσε, εγώ, εγώ θα το πάρω, κλείνει το κινητό, πόσο το δίνεις, τι πόσο το δίνω, ρε φιλαράκι, όσο κάνει, δεν είμαι μαυραγορίτης. Αυτό ήταν, τόσο απλό, ούτε ιστορίες να διηγηθώ πώς βρήκα το εισιτήριο και πώς πάλεψα σα λιοντάρι ανάμεσα σε άλλους Παοκτσήδες και πόσα έδωσα, τίποτα, έτσι, περπατούσα και ένας δικός μας έλεγε πως του έμεινε ένα εισιτήριο.
Μεγάλη η χαρά μου που το βρήκα τόσο εύκολα, παίρνω τηλέφωνο τους μικρούς μέσα στο γήπεδο «έλα, βρήκα εισιτήριο, έρχομαι μέσα, Παοκάρα ρεεε, Κύπελλο ρεεε, όταν θα πάω στον τρελογιατρό» και τέτοια ωραία. Ξεχνάω πως πρέπει να πάω την τσάντα με τα πράματα που με περίμενε κάποια ψυχή, περπατάω για το γήπεδο. Τη Δευτέρα θα μάθαινα πως κατά λάθος δεν είχα πάρει αυτούς αλλά έναν δικό μου, αυτόν με το τραπεζάκι που αρνήθηκε να συνεργαστούμε, δεν είχε έρθει στο γήπεδο αλλά πίστευε πως κι εγώ δε θα πήγαινα, έτσι του είχα πει . Όπως την είχε πέσει με τις πίτσες να δει τον τελικό στην τηλεόραση, χτύπησε το τηλέφωνό του και πριν προλάβει να πει τίποτα άκουσε εμένα να τραγουδάω και πολλή χαρά, ρε παιδί μου, μπαίνω στο γήπεδο και τα λοιπά. Έντεκα χρόνια μου κρατάει μούτρα αυτός.
Κάνω να πάω προς το γήπεδο, πέφτουν τα δακρυγόνα. Άιντε, τροχάδην ανεβαίνω από τη Λαμπράκη και όσο πάει, μέχρι να σταματήσει το κλάμα που έχω και ευαίσθητα μάτια, έφτασα σε μια πυλωτή. Έκατσα εκεί κάνα τέταρτο, έκανα κάνα-δυο τσιγάρα, κάτι που περιέργως δε βοήθησε την κατάσταση, καθάρισε μετά η ατμόσφαιρα, ξανακατέβηκα προς την Κάτω Τούμπα, γιατί είχα φτάσει στην Άνω. Πίσω από το εκδοτήριο, βρίσκω ημιλιπόθυμο έναν άλλο δικό μου, τι έπαθες ρε, άσε, τι να πάθω, πήγα να μπω με πλαστό και τις έφαγα. Από ποιον τις έφαγες, ρε παιδί μου, από την αστυνομία; Ναι, με σαπίσανε. Και γιατί σε σαπίσανε, τι λες τώρα, εδώ δε φάγαμε ξύλο στην Αθήνα και στον Πειραιά, θα φάμε στην Τούμπα; Ε, ναι, κοίτα, μου είπανε πως είναι πλαστό κι εγώ επέμενα να μπω. Πώς επέμενες, δηλαδή. Ε, επέμενα, επέμενα πάρα πολύ, τι να σου λέω τώρα, είχα μια επιμονή πολύ μεγάλη και ήρθαν και με έβγαλαν σηκωτό. Και τώρα, τι κάνεις; Τώρα, πρέπει να βρω άλλο εισιτήριο.
Αλλά δεν ήταν τόσο τυχερός ο πλαστογράφος φίλος μου, φάγαμε πόση ώρα, τελικά βρέθηκε ο επιδειξίας με την καμπαρντίνα καλοκαιριάτικα, που άνοιγε έτσι με μια κίνηση το πανωφόρι και από μέσα είχε τα εισιτήρια. Διπλή τιμή. Το πήρε, τι να κάνει. Το σήκωνε και στον ήλιο, δήθεν να καταλάβει από το λαμπίρισμα αν ήταν γνήσιο, το κοίταξε, το ξανακοίταξε, ντάξει, πάω κι ο Θεός βοηθός. Άρχισαν να με πιάνουν τα διαόλια κι εμένα, βρε λες να είναι και το δικό μου πλαστό, το έβγαλα στον ήλιο, έπαιζα με τα χρώματα πάνω στο σήμα της ΕΠΟ, βασικά δεν ήξερα καν τι έπρεπε να βλέπω για να είναι γνήσιο το εισιτήριο –παρ’ όλα αυτά, το έστριβα στο φως από τη Λαμπράκη μέχρι τη Θύρα 4. Εκεί θυμάμαι πως έχω και την τσάντα και έχω ξεχάσει πως κάποια περιμένει να της την πάω, η οποία τσάντα δεν έπαιζε να περάσει από έλεγχο επειδή είχα μέσα κάποια είδη προικός καμία σχέση με τον αθλητισμό, πήγα μέχρι το εκδοτήριο και την πέταξα από πάνω. Κι εδώ συνέβη κάτι μαγικό: Αν και με είδαν τουλάχιστον 100 άτομα να την πετάω, στο γυρισμό η τσάντα ήταν ακόμα εκεί. Ζήσε το μύθο σου στην Τούμπα.
Πλησιάζουμε προς την είσοδο, αγχωμένοι και οι δύο μην έχουμε πλαστό εισιτήριο και φάμε καμιά κλωτσιά και μείνουμε απ’ έξω και χάσουμε το ματς, τσάμπα το άγχος. Είχανε ήδη σπάσει τις πόρτες, ο κόσμος μπαινόβγαινε στο χαλαρό τύπου ανοιχτή συναυλία για τη διάσωση της καφέ αρκούδας στην Πίνδο, μύριζε δακρυγόνο, μύριζε πυρσούς, είχαμε φτάσει μετά το τέλος της μάχης, που σίγουρα κάποια μάχη είχε προηγηθεί αλλά εγώ ήμουν σε μια πυλωτή τρία χιλιόμετρα μακριά και ο άλλος λιπόθυμος στα χορτάρια εκείνη την ώρα. Η αστυνομία είχε αράξει πιο πέρα, έμπαινε και έβγαινε όποιος ήθελε, τι εισιτήρια και ταινίες γνησιότητας, κάναμε έτσι δυο βήματα και μπήκαμε στο γήπεδο.
Σε ένα παράλληλο σύμπαν, ο διοικητής μιας διμοιρίας είχε πάρει τηλέφωνο τον πατέρα μου και του είχε πει «τον βλέπω, τον γιο σου, εδώ στα είκοσι μέτρα τον έχω, κουβαλάει μια τσάντα στον ώμο, χα χα χα, τι να έχει μέσα, δεν πιστεύω να έχει τίποτε μολότοφ, χα χα χα, ναι, ρε, ξέρω, δεν είναι τέτοιος ο γιος σου, πλάκα σε κάνω». Η απομαγνητοφώνηση της συνομιλίας μου δόθηκε από τον πατέρα μου, αργότερα εκείνο το βράδυ. Τραγική ειρωνεία ήταν που ο συγκεκριμένος διοικητής ήταν αυτός που πήρε φωτιά το μπατζάκι του από μία μολότοφ ή κάτι παρόμοιο που του πετάξανε κάτι δικοί μας πριν το παιχνίδι, οπότε την πλήρωσα εγώ το καλοκαίρι που με τσάκωσε στο μαγαζί του πατέρα μου, «εσύ την κουβάλησες μέσα τη μολότοφ, ρε μπαγλαμά» κι εγώ έκανα το λάθος να του απαντήσω «ναι, είχα πέντε-έξι». Έφαγα μια φάπα, αλλά Θεός σχωρέσ’ τον, πέθανε ο τύπος λίγα χρόνια μετά. Η τσάντα, για να μην πλανιέται στην ατμόσφαιρα κάποια αμφιβολία, είχε πιτζάμες και εσώρουχα και κάλτσες, δυο αλλαξιές, μία αντρική και μια γυναικεία, οδοντόβουρτσες, βούρτσες, μέικ-απ και γενικώς ό,τι χρειάζεται ένας άντρας και μία γυναίκα για να περάσουν ένα γουικέντ στο Ρετζίκι, που για εκεί ξεκινήσαμε το μεσημέρι κι αλλού καταλήξαμε –έμεινε μόνη της η δικιά μου στο Ρετζίκι να περιμένει την τσάντα που θα της πήγαινα από νωρίς αλλά ξέχασα.
Μπαίνω στο γήπεδο, ησυχία. Βρίσκω τα πιτσιρίκια, τι έγινε, μου τα διηγούνται όλα που είχανε γίνει, τα ντου, τα δακρυγόνα, τις μάχες στην είσοδο, τις φωτιές, μετά από όλο αυτό το πανηγύρι έκανε διάλειμμα ο Λαός στην κερκίδα και ετοιμαζόταν για το παιχνίδι, το οποίο θα συνόδευε από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό με το σύνθημα της βαριεστημάρας σήκωσέ το, δεν μπορώ να περιμένω, που περιμέναμε τόσες ώρες για ένα Κύπελλο που δε χανόταν, τι παίζουμε τσάμπα, άιντε, τελειώνετε να σηκωθεί η κούπα να πάμε στα σπίτια μας.
Και οι απέναντι είχαν αράξει, κάνανε παύση κι αυτοί για να πάρουν δυνάμεις. Κάτι πουλάκια ακούγονταν, κάτι παιδικά γέλια από τις γύρω πολυκατοικίες, η ηρεμία πριν από τη μεγάλη μάχη. Εκείνη τη στιγμή χτυπάει το κινητό. Ο θείος. Έλα, θείο, τι έγινε, «πες μου, πες μου, είστε καλά, είναι μαζί σου τα παιδιά, μίλα μου, μίλα μου»! Πώς είπατε; «Είναι δίπλα σου ο Σωτήρης και ο Αργύρης, έχετε κρυφτεί κάπου να μη σας συλλάβουν, να μη φάτε το ξύλο, να μην καείτε ζωντανοί, λέγε, θα τρελαθώ»! Έλα, μ’ ακούτε, Αθήνα, με λαμβάνεις; «Μίλα, σου λέω! Πού είστε! Είστε καλά, είστε ζωντανοί»;
Ρε θείο, πλάκα με κάνεις, αραγμένοι μέσα στο γήπεδο είμαστε, μια χαρά την έχουμε πέσει, τι ξύλο και τι φωτιές με λες τώρα, ηρέμησε. «Μα τι να ηρεμήσω, ορίστε, τα δείχνει ο ΣΚΑΪ, ζωντανά πλάνα από Τούμπα γράφει η τηλεόραση, ξύλο, ματ, δακρυγόνα, συλλήψεις, επεισόδια»… Θείο, τώρα οι δυο μας είμαστε σε ζωντανή σύνδεση μέσα στην Τούμπα, δίπλα μου είναι τα παιδιά και αυτήν τη στιγμή δεν κουνιέται φύλλο. Πιο ήρεμα ούτε με την Προοδευτική δεν είναι η Τούμπα. «Δε σε πιστεύω, μα το γράφει ο ΣΚΑΪ, ζωντανή σύνδεση, τώρα γίνονται αυτά που δείχνει». Μάλιστα, τι του λες τώρα. Δεν είχε εφευρεθεί ακόμα και η βιντεοκλήση, να ηρεμήσει ο άνθρωπος. Λοιπόν, θείο, είμαστε μέσα στο γήπεδο, Θύρα 4, όλα είναι ήρεμα κι άμα δε με πιστεύεις, άκου αυτό. Κι αρχίζω ένα σύνθημα μόνος μου, δε θυμάμαι ποιο είπα, ακολουθούν μερικοί, βαρεμένοι, έτσι στο χαλαρό, ακούει ο θείος. Τι δείχνει τώρα η τηλεόραση; «Ξύλο και φωτιές».
Μετά έβαλε το γκολ ο Γεωργιάδης, οι άλλοι είχαν ένα δοκάρι, από το ματς δυο φάσεις θυμάμαι, οπότε έγραψα όλα τα υπόλοιπα. Α, την άλλη μέρα πετάξανε φέιγ-βολάν σε όλη την πόλη, «δώστε στον Άρη και δεύτερο δοκάρι». Τι άλλο, τι άλλο. Μπα, αυτά θυμάμαι από τον τελικό της Τούμπας, ένα γκολ, ένα δοκάρι, ένα σύνθημα, μία πόλη, μία ομάδα, μία τσάντα πάνω από το εκδοτήριο που δεν την έκλεψε κανένας επί 3-4 ώρες.
Δε ρώταγες καλύτερα για τον τελικό του 2001, ρε παιδί μου, που το θυμάμαι όλο το παιχνίδι απ’ έξω;