Σκυμμένος πάνω απ το γραφείο του, δούλευε ασταμάτητα. Mε το κινητό στο χέρι του πόσταρε επίσης ασταμάτητα. Σχολίαζε, γκρίνιαζε, φώναζε. Στα γκρουπ του ΠΑΟΚ στο facebook έγραφε ανά δέκα λεπτά την γνώμη του για το ποιος φταίει που δεν έγιναν μεταγραφές. Το δωμάτιο ήταν κρύο. Το πετρέλαιο δεν έχει μοιραστεί ακόμα. Άλλωστε και πάλι δεν θα άναβε συνέχεια την σόμπα. Δύσκολοι οι καιροί. Δεν είχε πάρει και διαρκείας στο ποδόσφαιρο. Όχι ότι δεν μπορούσε να πάει στο μπάσκετ που ήταν πιο φτηνά. Όχι, όχι μπορούσε! Αλλά να, είχε ξεχάσει ποιος πραγματικά ήταν. Κρύα η καρδιά του όπως η κλειστή σόμπα στο παγωμένο δωμάτιο του.
Στο διπλανό δωμάτιο έμενε ο ανιψιός του. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε κι ένας χαμογελαστός άντρας μπήκε στο γραφείο.
«Θείε, Πάμε στο μπάσκετ! Αν νικήσουμε πάμε ημιτελικά».
«Ποιο μπάσκετ; Πλάκα με κάνεις; Εδώ δεν θα γίνει η έκτη αγωνιστική ψήφισαν όλοι να γίνει η έβδομη και την έκτη την…. πήδηξαν! Κανονικά όμως», γκρίνιαξε…
«Θείε μου, μη μουτρώνεις. Είπα μήπως, αλλά εντάξει όπως θέλεις…», είπε ο ανιψιός του.
Αρνήθηκε την πρόσκληση. Το μπάσκετ το θεωρούσε χάσιμο χρόνου. Λίγα λεπτά αργότερα χτύπησαν την πόρτα. Παρουσιάστηκαν δυο κύριοι.
“Δίνουμε τσάμπα εισιτήρια για το μπάσκετ. Θέλετε ένα;”
“Σιγά να μην πάω ως την Πυλαία!”, τους είπε και έκλεισε την πόρτα.
Εκείνοι έφυγαν απογοητευμένοι, χωρίς να τον πιέσουν περισσότερο. Νύχτωσε. Ήρθε η ώρα να κοιμηθεί. Πήγε προς την πόρτα του δωματίου έβγαλε το κλειδί για να ξεκλειδώσει. Το πόμολο ξαφνικά ήταν σαν λουσμένο σ ένα απόκοσμο φως. Παραξενεμένος, έσκυψε να εξετάσει καλύτερα… και τότε αντίκρισε το πρόσωπο του Κλιφ Λέβινγκστον!! Την επόμενη στιγμή όμως ξανάγινε ένα κοινότατο πόμολο. Ταραγμένος μπήκε στο δωμάτιο, μαντάλωσε την πόρτα πίσω του και έπεσε για ύπνο.
Ξαφνικά και ενώ τον έπαιρνε ο ύπνος άκουσε έναν θόρυβο. Μέσα από την κλειστή πόρτα γλίστρησε μία παράξενη σκιά και, αιωρούμενη, ήρθε και στάθηκε στη μέση του δωματίου. Ήταν το φάντασμα του παλιού φίλου του, πού είχε πεθάνει πριν χρόνια. Δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του.
“Ποιος είσαι;” ψιθύρισε.
“Ποιος ήμουν!” τον διόρθωσε το φάντασμα. “Ήμουν ο φίλος σου. Δε με θυμάσαι;”.
Αυτός έτοιμος να λιποθυμήσει από το φόβο του, τον ρώτησε ικετευτικά: “Ναι, ναι φίλε μου, πες μου τι θέλεις;”.
«Θυμάσαι τις βραδιές μας στο Παλέ; Τις μάχες τις ευρωπαϊκές; Τις κόντρες μας με τους Αρειανούς; Τις πίκρες και τις χαρές; Ήρθα να σε προειδοποιήσω. Έχεις ακόμη μια ευκαιρία να… ξανα ζεσταθείς. Θα έρθουν τρία πνεύματα. Το πρώτο θα σε επισκεφθεί απόψε, στη μία μετά τα μεσάνυχτα. Αυτή είναι η τελευταία σου ελπίδα!»
Και με τα λόγια αυτά έφυγε για να συναντήσει τα υπόλοιπα φιλαράκια του που έκαναν πλέον “σαματά” στην κερκίδα του παραδείσου…
Ήταν ακόμη σκοτάδι όταν ξύπνησε. Νόμισε πώς το ρολόι είχε σταματήσει, θυμόταν ότι έπεσε να κοιμηθεί μετά τις δύο. Το ρολόι χτύπησε μία ακριβώς.
Αμέσως, μια λάμψη δυνατή πλημμύρισε την κρεβατοκάμαρα. Ανασηκώθηκε και τότε είδε εμπρός του μια περίεργη οπτασία. “Μη φοβάσαι” , του είπε η οπτασία. “Eίμαι το Πνεύμα του Παρελθόντος κι ήρθα να σε βοηθήσω”. Τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε στο παράθυρο.
Φοβήθηκε μήπως πέσει, αλλά τον ενθάρρυνε να πετάξει μαζί του πάνω από την όμορφη Θεσσαλονίκη. Στον Λευκό Πύργο έκαναν στάση. Χιλιάδες λαού στους δρόμους. Ασπρόμαυρο ποτάμι!
“Μα, εδώ ήμουν και εγώ”, μουρμούρισε κατάπληκτος.
“Έ, τότε, θα ξέρεις…”
“Φυσικά και ξέρω! Είχαμε πάρει το Κύπελλο στην Σαραγόσα και ξεχυθήκαμε τους δρόμους! Απίστευτο πάρτι! Είχα και δύο μικρά μαζί μου. Από εκείνη την ημέρα και εκείνη την νίκη δεν χάνουν αγώνα. Ο Κόρφας, ο Μπάνε, πω, πω! Ο Μπάρλοου…», απάντησε εκείνος.
«Κι όμως, δείχνεις σαν να έχεις ξεχάσει ακόμη και την ύπαρξη αυτού του τόπου», παρατήρησε αυστηρά το Πνεύμα.
Ύστερα βάδισαν πάνω στο χιονισμένο δρόμο συναντώντας φυσιογνωμίες γνωστές. Το Γιώργο, τον Νίκο, τον Κώστα, πιο γνωστούς και πιο άγνωστους που μαζί στις κερκίδες πέρασαν ωραία όμορφα χρόνια στο Παλέ και στα κλειστά όλης της χώρας. Τους θυμόταν όλους. Τους φώναξε έναν έναν με τα ονόματά τους. Αλλά κανείς δεν του απάντησε! “Είναι μόνο σκιές”, του εξήγησε το Πνεύμα, “δεν μας βλέπουν”. Χάρηκε πολύ πού ξαναείδε φίλους και γνωστούς από τα νιάτα του. Και τούτη η χαρά ήταν πρωτόγνωρη γι αυτόν.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την σκέψη του και το Πνεύμα τον τράβηξε με δύναμη. Μία λάμψη δυνατή ένας θόρυβος και με μιας βρέθηκαν αλλού!
“Περάσαμε χρόνια και τόπο”, του είπε το Πνεύμα και του έδωσε μία εφημερίδα γραμμένη στα ξένα.
Αρχικά δεν κατάλαβε τίποτα! Είδε ημερομηνία στο χαρτί: Τετάρτη 16 Μαρτίου 1994!
“Την θυμάμαι εκείνη την ημέρα! Ήμουν στην Ιταλία!”.
“Tότε ξέρεις που είμαστε”, του είπε το Πνεύμα.
Κοίταξε κάτω την ταμπέλα του κλειστού που έγραφε: “Παλατσέτο Ντι Κιάρμπολα”!
“Μα φυσικά! Μέσα εκεί είμαι και εγώ! Ο Μαρκόπουλος τους έσβησε όλους! Ο μαέστρος στο πάγκο και τα παιδιά τους μας έκαναν περήφανους εκείνη την ημέρα! Πήραμε το Κόρατς”.
“O Mαρκόπουλος όμως είναι ακόμα εδώ μαζί μας”, του είπε το Πνεύμα και ξαφνικά όλα χάθηκαν!
Όταν ξύπνησε ξανά το ρολόι χτυπούσε μία. Μια κατακόκκινη λάμψη ερχόταν απ τη σάλα. Σηκώθηκε, φόρεσε τη ρόμπα του και πήγε να δει τι συμβαίνει. Το δωμάτιο είχε μεταμορφωθεί! Από το πάτωμα ως το ταβάνι ήταν στολισμένο με χρυσάφι! “Είμαι το Πνεύμα του Παρόντος, του φώναξε μία φωνή. Παρατήρησε το Πνεύμα. Ήταν ντυμένο μ ένα μακρύ λευκό χιτώνα. Πολύ φτωχό αλλά όμορφo.
“Πήγαινε με όπου θέλεις”, ξερόβηξε. “Πήρα ήδη μερικά μαθήματα απ το συνάδελφό σου. Είμαι έτοιμος να παρακολουθήσω και τα δικά σου”».
“Τότε πιάσου από τον ποδόγυρο του χιτώνα μου”, απάντησε.
Βρέθηκαν έξω από το “Παλατάκι”. Κόλλησαν τα πρόσωπα τους στο τζάμι. Από εκεί έβλεπαν ένα γραφείο. Δεν μπορούσε να δει καλά τον άντρα που καθόταν. Ψηλός, με μακρύ μαλλί… Έδειχνε προβληματισμένος. Σκυθρωπός. Μιλούσε συνέχεια στα τηλέφωνα. Αγωνιούσε για την ύπαρξη της κοινής του αγάπης. Ήταν πολύ μόνος. “Μα ποιος είναι. Κάτι μου θυμίζει αλλά…”
“Κοίταξε καλύτερα του απάντησε το Πνεύμα”, και κοίταξαν ξανά από το παράθυρο. Ξαφνικά ο άντρας στα γραφεία γύρισε προς το τζάμι και τους κοίταξε τα μάτια του δεν ήταν ανθρώπινα, είχε βλέμμα τίγρη!΅
“Δεν είναι δυνατόν! Ο τίγρης του ΠΑΟΚ! Μα τι κάνει εδώ; Γιατί είναι μόνος; Που είναι όσοι τον λάτρεψαν; Όσους έκανε τόσο ευτυχισμένους κάθε φορά που έδινε το… αίμα του στα παρκέ;΅
“Aυτό το ξέρεις εσύ καλύτερα απ΄ όλους”, του είπε το Πνεύμα του Παρόντος και εξαφανίστηκε και αυτό!
Mακριά, ένα ρολόι σήμανε μεσάνυχτα. Σε λίγο, ένα άλλο φάντασμα, τυλιγμένο στην ομίχλη, προχώρησε αργά προς το μέρος του. Παρατήρησε ότι το Πνεύμα αυτό φορούσε μία τεράστια μαύρη κάπα και μία κουκούλα πού του έκρυβε εντελώς το πρόσωπο. Παραλίγο να λιποθυμήσει από τον τρόμο του.
“Θα πρέπει να είσαι το Πνεύμα του Μέλλοντος”, ψιθύρισε. “Τι μου επιφυλάσσει το μέλλον; Ίσως ν΄ αλλάξω. Είμαι έτοιμος να σε ακολουθήσω”.
Παρά τα γενναία του λόγια, φοβόταν τόσο πολύ αυτό το φάντασμα, ώστε τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν. Δεν μπορούσε να κάνει βήμα. Το Πνεύμα παρέμεινε ακίνητο περιμένοντας τον υπομονετικά μέχρι να συνέλθει. Έπειτα κινήθηκε αθόρυβα. Και το ακολούθησε σαν να τον τύλιξε η κάπα του Πνεύματος, πού τον παρέσυρε στο άγνωστο.
Ξαφνικά βλέπει στην μέση του πουθενά τον ανIψιό του! Χαρούμενος με δύο εισιτήρια του τελικού Κυπέλλου στο χέρι! “Φερε μας το Κύπελλοοοο στο Πύργο το Λευκό”,τραγουδούσε!
“Δεν καταλαβαίνω! Τελικό πήγαμε πέρσι στο ΟΑΚΑ. Εσύ υποτίθεται ότι με πήγες στο μέλλον είπε”. “Κοίταξε καλύτερα του απάντησε το Πνεύμα”.
Προσπάθησε να καταλάβει, πλησίασε περισσότερο τον ανIψιό του. Δεν τον έβλεπε ενώ ήταν δίπλα του. Βλέπει έναν άλλον άγνωστο να πλησιάζει τον ανιψιό του.
“Σε ευχαριστώ πολύ που μου βρήκες εισιτήριο. Δεν έβρισκα πουθενά! Πως και δεν το έδωσες στον θείο σου. Μου χεις πει τόσα πολλά για αυτόν. Αγαπούσε κάποτε τον ΠΑΟΚ αρρωστημένα. Μου χες πει τις ιστορίες για το ΣΕΦ, για το κλάμα που ρίχνατε μαζί στην Ναντ”.
“O θείος μου δεν θα θέλει να έρθει σίγουρα. Κουράστηκα να τον παρακαλάω και αυτή την φορά δεν του είπα τίποτα αφού ξέρω την απάντηση του. Εχει ξεχάσει. Δεν είναι πια αυτός που ήταν!”, απάντησε ο ανιψιός του και έφυγαν μαζί!
“Οχι μη! Θέλω να έρθω. Θέλω να έρθω!”, φώναξε δυνατά και άρχισε να τραβάει το Πνεύμα: “Μίλα του πες του ότι θέλω να έρθω στον τελικό!”
To Πνεύμα τον κοίταξε στα μάτια και του είπε: “Τότε κάνε κάτι για αυτό!”.
Πάνω στην αγωνία αγκάλιασε το Πνεύμα από τη μέση. Αλλά η κάπα ήταν άδεια το Πνεύμα έγινε ατμός- και αγκάλιαζε στην πραγματικότητα το κάγκελο του κρεβατιού του! Ναι, του δικού του κρεβατιού! Βρισκόταν πάλι στην κρεβατοκάμαρά του. Ανακουφισμένος από την αγωνία, κλαίγοντας και γελώντας, έτρεξε να αγγίξει τις κουρτίνες. Ήταν εκεί, στη συνηθισμένη τους θέση. Βάλθηκε να χοροπηδά σ όλο το σπίτι γεμάτος ευτυχία. Όλα ήταν στη θέση τους! Τίποτα δεν είχε αλλάξει! Και τη μεγάλη του χαρά διέκοψαν μόνο οι ήχοι από το κινητό του!
Ήταν τα twitts της KAE ΠΑΟΚ που καλούσαν τον κόσμο να βρεθεί στο γήπεδο για το ματς με το Ρέθυμνο. Κάλεσε τον ανιψιό του: “Πήγαινε και πάρε μου δέκα εισιτήρια για το ματς με το Ρέθυμνο”.
“Μα θείε είναι για το πρωτάθλημα και δεν…”,
“Ναι, το ξέρω! Πάρε δέκα να δώσω και σε κάτι παλιούς φίλους!”.
“Θα έρθεις δηλαδή;
“Είμαι ήδη στον δρόμο” του φώναξε και βγάζοντας από το ντουλάπι την ασπρόμαυρη φανέλα με την Bravo διαφήμιση μπροστά έφυγε για το γήπεδο…”
Την συνέχεια την ξέρετε: Εζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα…