Από τα 14 μου τραβιέμαι στα γήπεδα με τον ΠΑΟΚ αλλά την τύχη μου δεν την προκάλεσα ποτέ. Ή σχεδόν ποτέ, τα νεανικά μυαλά έχουνε αρκετό αέρα, καμιά φορά κάνεις ανοησίες. Όχι μεγάλες, όμως, το κεφάλι μου δεν το έβαλα από μόνος στην γκιλοτίνα, κινδύνεψα μόνο από την «κακιά ώρα», αυτή την καταραμένη Mala Hora που μας πήρε τα αδέρφια που μνημονεύουμε αυτές τις μέρες πιο έντονα, λόγω της επετείου.
Γυμνασιόπαιδο ακόμα, πήγαινα στον ΠΑΟΚ στα «ρεπό» μου. Το πρωί σχολείο, το απόγευμα δουλειά, τις Κυριακές τίποτα. Οι Κυριακές ήτανε για τον ΠΑΟΚ, όπου μπορούσα να τον πετύχω, αρκεί να γυρνούσα το αργότερο Δευτέρα πρωί στις οκτώ και τέταρτο στην προσευχή του σχολείου –άλλους περιορισμούς δεν είχα, μέχρι να έρθω Θεσσαλονίκη στα 19 μου. Γι’ αυτό τα Κύπελλα ήτανε ζόρι, ήθελε τσαχπινιές, κοπάνες από το σχολείο και από τη δουλειά, γκρίνιες και παρακάλια. Αλλά την έβρισκα την άκρη, ήταν μεγάλος μαγνήτης η κερκίδα εκείνα τα χρόνια, ένιωθες πως σου βάζανε απουσία αν έλειπες.
Αυτά τα δόντια του Χάρου πόσο με είχανε βάλει στο μάτι. Αλλά όλο τους ξεγλιστρούσα, όλο κάτι γινόταν και πέρναγα ξυστά, πάντα γυρνούσα όπως έφευγα, ποτέ μου λειψός. Λιποθύμησα σε τροχάδην προς την αποβάθρα, πηγαίνοντας Καραϊσκάκη, θα μπορούσαν να με πατήσουν μέχρι και οι δικοί μου ή να με λιώσουν έτσι πεσμένο οι άρχοντες της τάξεως από πίσω –με σήκωσε ένας Άγιος άνθρωπος, ποτέ δεν έμαθα ποιος ήταν, ούτε αυτός μου συστήθηκε, ξύπνησα ανάσκελα μέσα στο βαγόνι να κοιτάζω είκοσι άτομα που με εξετάζανε με τα μάτια, ντάξει, συνήρθε ρε το παλικάρι, Παοκολέ, Ολέ, Ολέ. Πιάστηκε το πόδι μου στα κάγκελα όπως πανηγυρίζαμε στην Ξάνθη, έτοιμος ήμουν να πέσω μπροστά και να έρθω ανάποδα με το κούτελο στα σίδερα –κάποιο χέρι από το πουθενά με τσάκωσε από το φλάι και με έφερε στα ίσα. Κι ο Μάκης, με το μυαλό του απόλυτου στρατηγού, με μια φάπα με έσωσε από πόσους μπελάδες. Ιστορίες, να έχεις να λες και να σε πιάνει το στομάχι πώς γλίτωσες και πώς είσαι ακόμα εδώ, πίσω από ένα πληκτρολόγιο και να τις θυμάσαι.
Κάναμε και χαζομάρες. Ανοησίες, δεν καταλαβαίναμε τι συνέπειες μπορεί να είχε μια πράξη μας. Σηκώσαμε το χέρι για χάι-φάιβ στον αστυνομικό δίπλα μας μόλις βάλαμε γκολ, δύο άτομα, για χαβά, μέσα στην Αθήνα, για να του σπάσουμε τον τσαμπουκά, έσφιξε το μπαστούνι αυτός, έμεινε να μας κοιτάει. Ξεκόλλα, ρε άνθρωπε, δεν τρώμε ανθρώπους, χαλάρωσε. Τρέχαμε για ντου κάτω από την τσιμεντοβροχή, έσκαγε μια πέτρα στο ένα μέτρο, μια πέτρα δίπλα στο πόδι σου, συνέχιζες, λες και θα κατάφερνες κάτι, να τους τρομάξεις, να τους διώξεις από το βλέμμα σου, σ’ ενοχλούσαν αισθητικά, άραγε, έτρεχες με άδεια χέρια κόντρα στους φορτωμένους πολεμοφόδια και μετά γελούσες στο πούλμαν, τους τρέξαμε, ρε, είμαστε μεγάλα αλάνια, μπράβο μας. Στην πίσω θέση, καθόταν κάποιος που δε γελούσε, σχεδόν του είχε ξεριζωθεί το αυτί από μία που βρήκε το στόχο, καμάρωνε και αυτός, ήταν μεγάλη περηφάνια η πληγή για τον ΠΑΟΚ. Τι να με πεις εμένα ρε για τον ΠΑΟΚ, δες εδώ το σημάδι. Έχω κι εγώ ένα ωραίο σημάδι στην πλάτη, κάποτε το ‘δειχνα κιόλας, καμάρωνα, τόσο αέρα κουβαλούσα σ’ εκείνο το μυαλουδάκι.
Ξεκινούσες απλώς για να δεις έναν αγώνα ποδοσφαίρου. Δεν ήσουν αλήτης, δεν ήσουν πρεζάκι, δεν ήσουν καθόλου μα καθόλου μπερδεμένος από τη στιγμή που έβαζε μπροστά ο οδηγός μέχρι να επιστρέψεις. Ήξερες πού πας και γιατί το κάνεις. Ήσουν καλός μαθητής, άριστος, ήσουν δουλευταράς, ήσουν ο κουβαλητής του σπιτιού σου από τα 14, είχες φίλους σε κάθε γωνιά, είχες κορίτσι, είχες τα πάντα, είχες και το μεγάλο σου κόλλημα με τον ΠΑΟΚ –εκεί πήγαινες, εκεί ήθελες να βρεθείς, σε μια κερκίδα ασπρόμαυρη να χάσεις το μυαλό σου και να το ξαναβρείς την επόμενη μέρα. Αλλά και πάλι δεν μπορούσες να αφεθείς, κάποιοι έπρεπε να έχουν το νου τους, έτσι το ένιωθα, πάντα έτρεχα πίσω απ’ αυτούς που έπεφταν να τους σηκώσω, δεν τα κατάφερνα να αφήσω το μυαλό μου να χυθεί πάνω στο κάγκελο, πάντα φορτωμένος με τα λάθη των άλλων.
Κι όμως, έφτανες στην Αθήνα γεμάτος χαρά, γεμάτος ανυπομονησία για να φωνάξεις, να χορέψεις και να χοροπηδήξεις στο τσιμέντο την αγάπη σου και μόνο αυτή την αγάπη σου την ατελείωτη και την παράξενη και τη μοναδική και σου έπεφτε στο κεφάλι το αστροπελέκι μόλις πατούσες το πόδι σου. Βούλγαρε, αλήτη, πρεζάκι, Σκοπιανέ, πεταμένε, η μάνα σου ρε, οι μάνες σας ρε, θα πεθάνετε ρε, θα σας λιώσουμε ρε, θα σας σκοτώσουμε όλους σας σήμερα ρε, δε θα γυρίσει κανένας σας πίσω ρε. Εμένα είπες έτσι, κύριε αστυνόμε μου; Εγώ είμαι ο αλήτης και το πρεζάκι και θα με σκοτώσεις; Με ξέρεις εμένα; Την ξέρεις τη μάνα μου; Ξέρεις πόσες ώρες τη μέρα μου μένουν για να κοιμηθώ; Ξέρεις πόσες ώρες είμαι κάθε μέρα στο σχολείο και πόσες στη δουλειά και πότε προλαβαίνω να διαβάζω ενδιάμεσα για να βγάζω 19 και δίπλα στον Σκαρτάδο και στον Μαγκτνί στον τοίχο έχω αριστεία από κάθε τάξη; Εσύ είσαι ο αλήτης, εσύ είσαι το πρεζάκι, εσύ είσαι που έχασες την ψυχή σου κάπου σε μια στροφή και στέκεσαι εδώ να μου βρίζεις τη μάνα κουνώντας το μαγικό σου ραβδί –εγώ μια μέρα θα πάω μπροστά. Δίπλα στον ΠΑΟΚ, μαζί με τον ΠΑΟΚ, πίσω από τον ΠΑΟΚ, αλλά την ψυχή μου δε θα τη χάσω ποτέ, σαν εσένα. Εσένα, που χτυπάς ένα παιδάκι 15 χρονών στα πόδια επειδή βρέθηκε να χοροπηδάει μπροστά σου. Επειδή αγαπάει κι εσύ δεν το καταλαβαίνεις. Δεν έχεις καρδιά, μόνο ρόπαλο, όταν δεν μπορείς να αγαπήσεις μπορείς μόνο να βαράς στα τυφλά.
Πέφτανε πάνω τους κάποιοι, δεν άντεχαν. Δεν είναι και εύκολο. Κάποιος περνάει δύο χρόνια με το όπλο στο χέρι στα φυλάκια και ανεβοκατεβάζει πρωί και βράδυ την ελληνική σημαία -δεν ανέχεται να τον φωνάζουνε «Βούλγαρο». Κάποιος έχασε τη μάνα του που αγαπούσε –δεν ανέχεται να τη βρίζουν. Κάποιος είναι λεβέντης –δεν ανέχεται να τον φωνάζουν «αλήτη». Εγώ είχα μια περίεργη στάση απέναντί τους. Δεν αντιδρούσα. Δε φοβόμουν, αλλά δεν απάντησα ποτέ. Ένιωθα πως δεν άξιζε. Έπεσα πάνω σε έναν δικό μας μια φορά, που έβριζε από μέσα στο πλήθος και τις έτρωγαν οι μπροστά, αν με διαβάζει θα το θυμάται, στο ΣΕΦ, έξω από την πόρτα, φώναζε και φώναζε και έβριζε την αστυνομία κρυμμένος, έπεφταν οι ροπαλιές σε όσους ήταν κοντά τους, πλησίασα και τον βρήκα, θα με θυμάται. Δεν ήμουν παλικάρι εγώ, δεν μάλωνα με την αστυνομία σώμα με σώμα, κρατιόμουν. Τα είχα δει τα δόντια του Χάρου πολλές φορές, τ’ αναγνώριζα.
Έχασα το δρόμο στο μυαλό μου με τόσες φορές που με έσωσε κάτι από το πουθενά. Ή τυχερός είμαι ή ευλογημένος, δεν ξέρω. Αλλά δεν πιστεύω σε υπερφυσικά, οπότε μακαρίζω την τύχη μου. Και την εγκράτεια, να μη με αδικώ. Θέλει και μυαλό. Κάποτε μας σταμάτησε ένα περιπολικό και ρώτησε «ποιος είναι ο υπεύθυνος» κι ένας με έδειξε. Καθάρισε ο παλιός, μπήκε στη μέση, με έσωσε από τη βλακεία του άλλου. Δεν ξαναήρθε αυτός με την εκδρομή. Μου ‘ρχονται διάφορα, τώρα, από τα παλιά και από όχι και τόσο παλιά, αλλά στα πιο πολλά αυτό που σε σώνει από τη Mala Hora του ριζικού σου είναι το μυαλό και η τύχη. Το δεύτερο δεν μπορείς να το έχεις εγγυημένο, οπότε έχε το νου σου. Ποτέ μην αφήνεσαι, ποτέ μην πιστέψεις πως θα υπάρχει ένα χέρι να σε τραβήξει από τα δόντια κι εσύ να τρέχεις στα τυφλά, δεν έχεις ασπίδα και δεν είσαι αόρατος –η Κακιά Ώρα παραμονεύει μόλις κλείσεις τα μάτια από σιγουριά.
Όλα αυτά για να φτάσω ένα βράδυ κάπου στην Ασπροβάλτα, που βασανίζομαι να θυμηθώ μετά από ποιο ματς ήταν και δεν το ‘χω σίγουρο. Γεμάτο πούλμαν, υπερυψωμένο, δεν είχαμε πάει πολλές φορές εκδρομή με αυτό, ίσως με Παρί, ίσως με Μαλίν, ίσως με ΑΕΚ, δεν το θυμάμαι, πάντως είχε κόσμο και είχε και όρθιους στην επιστροφή, φιλαράκια που μαζέψαμε από το γήπεδο για να μη γυρίσουν με οτοστόπ. Εξήντα άτομα το λιγότερο, δέκα όρθιοι στο διάδρομο και οι υπόλοιποι τρελαμένοι –τώρα που το σκέφτομαι, θα ήταν μετά από κάποια νίκη, φωνάζαμε και στην επιστροφή.
Δεν είχα ξανανιώσει ούτε ξανάνιωσα στη ζωή μου τέτοιον αέρα. Έπεφταν δέντρα δίπλα στο δρόμο, ξερίζωνε τα πάντα ο άνεμος, τα αυτοκίνητα πήγαιναν σα βάρκες στην παλιά Εθνική προς Καβάλα. Ο οδηγός φοβήθηκε, ήμασταν υπερφορτωμένοι, χαλούσαμε και τον κόσμο με τα συνθήματα, του ‘φυγε το τιμόνι κάποια στιγμή, πατήσαμε χορτάρι στα δεξιά, το ξανάφερε μέσα στο δρόμο. «Όσοι μπορείτε, σηκωθείτε στο διάδρομο, παιδιά, δεν είναι πλάκα, το λεωφορείο δεν πατάει καλά». Ίδρωνε ο άνθρωπος, τον έβλεπα, καθόμουνα πίσω του, πρώτη θέση. Κανείς δεν του απάντησε, κανείς δε σταμάτησε το χαμό, Παοκολέ, Παοκολέ, φώναζε αυτός, «παιδιά, σας παρακαλώ, ηρεμήστε γιατί ζορίζομαι», εμείς τα ίδια και χειρότερα, κάποια στιγμή αρχίσαμε να πηγαινοερχόμαστε και να κουνάμε το πούλμαν πιο δυνατά, αέεε-αόοο, αέεε-αόοο, πραγματικά, δεν ξέρω αν κάποιες δεκάδες άνθρωποι μπορούν να ρίξουν ένα πούλμαν εν κινήσει από μέσα, αλλά εκείνο το βράδυ το πίστεψα. Κι όπως το έβλεπα και το πίστευα πως θα το κάνουμε, γύρισε το στομάχι μου και έβαλα τις φωνές, ξεκολλήστε ρε, ηρεμήστε, κάπου εκεί ξεκίνησε το φρενάρισμα και σταματήσαμε δέκα μέτρα από ένα πεσμένο δέντρο στην άσφαλτο, πρώτοι εμείς και πίσω μας όλη η κίνηση από Θεσσαλονίκη προς Καβάλα.
Από την ώρα που είχα μάθει τις λεπτομέρειες για το χαμό των αδερφών μας στα Τέμπη, παίζει αυτό το ταξίδι στο μυαλό μου. Πόσο κοντά φτάσαμε κι εμείς να γίνουμε ένα μνημείο δίπλα στο δρόμο, να γίνουμε ονόματα σε πανιά και μια ημερομηνία πένθους, να γίνουμε αθάνατοι όπως αυτοί και να μην προλάβουμε να ζήσουμε τίποτα, ανήλικοι οι περισσότεροι και μαθητούδια. Αλλά τα έξι αδέρφια μας τα πήρε η Κακιά Ώρα τους, δεν είχαν ευθύνη, κοιμούνταν και ονειρεύονταν κι έφυγαν μέσα στο όνειρο, χάθηκαν σύννεφα μέσα στα σύννεφα κι έμειναν για πάντα ως ακατανόητη θυσία για το πατημένο γκάζι ενός δολοφονικού σχεδίου της μοίρας τους. Εμείς θα μέναμε στην ιστορία ως οι ηλίθιοι που έμειναν αθάνατοι για τη βλακεία τους, που δεν κατάλαβαν πως έφτασαν δέκα μέτρα απ’ το να γίνουν φαντάσματα στα άδεια κάγκελα κάθε χρόνο που θα τους θυμούνταν όλοι και μόλις περάσαμε το πεσμένο δέντρο συνεχίσαμε την ίδια ανοησία, να κουνάμε το πούλμαν πέρα δώθε και να κάνουμε πλάκα στον οδηγό.