Συναισθηματικά, θα διάλεγα να ξαναζήσω το 1990. Τις πρώτες μου εκδρομές, τις πρώτες μου Τούμπες, την πρώτη μου Αθήνα, την εποχή που η λέξη «ΠΑΟΚ» ξεκινούσε και τελείωνε κάθε πρόταση. Με τη βρωμιά της, με την περίεργη αισθητική και το μπέρδεμα, αλλά και με τη λεβεντιά του «Μόνο ΠΑΟΚ ρε», που χάθηκε λίγα χρόνια αργότερα έξω από το πέταλο, όταν οι καντίνες είχανε περισσότερο κόσμο από τη Θύρα 4 για «να φύγει ο Θωμάς». Διακόσια χιλιόμετρα οτοστόπ για να έρθεις, διακόσια χιλιόμετρα οτοστόπ για να γυρίσεις και ενδιάμεσα δύο ώρες δίπλα στις καντίνες, καρτέρι, μήπως αλλάξουνε γνώμη και σε αφήσουν να μπεις για να δεις έστω και λίγα λεπτά αγώνα, να έχει ένα νόημα το ταξίδι κι η μέρα σου, γιατί σ’ αυτά που έβλεπες απ’ έξω δεν το έβρισκες.
Αλλά η χρονιά για να ξαναζήσει κανείς είναι το 1997. Ολόκληρη, δώδεκα μήνες τρελοκομείο. Πώς να περιγράψεις εκείνη την Πρωτοχρονιά, πώς μας είχε βρει πάλι, σκοτωμένους, αποκαμωμένους, παραιτημένους, η κούραση από τα πέντε χρόνια στην απομόνωση δεν αντεχόταν άλλο στην πλάτη. Βολοδέρναμε κάπου στον πάτο, με μόλις τρεις νίκες, πέντε πόντους πάνω από τον Άρη που έπεσε στο τέλος και κάτω από Παναχαϊκές κι από Βέροιες και Πανηλειακούς. Μόλις είχαμε φάει την πιο εξευτελιστική πεντάρα της ιστορίας μας, που αν δε μας λυπόταν ο μεγάλος Βαζέχα μπορεί και να μαζεύαμε άλλα τόσα, είχαμε χάσει τρεις φορές μέσα σε είκοσι πέντε μέρες από τον Ολυμπιακό και ειδικά την πρώτη φάγαμε πιο πολλά γκολ από τα σύννεφα στον ουρανό παρά από τα δύο στο χόρτο, άρχιζε η χρονιά να έχει πάλι ενδιαφέρον όπως η προηγούμενη: Θα σωθούμε και φέτος ή θα την πατήσουμε.
Δεν είναι εύκολο να μεταφέρεις το κλίμα αν δεν το έχεις ζήσει όλα τα χρόνια που μας οδήγησαν ως εκεί. Ένας Λαός που ζούσε γι’ αυτό το ένα διπλό ευρωπαϊκό ματς κάθε χρόνο είχε στερηθεί το διαβατήριο από το 1992 κι έμενε να τριγυρνά μουρμουρώντας σε θλιμμένες εκδρομές «για το χι» στην Ξάνθη και στη Λιβαδειά. Μια ομάδα που είχε μάθει στους θριάμβους και τις αποθεώσεις αναγκαζόταν να παλεύει να βρεθεί στον τελευταίο ψηλό όροφο που θα έσβηνε ένα χρόνο για να πολεμήσει από Σεπτέμβρη για τον επόμενο. Ήττες, ντροπές, απόγνωση, μόνο τα πανιά θύμιζαν τα προηγούμενα έπη, άλλαξαν και οι φάτσες στο γήπεδο, γίναμε όλοι γνωστοί από ένα σημείο και μετά, τόσοι που μείναμε να πηγαίνουμε με σκυφτό το κεφάλι. Σκοτάδι.
“Eμείς θα ξαναφέρουμε το μπάσκετ στο Βορρά”
Μέχρι πριν λίγο καιρό, είχαμε τουλάχιστον και το μπάσκετ. Διέξοδος. Χανόταν κι αυτό –είχε ήδη χαθεί αλλά αρνούμασταν να το παραδεχτούμε, εμείς θα ξαναφέρουμε το μπάσκετ στο Βορρά, σκεφτόμασταν, ακόμα το λέμε, μοιρολόι θλιβερό και καχεκτικό, αλλά τότε ήταν φρέσκο, πονούσε πραγματικά. Έπεφτε η ομάδα σε όποιον ήταν καλύτερος, δεν μπορούσε άλλο να φτουρήσει η κερκίδα, δεν είχε τη φλόγα, η κούραση μεταφερόταν από τα τσιμέντα στα καρεκλάκια. Ζούσαμε την πρώτη χρονιά δίχως Μπάνε Πρέλεβιτς. Ορφάνια. Δεν είχε νόημα πια. Έμπαινε ο ψηλός στη ρακέτα και αυτόματα το μυαλό σκεφτόταν «βγάλ’ τη στο τρίποντο», αλλά στο τρίποντο δεν υπήρχε το αμάνικο με το 7.
Τι να ευχηθείς μόλις μπαίνει ο καινούργιος χρόνος. Να γυρίσει ο Μπάνε; Να σωθούμε και φέτος; Να σβήσουν την τιμωρία; Κούφια ακούγονταν όλα, δε σε ικανοποιούσε ούτε η ελπίδα σου, δεν έβρισκες επαφή με την πραγματικότητα. Μας είχανε κουβαλήσει και δύο βετεράνους του Παναθηναϊκού για τα τελευταία τους ένσημα, εντάξει, ο ένας έπαιζε λίγη μπάλα ακόμα, ο άλλος δεν έμοιαζε να έχει κουράγια ούτε για βασικός σ’ εκείνη την ομάδα της κακομοιριάς. Μας είχανε φέρει και τον Αρχοντίδη, που σε τέσσερα ματς έκανε δύο ισοπαλίες στην Τούμπα με Βέροια και Πανηλειακό και δύο ήττες εκτός στο Καραϊσκάκη. Κι ερχόταν σε πέντε μέρες η ΑΕΚ, τι μας περίμενε άλλο, ποιος ήξερε. Σφίγγαμε τα δόντια και πηγαίναμε στο γήπεδο πάλι «για το χι», έστω, για να μη μας βρει πάλι καμιά ξεφτίλα να τη θυμόμαστε χρόνια.
Κάτι μαγικό στην Τούμπα
Αλλά τότε έγινε κάτι μαγικό. Εκτόξευση. Είκοσι πέντε χιλιάδες κόσμος στην Τούμπα για να δει τον Φραντζέσκο και τον Μαραγκό, τέτοια απελπισία οι Παοκτσήδες, περίμεναν από δύο παίκτες να τους βγάλουν από το βούρκο. Έπεσαν μέσα. Πήρε μπρος η τουρμπίνα και δε θα σταματούσε εύκολα εκείνη τη χρονιά. Θρίλερ στην Ξάνθη, πρώτο γκολ ο Φραντζέσκος. Άνετα 3-0 τη μεγάλη, τότε, Καβάλα του Παράσχου, που πήγαινε για Ευρώπη. Διπλό για πλάκα στην Καστοριά, ο τρελός άρχισε να πετάει τα φάουλ από όποια μεριά του τη στήνανε.
Σκάει κι ένας περίεργος άγνωστος σέντερ φορ, με επίθετο που γελούσανε όλοι και κοροϊδεύανε πού τον βρήκαμε και ποιος πήρε τη μίζα, ο Κολομπούρδας με τ’ όνομα, ο οποίος για κάποιο λόγο έπαιξε σέντερ μπακ και δε βρέθηκε άνθρωπος να τον περάσει μέχρι που σταμάτησε από τον ΠΑΟΚ. Ξεσάλωμα με τον ΟΦΗ, πάλι είκοσι τόσες χιλιάδες, πρεμιέρα του μεγάλου πανιού της Μηχανιώνας, μετά μια απαραίτητη στάση στο Καυτανζόλειο για να ξεφορτωθούμε τον γέροντα και να έρθει ο αρχιτρελός, γιατί τα πράματα είχαν αρχίσει να σοβαρεύουν. Βέβαια, ακόμα στην 9η θέση βρισκόμασταν, 13 πόντους πίσω από τον Παναθηναϊκό, σκέψεις για Ευρώπες και σχετικά ούτε στον ύπνο μας.
Ο Άγγελος έχει μπροστά του δεκαπέντε αγώνες για να μας κάνει ομάδα, τουλάχιστο να μην ντρεπόμαστε που παλεύαμε να σωθούμε. Ο κόσμος επέστρεψε, η κερκίδα ήταν αναμμένη, ένατοι, δέκατοι, όγδοοι, τι σημασία είχε, ας παίξουμε λίγο τόπι φέτος κι από του χρόνου αρχίζουμε δυνατοί. Πέντε χρόνια το περιμένουμε, μια χρονιά να σβηστεί η τιμωρία περάσαμε το ’95, τώρα μας έμενε να βγούμε τετράδα του χρόνου για να παίξουμε ευρωπαϊκό τον Αύγουστο του 1998. Φαντασιώσεις κάναμε, ΠΑΟΚ είσαι. Αλλά αυτό που έκανε ο Άγγελος μας ξεπέρασε: 13 νίκες, 1 ισοπαλία και 1 ήττα. Με ξεκίνημα έξι νικών σερί. Δεν ξέρω πώς νιώθει κάποιος όταν παίρνει Πρωτάθλημα, αλλά εγώ έτσι το ένιωσα, έλειπε μόνο η κούπα.
Τέτοιο συνεχόμενο γλέντι δεν είχα ξαναζήσει. Όχι επειδή έτυχε να πάω σχεδόν σε όλα, ακόμα και από την τηλεόραση το ζούσες σχεδόν τόσο έντονα. Καλαμάτα και Απόλλωνας για πλάκα στην Τούμπα, δευτεριάτικη ανατροπή από 2-0 μέσα στο Βύρωνα όπου μέχρι κι ο Σιδηρόπουλος έπαιζε σέντερ φορ και το κάρφωσε, μετά η Παναχαϊκή, μετά πέντε χιλιάδες εκδρομή στην Έδεσσα, μετά το 2-1 με το αεροπλάνο του Παοκτσή και τον αποχαιρετισμό του συμπολίτη, κουράστηκε η ομάδα, έκανε μια στάση στη Νίκαια να ξεκουραστεί. Κερδίζαμε, κερδίζαμε, αλλά πάλι 10 πόντους πίσω από τον ΠΑΟ. Δεν είχε σημασία, κανείς δεν κοιτούσε πιο πάνω στον πίνακα, μόνο ο Άρης μας ένοιαζε, να πέσει, να έχει και ένα καλό εκείνη η χρονιά.
Ήρθε ο Παναθηναϊκός στην Τούμπα, τι ματσάρα κι εκείνη. Μέχρι τώρα νομίζω πως ήμουν μέσα σε όλα τα εντός έδρας, δε μ’ έπαιρνε για εκδρομές, δούλευα τα Σαββατοκύριακα και μ’ αφήνανε να πηγαίνω στην Τούμπα από λύπηση, ξέρανε πόσο θα με χαλούσε, με θέλανε με καλή ψυχολογία για τις αγγαρείες. Κώστας Φραντζέσκος, φάουλ στο 87’, άντε γεια. Πανηγυρίζαμε σαν ηλίθιοι, που φτάναμε τον βάζελο τους 7 πόντους, κοιτούσαν αυτοί απορημένοι, εντάξει, τι χαίρονται, μεγάλες ψωνάρες οι Παοκτσήδες, πώς κάνουνε έτσι.
Διπλό στη Βέροια με 4-5 χιλιάδες εκδρομή, όπου φάγαμε την ισοφάριση επειδή ο Τασιόπουλος έπρεπε να κάνει χάι-φαιβ με όλη την ομάδα και δεν προλάβανε να γυρίσουν στην άμυνα, διπλό στον Πύργο όπου η Αμαλιάδα ακόμα είναι ασπρόμαυρη από τότε, με τον Μαραγκό να λέγεται στο μικρό όνομα Κώστας, φτάνει η ώρα του Ολυμπιακού. Η ώρα του «σολντ-άουτ», άγνωστη λέξη επί χρόνια. 35.850 εισιτήρια εκδόθηκαν, κόπηκαν όλα. Είχε μικρύνει πλέον η Τούμπα, θα μίκραινε κι άλλο αργότερα, με τα καρεκλάκια. Τελικό σκορ ΠΑΟΚ-Πίρβου 0-0. Τα χάσαμε όλα, αν το έβλεπες από βαθμολογική σκοπιά. Αν είχαμε μια ελπίδα να βγούμε Ευρώπη, τη χάσαμε εκείνη τη μέρα. Μετά το δικό μας ματς, ο Παναθηναϊκός δε σταύρωνε νίκη, έχασε από τον πρωτοπόρο στην έδρα του, έχασε από την ΑΕΚ, έχασε και στην έδρα του από την Ξάνθη με το μαγικό σφύριγμα της εξέδρας. Κι εμείς, χάσαμε την ευκαιρία να τον προσπεράσουμε. Ισοβαθμούσαμε, αλλά ήταν καλύτερος στην κόντρα. Κι εμείς παίζαμε στη Νέα Φιλαδέλφεια και στην Καβάλα, πώς να κερδίσεις εκεί μέσα.
Αφήσαμε μια ελπίδα στους Καβαλιώτες μπας και τους κόψουν κάνα βαθμό. 0-4 ο Παναθηναϊκός. Εγώ το είχα πάρει απόφαση πια, ως εδώ, αρχίζουμε πάλι τις εκδρομές. Βρήκαμε μια πατέντα στο πρόγραμμα με τον Βαγγέλη, φύγαμε Φιλαδέλφεια. Διπλό από το πουθενά, έλιωνε ο κόσμος, αλλά και πάλι ισοβαθμία. Κερδίζουμε την Ξάνθη την επόμενη Κυριακή, ρίχνει εφτά ο Παναθηναϊκός στην Καστοριά. Απομένουν δύο αγωνιστικές, η βαθμολογία είναι ΟΦΗ 65, ΠΑΟ 60, ΠΑΟΚ 60, Καβάλα 55. Και παίζουνε ΠΑΟ-ΟΦΗ και Καβάλα-ΠΑΟΚ. Δεν είχε χαΐρι, αλλά τίποτα δε μας σταματούσε από το να πουλήσουμε τρέλα, ξεκινάμε πέντε χιλιάδες για το μακρύτερο ταξίδι ως την Καβάλα όλων των εποχών που διήρκησε περίπου εφτά ώρες. Και το πήραμε το διπλό, έστω και χωρίς αντίκρισμα, ο Παναθηναϊκός κέρδιζε ήδη τον ΟΦΗ, του έμενε ένα ματς με τον Ηρακλή στο Καυτανζόγλειο, αλλά πώς να βασιστείς στις γριές, λιπόθυμοι θα πέφτανε για να χάσουνε.
Κι όπως πουλάμε την τρέλα μας, ικανοποιημένοι κι ευτυχισμένοι για όσα μας είχε δώσει αυτό το ευλογημένο 1997 ως τότε, ακούγεται στην κερκίδα μια παράξενη λέξη, που οι πιο πολλοί δεν την ξέρανε έως εκείνο το απόγευμα, αλλά δε θα την ξεχνούσαν ποτέ: «Κουτσουπιάς». Πώς είπατε; «Κουτσουπιάς». Ναι, αυτός ο Κουτσουπιάς, καλή του ώρα και όλα καλά να του πάνε σε ό,τι κι αν κάνει στη ζωή του, μια χρονιά θρίαμβοι και νίκες και πούλημα τρέλας και εκδρομές και τρομοκρατία στο χόρτο κι έμεινε ένα όνομα παίκτη του ΟΦΗ να βάλει σφραγίδα. Δεν το πιστεύαμε. Με την Άννα δε γυρίσαμε με την εκδρομή, πήγαμε στο πατρικό μου το βράδυ να δούμε Αθλητική Κυριακή, να το δούμε με τα μάτια μας το γκολ του Κουτσουπιά, το τελικό ΠΑΟ-ΟΦΗ 1-1 και τη βαθμολογία ΠΑΟΚ 63, ΠΑΟ 61.
Κερδίζαμε, δηλαδή, την Καστοριά και βγαίναμε στη Ευρώπη. Κανονικά βγαίναμε, όχι να σβήσουμε καμιά τιμωρία, θα παίζαμε σε ευρωπαϊκό ματς, τσιμπιόμασταν, ρε τι γίνεται, από πού μας ήρθε. 25 Μαΐου 1997, η Άννα παθαίνει το έλκος, μένει στο σπίτι. Δε βλέπει τους Παοκτσήδες να κατορθώνουν το ακατόρθωτο: Μετά από πέντε χρόνια ταλαιπωρίας, μετά από τόσες και τόσες ντροπές και ξεφτίλες, μετά το παγκόσμιο ρεκόρ τρία φάουλ-γκολ σε έναν αγώνα από τον Φραντζέσκο, ένα λεπτό πριν την επίτευξη της μεγαλύτερης φαντασίωσης που επέτρεπε η εποχή, να βγούμε επιτέλους ξανά στην Ευρώπη, διακόπτουν το ματς. Ναι, μπαίνουνε μέσα και το διακόπτουν, αγκαλιάζουν τους παίκτες, ζητάνε φανέλες, χοροπηδάνε, πανηγυρίζουν, σουλατσάρουν στο χορτάρι, ανάβουν τσιγάρο. Οι μισοί από έξω ουρλιάζουμε, ρεεε, ελάτε πάλι έξω ρεεε, δεν τελείωσε ρεεε, απόγνωση, γουρλωμένα μάτια εμείς στην κερκίδα, πλάκα μας κάνανε οι κάγκουρες, τόσος κόπος, τόσα χιλιόμετρα, τόσες νίκες, τόσα χρόνια δάκρυα και τα χάναμε μπροστά στα μάτια μας για διακόσιους ανόητους.
Αλλά, ευτυχώς, ο διαιτητής είχε ανθρωπιά. Περίμενε, ο λεβέντης, πόση ώρα να αδειάσουν το χώρο οι τρελαμένοι οι ΠΑΟΚτσήδες για να παιχτεί το τελευταίο λεπτό, που αυτός δεν είχε σφυρίξει τη λήξη και τι να έκανε, ο άνθρωπος, έπρεπε να παιχτούν και τα ενενήντα λεπτά για να ολοκληρωθεί ο αγώνας. Εκείνο το παλικάρι, που μας έκανε τέτοια εξυπηρέτηση και δεν το διέκοψε εις βάρος μας να δερνόμαστε μεταξύ μας μέχρι και σήμερα, ο Γιαννάκης ο Παπαπέτρου, ενάμισο χρόνο μετά θα σφύριζε τη λήξη ενός άλλου αγώνα στην Τούμπα από το 82’. Ποιος τα προσέχει αυτά, εγώ, ναι, εγώ τα προσέχω. Βγήκαν οι κάγκουρες, στήθηκαν γύρω από τις τέσσερις γραμμές, παίχτηκε το ένα λεπτό παρωδία, ξαναμπήκαν. Και βγήκε ο ήλιος πάνω από την Τούμπα, άρχισε το πιο ωραίο μας καλοκαίρι από εκείνο που ακολούθησε το πρωτάθλημα, δώδεκα ολόκληρα χρόνια πριν.
Συνεχίστηκε αυτή η άγια χρονιά από τον Αύγουστο. Και τι δεν είχε το μενού. Τρνάβα, Άρσεναλ, Ατλέτικο, όλα έγραψαν ιστορία. Η πρεμιέρα με την ΑΕΚ, η τελευταία φορά στην ιστορία της Τούμπας όπου κόπηκαν πάνω από τριάντα χιλιάδες εισιτήρια σε ελληνικό ματς. Το 0-3 στη Νέα Σμύρνη, ίσως το καλύτερο παιχνίδι εκείνης της ομάδας, κάτω από τη βροχή. Το 1-4 στην Πάτρα, που δεν ήθελες να τελειώσει. Η ανατροπή 2-1 με τον Ολυμπιακό, τελευταία λεβέντικη νίκη πριν τη λαίλαπα της παράγκας. Το αλλοπρόσαλλο, απίστευτο 3-3 στον Κορυδαλλό, όπου ο Φραντζέσκος αποφάσισε να μην ξαναβαρέσει πέναλτι χωρίς τείχος.
Το διπλό στην Καβάλα με τον Κομίνχες στο τέλος, που μια ζωή αλλαγή έμπαινε και ξελάσπωνε, όπως το ξανάκανε με τον Παναθηναϊκό, λίγες μέρες μετά, 2-1 στο 87’. Η πρόκριση στο Κύπελλο με την Προοδευτική, που παραλίγο θα μας γλίτωνε ο Ζαΐμι από τα εγκεφαλικά που πάθαμε την Άνοιξη με τον Πανιώνιο, το δεύτερο διπλό για πλάκα μέσα στον Πύργο που πανηγύριζε όλη η Αμαλιάδα, έκλεισε η χρονιά με τρεις νίκες, άρχισε η επόμενη, από κεκτημένη ταχύτητα, με άλλες τρεις, κάπου εκεί μας βρήκε η γκαντεμιά, αποσύρθηκε το 17, χάσαμε όλους τους στόχους, αλλά έμεινε η ομάδα ψηλά. Και δεν ξανάπεσε από τότε, λίγο πιο πάνω, λίγο πιο κάτω, πάντα τριγύρω από την κορυφή.
Θεσσαλονίκη, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1997. Διδάξαμε πολιτισμό, όντως. Ακόμα θυμάται κάθε γωνιά της Ελλάδας –και μερικές της Ευρώπης- το επίπεδο που έδειξαν οι πρωτευουσιάνοι πολιτισμένοι εκείνη τη χρονιά. Τη χρονιά που έβαλε μπρος ένας νέος ΠΑΟΚ, όχι όπως παλιά, όχι όπως πολύ παλιά, αλλά ένας ΠΑΟΚ που δεν ντρεπόσουν να τον ακολουθείς και να τον στηρίζεις. Πρωτοχρονιά του 1998 έκανα μία ευχή, τη θυμάμαι: «Να είναι έτσι κάθε χρονιά, όπως αυτή που μόλις ζήσαμε, Θεέ μου». Περιμένω ακόμα.