«Εδώ Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών. Έκτακτο ανακοινωθέν. Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 5.30 πρωινής της σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του Πατρίου Εδάφους».
Με την ανακοίνωση του υπουργείου Στρατιωτικών να παίζει στα ραδιόφωνα και τα έκτακτα παραρτήματα των εφημερίδων που έδιναν την είδηση του ιταλικού τελεσιγράφου και κατ’ επέκταση της εισόδου της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ξύπνησαν οι Έλληνες το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940.
Νωρίτερα τα ξημερώματα με την επίσκεψη του Ιταλού πρέσβη στην κατοικία του Ιωάννη Μεταξά γράφτηκε ο πρόλογος για το έπος του 1940-1941. Μία από τις πιο αιματηρές και ηρωικές σελίδες στην ελληνική ιστορία ξεκίνησαν να γράφονται, με τους Έλληνες να δίνουν σκληρή μάχη κατά των ιταλικών και των γερμανικών στρατευμάτων, να ακολουθεί η κατάληψη των Αθηνών, ο λιμός, τα ολοκαυτώματα και οι θηριωδίες από τα ναζιστικά στρατεύματα.
Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι, παρέδωσε στον Ιωάννη Μεταξά τελεσίγραφο του Ιταλού δικτάτορα, Μουσολίνι, ο οποίος ζητούσε την ελεύθερη διέλευση ιταλικών στρατευμάτων, τα οποία θα κατελάμβαναν απροσδιόριστα «στρατηγικά σημεία» εντός της ελληνικής επικράτειας. «Alors, c’est la guerre» δηλαδή στα ελληνικά: «Λοιπόν, έχουμε πόλεμο», φέρεται να απάντησε ο Ιωάννης Μεταξάς.
Λίγο πριν εκπνεύσει το τελεσίγραφο ο ιταλικός στρατός είχε εισβάλλει στα ελληνικά εδάφη και επιχειρούσαν να αποκόψουν την Ήπειρο από την Θεσσαλία. Οι Ιταλοί υπολόγιζαν να καταλάβουν μέσα σε πέντε ημέρες την Ήπειρο αλλά ο ελληνικός στρατός κατάφερε μετά από σκληρές μάχες να απωθήσει τον ιταλικό στρατό και μάλιστα να προελάσει εναντίον του. Μέχρι τις 23 Νοεμβρίου είχε εκδιωχθεί και ο τελευταίος Ιταλός στρατιώτης από ελληνικό έδαφος.
Η ΗΡΩΙΚΗ ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΥΨΩΜΑ 731
Οι Ιταλοί, από την άλλη πλευρά, θέλοντας να πετύχουν μια νίκη στο αλβανικό μέτωπο πριν την επιβεβλημένη, πλέον, γερμανική εμπλοκή, συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους για μια νέα επίθεση με την κωδική ονομασία «Primavera» (Άνοιξη). Συγκέντρωσαν δεκαεπτά μεραρχίες έναντι των δεκατριών ελληνικών και υπό την επίβλεψη του Μουσολίνι προσωπικά, επιτέθηκαν ενάντια στο στενό της Κλεισούρας.
Η επίθεση διήρκεσε από τις 9 ως τις 20 Μαρτίου, αλλά απέτυχε να απωθήσει τους Έλληνες, κερδίζοντας περιορισμένες μόνο περιοχές, όπως βόρεια της Χειμάρρας και μικρές εκτάσεις περί το Μπεράτι. Η σημαντικότερη μάχη της «εαρινής επίθεσης» ήταν η μάχη του υψώματος 731, όπου οι Ιταλοί ισοπέδωσαν το ύψωμα αλλά παρά την λυσσαλέα επίθεση δεν κατάφεραν να καταλάβουν το ύψωμα. Έκτοτε και μέχρι τη γερμανική επίθεση στις 6 Απριλίου, οι επιχειρήσεις αποκλιμακώθηκαν.
ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ
Προβλέποντας τη γερμανική επίθεση, οι Βρετανοί και μερικοί Έλληνες ζητούσαν την υποχώρηση από την Ήπειρο, ώστε να εξοικονομηθούν δυνάμεις που θα μπορούσαν να αποκρούσουν του Γερμανούς. Παρά ταύτα, το εθνικό συναίσθημα δεν επέτρεπε να εγκαταλειφθούν ευαίσθητες εθνικά περιοχές που κατακτήθηκαν με τόσο κόπο. Έτσι, παρά τη στρατιωτική λογική, απορρίφθηκε η ιδέα οπισθοχώρησης έναντι των «ηττημένων» Ιταλών και ο μεγαλύτερος όγκος των ελληνικών δυνάμεων παρέμενε βαθιά στην Αλβανία, ενώ οι Γερμανοί πλησίαζαν. Ο στρατηγός Ουίλσον χλεύασε αυτό το «φετιχιστικό δόγμα του να μη δοθεί ούτε μια σπιθαμή γης στους Ιταλούς» και που οδήγησε στο να μείνουν μόνο έξι από τις εικοσιμία ελληνικές μεραρχίες να αντιμετωπίσουν τη γερμανική επίθεση.
Από τις 6 Απριλίου, οι Ιταλοί ξεκίνησαν εκ νέου την επίθεσή τους στην Αλβανία, μαζί με την επιχείρηση «Μαρίτα» των Γερμανών. Οι αρχικές επιθέσεις είχαν μικρό αποτέλεσμα, αλλά στις 12 Απριλίου το ελληνικό Γενικό Επιτελείο, θορυβημένο από την ταχύτατη προέλαση των Γερμανών, διέταξε την οπισθοχώρηση από την Αλβανία. Οι Ιταλοί κατέλαβαν την Κορυτσά στις 14 Απριλίου και έφτασαν στις λίμνες Πρέσπες στις 19. Στις 22 Απριλίου έφτασαν στα ελληνο-αλβανικά σύνορα στο χωριό Περάτη και πέρασαν σε ελληνικό έδαφος την επόμενη μέρα.
Στο μεταξύ, στις 18 Απριλίου το μηχανοκίνητο γερμανικό σύνταγμα Σωματοφυλακή SS «Αδόλφος Χίτλερ» (Leibstandarte “Adolf Hitler”) κάμπτοντας την τοπική αντίσταση, κατέλαβε το πέρασμα του Μετσόβου, αποκόπτοντας έτσι τον Ελληνικό Στρατό Ηπείρου από τα μετόπισθεν. Την επόμενη μέρα οι Γερμανοί κατέλαβαν τα Ιωάννινα, ολοκληρώνοντας την απομόνωση του ελληνικού στρατού που υποχωρούσε από την Αλβανία. Έχοντας επίγνωση της κρίσιμης κατάστασης, ο αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου, σε συμφωνία με άλλους στρατηγούς, αλλά χωρίς την εξουσιοδότηση του Στρατάρχη Παπάγου, αντικατέστησε τον Αντιστράτηγο Πιτσίκα και προσέφερε συνθηκολόγηση στον Ζεπ Ντίτριχ (Sepp Dietrich) στις 20 Απριλίου, κυρίως για να αποφύγει ατιμωτική παράδοση στους Ιταλούς.
Οι όροι της παράδοσης θεωρήθηκαν τιμητικοί, καθώς ο ελληνικός στρατός δε θα αιχμαλωτιζόταν, ενώ οι αξιωματικοί θα επιτρεπόταν να διατηρήσουν το ξίφος τους. Ο Μουσολίνι εξοργίστηκε από τη μονομερή αυτή παράδοση και μετά από πολλές διαμαρτυρίες στον Χίτλερ, η τελετή συνθηκολόγησης επαναλήφθηκε στις 23 Απριλίου, για να παρευρεθούν και εκπρόσωποι της ιταλικής πλευράς.
Στις 24 Απριλίου τα ιταλικά στρατεύματα επιτέθηκαν μαζί με τα γερμανικά στην Αττική, κοντά στην Αθήνα, ενώ οι ηττημένοι Βρετανοί ξεκίνησαν την αποχώρησή τους.
Παράλληλα, η Βουλγαρία εισέβαλε στην Θράκη και κατέλαβε μια περιοχή γύρω από την Ξάνθη. Στις 3 Μαΐου, μετά την κατάληψη και της Κρήτης, έγινε μια θεαματική ιταλο-γερμανική παρέλαση στην Αθήνα για να εορταστεί η νίκη του Άξονα.
**Με πληροφορίες από το wikipedia
ΠΗΓΗ: real.gr