Μία φορά τον είδα από τόσο κοντά face to face, κι ας έχω διεισδύσει άπειρες φορές χωρίς να το ξέρει και να με ξέρει (για χάρη του ρεπορτάζ πάντα) στο γραφείο του, στο αμάξι του, στην παρέα του, στον καφέ του, στο φαγητό του, στο μυαλό του, στις σκέψεις του. Στο αεροδρόμιο και οι δυο για άσχετες δουλειές. Ο ΠΑΟΚ έφτανε στην Αθήνα για να παίξει τον πρώτο (περσινό) ημιτελικό Κυπέλλου με τον Ολυμπιακό και εγώ για να παραλάβω άτομα από την ρημάδα την ξενιτιά. Θαρρώ ότι του είπα κάτι, με την μορφή παρότρυνσης / ενθάρρυνσης για το επερχόμενο ματς. Μου έριξε μισή ματιά. Με πέρασε για οπαδό. Μπορεί και για υπάλληλο του αεροδρομίου ή ταξιδιωτικό πράκτορα. Σήκωσε το βλέμμα του και προχώρησε με γοργό βήμα προς το πούλμαν που περίμενε με τις μηχανές αναμμένες έξω στο πάρκινγκ του αεροδρομίου.
Δεν με πείραξε καθόλου. Μπέσα! Αυτή πρέπει να είναι η σωστή απόσταση ανάμεσα σε ένα εξέχων στέλεχος μίας οργανωμένης εταιρίας (ειδικά αν μιλάμε για ανώνυμη ποδοσφαιρική εταιρία) και σε έναν… οποιονδήποτε τυχάρπαστο που μπορεί να δηλώνει το οτιδήποτε. Οπαδός, φίλαθλος, μπαχαλάκιας, άσχετος, κακόβουλος, επικίνδυνος ακόμα και δημοσιογράφος. Αυτή η λανθασμένη διαχείριση στην έννοια «απόσταση» είναι αυτή που έχει «φάει» κόσμο και κοσμάκη στον ΠΑΟΚ. Ακόμα και τον ίδιο τον Ζήση Βρύζα!
Το έχω ξαναγράψει πως δεν είμαι ρεπόρτερ ΠΑΟΚ, ούτε φιλοδοξώ να γίνω τέτοιος. Για χρόνια ολάκερα, για μία δεκαετία (και ακόμα μισή) τα μάτια μου, το βλέμμα μου, η σκέψη μου, το χέρι μου, όλα μου τα ζωτικά όργανα, ανανεώνονται και μένουν υγιή (Δόξα τον Θεό) επειδή ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με το διεθνές ποδόσφαιρο. Εκεί, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εκεί, η απόσταση στους θεσμικούς ρόλους και τον απλό κόσμο, όπως και στον δρόμο ανάμεσα στους οδηγούς, τηρείται ευλαβικά.
Εκεί, η κριτική για το έργο ενός στελέχους ΠΑΕ (και δη τόσο υψηλόβαθμου, όπως ο τεχνικός διευθυντής) δεν γίνεται σε καφενεία και ράδια με άναρθρες κραυγές ή κουβέντες στηριγμένες στον αέρα. Εκεί, είναι πολύ εύκολο (σχεδόν επιβάλλεται) να μπορεί ένας οπαδός να αγκαλιάσει, να μιλήσει, να συζητήσει να φωτογραφηθεί, να κάτι ότι θέλει με τον αληθινό πρωταγωνιστή της ομάδας, τον ποδοσφαιριστή, αλλά απαγορεύεται διά ροπάλου να κάνει το ίδιο με οποιοδήποτε διοικητικό στέλεχος.
Οι περισσότεροι εξ’ αυτών είναι παντελώς ανώνυμοι στην πλατιά μάζα. Είναι τύποι (συνήθως) κουστουμάτοι, που σπάνια βγαίνουν από το γραφείο, μετράνε και ζυγίζουν συνεχώς νούμερα, δεν φωτογραφίζονται ποτέ, μπαίνουν και βγαίνουν στο γήπεδο αθόρυβα κι ανώνυμα και κάνουν την (τεχνοκρατική) δουλειά τους, χωρίς να τους ξέρει ψυχή. Έτσι είναι το παραγοντιλίκι εκεί. Έτσι θα έπρεπε να είναι κι εδώ, αλλά οι ανίατες ελληνικές ποδοσφαιρικές παθογένειες κρατάνε… αιώνες. Φταίνε κατά πρώτον οι… παραγοντάρες που ψοφάνε για λεζάντα, αποθέωση, δημοσιότητα, φιγούρα, φταίει κι ο κόσμος που λατρεύει την… προεδράρα / διευθυντάρα / παραγοντάρα περισσότερο κι από τους αληθινούς πρωταγωνιστές, γιατί πολύ απλά έτσι έμαθε. Ραγιαδισμός λέγεται αυτό, με τα φτωχά μου ελληνικά.
Ξεφύγαμε. Το πρόβλημα με τον Ζήση Βρύζα είναι το αιώνιο παραγοντικό πρόβλημα του ΠΑΟΚ. Οι αμέτρητοι φίλοι / συγγενείς / γνωστοί που έμεναν και μένουν μόνιμα πάνω, μου έλεγαν από μικρό παιδί ότι η Θεσσαλονίκη είναι… χωριό. Γελούσα. Πώς γίνεται να είναι χωριό μία πόλη που ξεπερνά το ένα εκατομμύριο και η οποία για παράδειγμα με τέτοιο πληθυσμό θα ήταν τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Γερμανίας, δεύτερη της Αγγλίας ή της Γαλλίας; Κι όμως γίνεται! Το έβλεπα από τα δικά σας τα… ραπόρτα στα social media του Inpaok. Εσείς ήσασταν (και είστε) πάντα οι καλύτεροι ρεπόρτερ ΠΑΟΚ. Την μία, έφτανε μήνυμα στο inbox ότι ο Ζήσης πίνει καφέ εκεί. Μετά από λίγο μαθαίναμε σε ποιο μαγαζί έτρωγε ο Ζήσης. Με ποιόν. Τι παρήγγειλε. Πότε μίλησε στο τηλέφωνο. Τι Ringtone έχει στο κινητό του. Ότι το αμάξι του ήταν άπλυτο ή ότι άλλαξε ζάντες. Για τέτοια πράγματα μιλάμε.
Το ίδιο γίνεται, θαρρώ, και σε όλα τα υπόλοιπα Μ.Μ.Ε της πόλης. Καταιγισμός (άχρηστων) πληροφοριών για έναν άνθρωπο που κανονικά θα έπρεπε να κάνει αθόρυβα την δουλειά του. Την ίδια ώρα, ουδείς από τον επίσημο οργανισμό που λέγεται ΠΑΟΚ έμπαινε στον κόπο να κυνηγάει όσους άνετα κι ωραία έβγαιναν να πουν / γράψουν / διαρρεύσουν το μακρύ τους και το κοντό τους σε ότι αφορά την ηθική, την υπόληψη, την τιμιότητα, την ικανότητα, τις γνώσεις του Ζήση Βρύζα και του εκάστοτε Ζήση Βρύζα. Ο θεσμός ο ίδιος γελιοποιήθηκε. Μίκρυνε. Έχασε κάθε κύρος. Κατατρυπήθηκε. Μαζί και ο εκπρόσωπος του. Πάνω-κάτω το ίδιο γίνεται και με τον Γιάννη Βαρουφάκη. Αλήθεια, αφού στην Ελλάδα, έχουμε τόσους πολλούς με μάστερ στα ανώτατα οικονομικά, που μπορούν με τόση άνεση και ευκολία να αναλύουν τι έγινε στο Eurogroup, να κάνουν περισπούδαστη κριτική και να συμβουλεύουν κιόλας, γιατί φτάσαμε ένα… τσικ από το φούντο;
Δεν είναι άμοιρος ευθυνών κι ο Ζήσης. Όταν είσαι μέσα στην γη του πυρός και καθημερινά τσουρουφλίζεσαι από την επικαιρότητα, δυσκολεύεσαι να τηρήσεις κι εσύ τις αποστάσεις. «Ανοίγεσαι», εκεί που δεν πρέπει. Από φόβο «κλείνεσαι» αλλού, όπου πάλι δεν πρέπει. Η έλλειψη προστασίας του θεσμικού σου ρόλου από την ίδια την εταιρία που δουλεύεις σε κάνει καχύποπτο, φοβικό, συνωμοσιολόγο. Δεν τον αδικώ. Εξάλλου, στον ΠΑΟΚ όλοι έχουν γνώμη, όλοι είναι ειδικοί, όλοι έχουν πληροφορίες από… μέσα και ειδικά οι μετά Χριστόν προφήτες που αυτοπροσδιορίζονται χαιρέκακα με την φράση «σας τα ‘λεγα εγώ» είναι αμέτρητοι.
Δεν θέλω να μπω στην διαδικασία να κρίνω αν ο Ζήσης ήταν καλός ή κακός. Αν πρόσφερε ή αν κορόιδεψε. Αν αδίκησε ή αδικήθηκε. Τα πάντα είναι πολύ νωπά ακόμα και το ζύγι ακόμα παλαντζάρει δεξιά και αριστερά. Το μόνο σίγουρο είναι τούτο. Είναι άλλο πράγμα η κριτική (έστω και χωρίς στοιχεία) και άλλο η φυσική ή λεκτική βία. Τελεία, παύλα! Κανείς εργαζόμενος, όπου κι αν δουλεύει, όσο άσχημα κι αν κάνει την δουλειά του δεν αξίζει προπηλακισμό, φραστική βία, πέσιμο από πολλούς προς έναν. Εκεί δεν μιλάμε για εργατικό ούτε οπαδικό, αλλά -ξεκάθαρα- για ποινικό κώδικα.
Το Zisis the end (αν όντως ο Βρύζας επιμείνει στην παραίτηση του) είναι το πιο ντροπιαστικό αντίο για αυτό που (υποτίθεται) ότι πρεσβεύει κι εκπροσωπεί ο ΠΑΟΚ. Σεβάσου, διάολε, το γεγονός ότι μιλάμε για κάποιον που ήρθε στον ΠΑΟΚ με καρέ μαλλί και χαϊμαλιά και αποχωρεί γκριζαρισμένος, με οικογένεια και ρυτίδες. Δεν μπορεί, κάτι θα προσέφερε και δαύτος. Αν υπάρχει καλύτερος, αξιότερος, αρτιότερος, καταλληλότερος για το πόστο ευχαρίστως να κριθεί και να αντικατασταθεί. Ο τρόπος όμως με τον οποίον έγινε παραπέμπει σε ζούγκλα και μπορώ πολύ πρόχειρα να σας αραδιάσω ονομαστικά μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν από κοντά την οικογένεια του ΠΑΟΚ και αυτή η… ατιμώρητη ενδοοικογενειακή βία τους έχει κάνει να ακούνε ΠΑΟΚ και να τρέχουν μακριά.
Το πως φεύγει κάποιος από ένα σύλλογο, έχει πάντα πολύ μεγαλύτερη σημασία από τον τρόπο που έρχεται, να το θυμάστε αυτό. Καλές οι υποδοχές στα αεροδρόμια, αλλά η πραγματική πάστα του συλλόγου (σε όλα τα επίπεδα) φαίνεται από τον τρόπο που γίνεται ο αποχαιρετισμός. Για παράδειγμα, αν είναι να φύγει ο… «14» (ή ο οποιοσδήποτε «14») ας γίνει μία φορά με στιλ, κι όχι από την πίσω πόρτα.
Κανονικά, θα έπρεπε να μιλάμε για μπάλα. Για ατόφιο ποδόσφαιρο. Για τακτικές. Για ενέργειες. Για συνδυασμούς και για γκολ. Θα έπρεπε να μιλάμε για τους αληθινούς πρωταγωνιστές (που λέγαμε και παραπάνω), όπως ο Κρίστιαν Νομπόα. Δεν χρειαζόταν να δω το ματς με την Βέροια για να σχηματοποιήσω άποψη για δαύτον. Τον ξέρω για χρόνια. Από την καλή κι από την ανάποδη. Ξέρω πολύ καλά ότι δεν είναι leader, αλλά ποιοτικό γρανάζι που χρειάζεται μία καλοδουλεμένη μηχανή ώστε να της αυξήσει τις στροφές. Εν αντιθέσει με την πλατιά μάζα που τον είδε μπουλούκο, θρεφτάρι, με προγούλι και κοιλίτσα, εγώ ξέρω ότι μία ζωή παίζει με τα ίδια κιλά και πως κάνει τα περισσότερα χιλιόμετρα σε κάθε ματς.
Δεν κρατάω τίποτα από το ματς με την Βέροια. Ειλικρινά τίποτα. Είμαι τόσο θυμωμένος με το προηγούμενο δίμηνο του ΠΑΟΚ, που δεν μου κάνει κέφι να ασχοληθώ με τίποτα σε ότι αφορά το αγωνιστικό κομμάτι. Δεν μπορείς να μιλάς για κέρδος στα αποκαΐδια, όταν εσύ ο ίδιος αυτοπυρπόλησες το σπίτι σου και αντί να κοιτάξεις να σβήσεις την φωτιά το έβλεπες να καίγεται, καυγαδίζοντας και προσπαθώντας να επιρρίψεις αλλού τις ευθύνες. Κρατάω μόνο δύο πράγματα. Ένα που έγινε μέσα κι ένα έξω από το γήπεδο. Δεν χρειάζεστε εμένα για να βγάλετε άκρη με το τι έγινε με τον περιπτερά που διανυκτέρευσε στο νοσοκομείο. Μου φαίνεται λίγο χλωμό να πήγαινε γυρεύοντας μεροκαματιάρης άνθρωπος για καυγά. Καλό το: «λευτεριά στα αδέρφια μας», όμως η αυτοκάθαρση και η ειλικρίνεια είναι κάτι που (μακρόχρονα) κάνει μεγαλύτερο καλό.
Το δεύτερο κλικ είναι αυτό το οποίο παίρνω μαζί μου, φεύγοντας. Είναι αυτό που εγώ λέω «σωστή απόσταση». Οι παίκτες ιδρωμένοι, με λερωμένες στολές να βγάζουν τις μπλούζες αμέσως μετά το τελευταίο σφύριγμα και να πηγαίνουν να τις δώσουν χέρι με χέρι σε αυτούς που καταθέτουν λαρύγγια και σωθικά στα πέταλα όλης της γης. Αυτός είναι (ή θα έπρεπε να είναι) ο σωστός ρόλος για κάθε έναν. Ο παίκτης στο γήπεδο παίζει, ιδρώνει, καταθέτει ψυχή και αμέσως μετά το τέλος πηγαίνει στο κοινό του για το χειροκρότημα (ή την αποδοκιμασία). Ο κόσμος στην εξέδρα παίζει, ιδρώνει, καταθέτει φωνή και αμέσως μετά περιμένει τον πρωταγωνιστή για το χειροκρότημα (ή την αποδοκιμασία). Ξέρω, στην (κοντινή) Βέροια ήταν λιγότεροι από ποτέ. Ας γίνει αυτός ο μικρός πυρήνας, η υγιής βάση που θα στηθεί ο επόμενος ΠΑΟΚ. Ας γίνει αυτό το φωτογραφικό κλικ, η αρχή για κάτι άλλο. Χωρίς παρελθόν, μόνο με μέλλον.