Η ΠΑΕ ΠΑΟΚ μέσω της επίσημης ιστοσελίδας της ομάδας παρουσιάζει την άκρως ενδιαφέρουσα ιστορία του νέου αθλητικού διευθυντή του Δικεφάλου, Φρανκ Άρνεσεν. Αναλυτικά…
Το σκηνικό ήταν τα χαλάσματα ενός παλιού εργοστασίου. Οι σκιές των δέντρων παρίσταναν τους οπαδούς στις φανταστικές κερκίδες και οι τρεις πεταμένοι στο έδαφος σωλήνες είχαν το ρόλο του αντιπάλου. Τους ντρίμπλαρε έναν προς έναν και σούταρε προς το, επίσης, αυτοσχέδιο τέρμα. Ξανά και ξανά. Μέχρι να νιώσει ικανοποιημένος από την προσπάθειά του. Κι όπως κάθε παιδί που σέβεται τον εαυτό του, δεν ήταν ποτέ ικανοποιημένος. Δεν σταματούσε να ονειρεύεται. Ούτε τώρα το κάνει.
Από την ανέμελη εποχή των 60’s μέχρι και σήμερα όπου δεν φοράει πια σορτσάκι και κακοποιημένα ποδοσφαιρικά παπούτσια, αλλά καλοραμμένα ρούχα, ενώ η περήφανη χαίτη του έχει αντικατασταθεί από ένα κοντό clean cut κούρεμα, ένα πράγμα δεν έχει αλλάξει. Το πάθος του Φρανκ Άρνεσεν για το ποδόσφαιρο.
«Είναι μοναδική η χαρά και η προσμονή που νιώθεις μέσα στο κορμί σου όταν πας να παρακολουθήσεις ένα παιχνίδι ποδοσφαίρου είτε πρόκειται για τον τελικό του Champions League, είτε για μια αναμέτρηση με 10χρονα ταλέντα», περιγράφει καλύτερα από τον καθένα ο ίδιος ο Δανός Αθλητικός Διευθυντής του ΠΑΟΚ και συμπληρώνει: «Είναι κάτι που προσπαθώ να μάθω στους σκάουτέρ μου. Όταν βλέπεις ένα παιχνίδι πρέπει να νιώθεις την ένταση μέσα στο κορμί σου. Σχεδόν όπως όταν βγαίνεις ραντεβού με ένα κορίτσι».
Το τελευταίο, βέβαια, είναι κάτι που ο ίδιος μάλλον πρέπει να έχει ξεχάσει. Διότι πάει καιρός από τότε ήταν party animal. Από τότε που ως έφηβος για σχεδόν ένα χρόνο είχε παρατήσει το ποδόσφαιρο για χάρη της μουσικής, είχε αφήσει μαλλί ως άλλος Μικ Τζάγκερ, έπαιζε κιθάρα, είχε το παρατσούκλι «Gasoline» κι εμφανιζόταν μεθυσμένος στους αγώνες. Από τότε που βγήκε ραντεβού για τελευταία φορά. Με την γυναίκα του, την Κέιτ που τον έβαλε στο σωστό δρόμο, γνωρίστηκαν το 1974 κι ένα χρόνο αργότερα, με εκείνη να περιμένει ήδη δίδυμα, έφυγαν για το Αμστερνταμ προκειμένου εκείνος να αγωνιστεί στον Αγιαξ.
Έκτοτε τον ακολουθεί παντού. Αλλοτε με μεγαλύτερη κι άλλοτε με λιγότερη προθυμία. Τα τέσσερα πλέον παιδιά τους (Άνια, Μπριτ, Σεμπάστιαν, Ρεμπέκα), βέβαια, δεν κάνουν το ίδιο. Εχουν τις δικές τους ζωές. Η οικογένεια Άρνεσεν είναι μια σύγχρονη, κοσμοπολίτικη, αλλά μεγαλωμένη με παλιές αρχές οικογένεια που καταφέρνει να κρατά επαφή μολονότι βρίσκεται διασκορπισμένη ανάμεσα σε Κοπεγχάγη, Λονδίνο, Αϊντχόβεν και Μαρμπέγια.
«Μαζευόμαστε όλοι, γονείς, παιδιά κι εγγόνια τα Χριστούγεννα στο Λονδίνο και το καλοκαίρι στο σπίτι μας στην Ισπανία και περνάμε πολύ καλά. Ετσι έμαθα από τους δικούς μου γονείς στο πατρικό μου στο Κρίστιανσον», λέει ο Φρανκ Άρνεσεν.
Το αφεντικό της οικογένειας
Το μυστικό για την ευτυχία της οικογένειας ήταν και παραμένει η Κέιτ. «Με ξέρει καλά και κατανοεί τις φιλοδοξίες μου. Εκείνη είναι το αφεντικό, αλλά εγώ είμαι αυτός που λαμβάνει τις αποφάσεις. Όταν το 2004 έφυγα από την Αϊντχόβεν, δεν ήταν ακριβώς χαρούμενη γιατί τα παιδιά και τα εγγόνια μας ζούσαν στην πόλη, αλλά δεν είπε όχι. Πήρα την απόφαση και φύγαμε με το σκεπτικό ότι πάμε για κάτι καλύτερο».
Αυτός είναι, άλλωστε, ο τρόπος σκέψης του Άρνεσεν σε όλους τους τομείς της ζωής και της καριέρας του.
«Η φιλοσοφία της ζωής μου είναι η εξής: Ξαφνικά βλέπεις ένα τρένο να έρχεται κατά πάνω σου και πρέπει ν’ αποφασίσεις πρέπει να πηδήξεις ή να το αφήσεις να περάσει από πάνω σου. Πότε θα έρθει το τρένο δεν μπορείς να το ξέρεις ποτέ»
Βάσει της συγκεκριμένης φιλοσοφίας αποφάσισε να αφήσει την Ολλανδία για την Αγγλία και την Τότεναμ κι ένα χρόνο αργότερα ν’ αλλάξει συνοικία στο Λονδίνο για χάρη της Τσέλσι. Μια κίνηση που από τη μία απογείωσε την αξία του στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο, από την άλλη τον στιγμάτισε στη συνείδηση του βρετανικού Τύπου που δεν άργησε να του κολλήσει τον χαρακτηρισμό «αδίστακτος και φιλοχρήματος».
«Ναι ένιωσα άσχημα που χρειάστηκε να σπάσω το συμβόλαιό μου με την Τότεναμ, αλλά ήξερα πως τέτοιες ευκαιρίες παρουσιάζονται μόνο μια φορά στη ζωή σου, έτσι ορισμένες φορές πρέπει να κοιτάξεις και τον εαυτό σου. Ετσι είναι κι έτσι έκανα. Τόσο απλά. Στην Τσέλσι το project ήταν να φτιάξω από το μηδέν όλο το οικοδόμημα των ακαδημιών για το μέλλον και να ασχολούμαι καθημερινά με το ποδόσφαιρο. Δεν είχα δεύτερες σκέψεις».
Κρατήστε το τελευταίο. Τη σιγουριά που χαρακτηρίζει τις κινήσεις και τις αποφάσεις του. Όχι μόνο σήμερα που το όνομα Φρανκ Άρνεσεν είναι ικανό ν’ ανοίξει οποιαδήποτε πόρτα στο ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό στερέωμα, όπως εύστοχα έχει παρατηρήσει ο πρώην συμπαίκτης στην Εθνική Δανίας, Γιαν Μιάλμπι, αλλά από όταν ήταν μικρό παιδί.
Ο αγαπημένος «εγωιστής»
Στα τμήματα υποδομής της Forward Amager οι προπονητές του τον χαρακτήριζαν «εγωιστή» επειδή ως το ταλέντο της ομάδας πάντα προσπαθούσε να κάνει το κάτι παραπάνω για να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις που του έβαζαν οι αντίπαλοι αμυντικοί, οι οποίοι θεωρούσαν την εξουδετέρωσή του ως τρόπαιο.
Πολλοί προσπάθησαν να τον κάνουν να παίξει πιο απλά. Προς όφελος του ποδοσφαίρου της Δανίας αρνήθηκε να προσαρμοστεί στα δικά τους θέλω. Συνέχισε να παίζει για το κοινό, ν’ αναζητά το θέαμα, να βλέπει τους αντιπάλους του ως εκείνους τους τρεις σωλήνες των παιδικών του χρόνων και να τους περνά σαν σταματημένους με την ξαφνική κι αστραπιαία αλλαγή κατεύθυνσης που ήταν η κίνηση σήμα κατατεθέν του.
Έτσι, ο ποδοσφαιριστής Φρανκ Άρνεσεν έφτασε στο σημείο να θεωρείται ο αγαπημένος παίκτης μιας ιδιαίτερα χαρισματικής φουρνιάς, αυτής τωνΣόρεν Λέρμπι, Μόρτεν Όλσεν, Αλαν Σίμονσεν, Μίκαελ Λάουντρουπ, Γιαν Μιάλμπι. «Το rock’n’roll που έδινε ώθηση στην Εθνική Δανίας», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο «Frankie Boy» τη μία από τις δύο βιογραφίες του που κυκλοφορούν στη Δανία.
Στην ποδοσφαιρική του καριέρα συμπλήρωσε 52 συμμετοχές με 14 γκολ στην Εθνική, κατέκτησε ένα Champions League με την Αϊντχόβεν, έξι πρωταθλήματα Ολλανδίας με Αγιαξ και Αϊντχόβεν, ένα πρωτάθλημα Βελγίου με την Άντερλεχτ και τον τίτλο του παίκτη της σεζόν στην Ολλανδία το 1979.
«Δεν μετανιώνω για τίποτα»
Αν είσαι σίγουρος για τον εαυτό σου ως πιτσιρικάς, προφανώς και δεν αποκτάς ανασφάλειες μεγαλώνοντας. Στρες, ναι, ανασφάλεια όχι. Κι ο Φρανκ Άρνεσεν επένδυσε στην αυτοπεποίθηση που τον χαρακτηρίζει. Όταν οι περισσότεροι στην Αγγλία ήθελαν να τον… φάνε κι έκαναν αναλύσεις για το «φαινόμενο Φρανκ Άρνεσεν » μη μπορώντας να δεχτούν πως έβγαλε νοκ άουτ ακόμα κι αυτόν τον Ζοσέ Μουρίνιο από την Τσέλσι, εκείνος είχε την οξυδέρκεια να καταλάβει πως έτσι λειτουργεί το ανθρωποφάγο σύστημα.
«Δεν μετανιώνω για οτιδήποτε», λέει και συμπληρώνει: «Δεν ωφελεί σε τίποτα και είναι ενάντια στη λογική μου. Με το πέρασμα των χρόνων έχω καταλάβει καλά ότι εσύ παίρνεις τις αποφάσεις και μόνο εσύ μπορείς να έχεις τον έλεγχο των πράξεών σου. Ακόμα κι αν κάποια στιγμή νιώσεις να χάνεις τον έλεγχο πάλι μπορείς να κάνεις κάτι γι’ αυτό. Αυτό δε σημαίνει πως πρέπει να απωλέσεις την αυτογνωσία και το αίσθημα της λανθασμένης απόφασης. Όχι. Όταν λαμβάνεις μια απόφαση πρέπει να έχεις το θάρρος να παραδεχτείς πως έκανες λάθος. Όχι να επιμείνεις.
«Εγώ προτιμώ ακόμα και στο λάθος ν’ αλλάξω τα δεδομένα και να διαμορφώσω την κατάσταση προς το καλύτερο. Βλέπω το θετικό στοιχείο μιας αρνητικής εξέλιξης»
Ξόδεψε ή έφερε χρήματα στην Τσέλσι;
Τα ΜΜΕ στην Αγγλία δεν συμμερίστηκαν την άποψή του. Στην αρνητική εξέλιξη έβλεπαν την αποτυχία. Ειδικά ενός ανθρώπου που ποτέ δεν αποδέχτηκαν. Μια πρόχειρη βόλτα στις βρετανικές εφημερίδες της εποχής είναι ικανή να σε πείσει πως ο Άρνεσεν ευθυνόταν για όλα τα δεινά στην Τσέλσι.
Ειδικές αναλύσεις για τους παίκτες που έφερε στις ακαδημίες και ποτέ δεν έπαιξαν στην πρώτη ομάδα, οικονομικές μελέτες για τα χρήματα που ξόδεψε από το 2005 ως το 2009 οπότε ήταν υπεύθυνος ανάπτυξης των Τμημάτων Υποδομής και ξεκάθαρες κατηγορίες ακόμα και σε έγκυρα έντυπα όπως ο Guardian.
Δεν απάντησε. Προτίμησε να κρατήσει το επίπεδο που τον διακρίνει και μόνο όταν πέρασαν περισσότερα από δύο χρόνια από την αποχώρησή του από το Στάμφορντ Μπριτζ επέλεξε να υπερασπιστεί τη δουλειά του με στοιχεία. Τα 62 εκατ. λίρες που ξόδεψε για να αγοράσει μικρούς σε ηλικία ποδοσφαιριστές με μεγάλη προοπτική επέστρεψαν στα ταμεία του συλλόγου από τις πωλήσεις τους.
Το σύστημα της Τσέλσι δεν κατάφερε ν’ απορροφήσει τις κινήσεις ενός ανθρώπου που αποδεδειγμένα έχει την ικανότητα να διακρίνει την ικανότητα ενός ποδοσφαιριστή. Το έχει κάνει με ονόματα όπως ο Ρονάλντο, ο Κοκού, οΡόμπεν, ο Φαν Μπόμελ. ο Φαν Νίστελροϊ, ο Χούντελααρ, ο Ιβάνοβιτς, οΜάτιτς, ο Καλού, ο Όμπι Μίκελ.
Ακόμα κι όσοι δεν έπαιξαν ποτέ στην Τσέλσι, άλλωστε, όπως ο Μίροσλαβ Στοχ διέγραψαν και διαγράφουν καλή πορεία στο ποδόσφαιρο. Οι Στάριτζ,Μπορίνι είναι στη Λίβερπουλ, ο Κακουτά υπέγραψε στη Σεβίλλη, οΜπερτράντ πουλήθηκε 16 εκατ. ευρώ στη Σαουθάμπτον, ο Μπρουμά είναι στην Αϊντχόβεν, ενώ η δεύτερη ομάδα της Τσέλσι με παίκτες του Αρνεσενκατάκτησε το πρωτάθλημα στην Αγγλία.
«Τα ταλέντα δεν βγαίνουν από γραμμή παραγωγής εργοστασίου» έχει πει χαρακτηριστικά για να προσθέσει: «Σε μια μεγάλη ομάδα όπως η Τσέλσι είναι λάθος να πιστεύει κανείς πως ένα παιδί σε ηλικία 18-19 ετών μπορεί να διαχειριστεί ή ν’ αντέξει την πίεση. Ελάχιστοι είναι αυτοί που έχουν την ικανότητα να παίξουν τόσο μικροί. Η Τσέλσι ποτέ δεν έδωσε ευκαιρίες στους νέους παίκτες λόγω της ανάγκης της να κερδίζει όλα τα παιχνίδια. Πάντα έλεγα πως η υπομονή είναι αρετή».
Η αρετή της υπομονής
Η Τσέλσι δεν διακρίνεται για την υπομονή της και ενίοτε το πληρώνει ακριβά. Όπως στην περίπτωση του Μάτιτς, τον οποίο ο Άρνεσεν πήγε στο Λονδίνο έναντι μόλις 1,7 εκατ. ευρώ. Οι Μπλε δεν τον αξιολόγησαν σωστά και έπειτα από σύντομο χρονικό διάστημα τον πούλησαν στην Μπενφίκα έναντι 5 εκατ. ευρώ. Πριν το περασμένο καλοκαίρι ο Ζοσέ Μουρίνιο – ο πολέμιος του Άρνεσεν – δώσει 25 εκατ. ευρώ στους Πορτογάλους για να τον φέρει πίσω στην Τσέλσι…
Στα επόμενα βήματά του, βέβαια, δεν είχε ο ίδιος την υπομονή να φέρει σε πέρας το έργο του. Στο Αμβούργο η έλλειψη σταθερότητας δεν του επέτρεψε να δουλέψει με τους όρους που είχε βάλει πρώτα απ’ όλα στον εαυτό του και αποχώρησε σχετικά νωρίς, ενώ στη Μέταλιστ έφυγε πριν καν αρχίσει να παράγει έργο εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία.
It’s all about football
Ο Φρανκ Άρνεσεν, όμως, δεν μπορεί να ζήσει μακριά από το ποδόσφαιρο. «Το 2000, έπειτα από έξι χρόνια ως τεχνικός διευθυντής της Αϊντχόβεν θεωρούσα πως θα μου κάνει καλό να απομακρυνθώ από το ποδόσφαιρο. Οι υποχρεώσεις άρχισαν να γίνονται υπερβολικές. Ετσι παραιτήθηκα και ανακοίνωσα πως θα απέχω για ένα χρόνο. Γρήγορα συνειδητοποίησα πως δεν μπορώ να ζήσω χωρίς το ποδόσφαιρο, έτσι έβγαλα από το μυαλό μου τη λύση της αποχής. Η Αϊντχόβεν δεν κατάφερε να βρει κατάλληλο αντικαταστάτη μου και έτσι επέστρεψα. Με διαφοροποιημένους όρους και περισσότερη ελευθερία, αλλά και με το ποδόσφαιρο στην καθημερινότητά μου. Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς τη μπάλα».
Πάνω που η υπέροχη εξοχική κατοικία του στη Μαρμπέγια της Ισπανίας άρχιζε να μοιάζει με μια καλά αμπαλαρισμένη… φυλακή, εμφανίστηκε ο ΠΑΟΚ. Μια ομάδα με την απαιτούμενη προοπτική και σταθερότητα στο διοικητικό κομμάτι, με τη δεδομένη θέληση να αναπτυχθεί σε όλους τους τομείς που έπεισε τον Άρνεσεν να ξαναφορέσει το κοστούμι του και να έρθει στη Θεσσαλονίκη για να στήσει από την αρχή όλη τη λειτουργία και τη φιλοσοφία του ποδοσφαιρικού τμήματος από τη θέση του Αθλητικού Διευθυντή.
Οπως λέει κι ο ίδιος, άλλωστε, ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις πότε θα έρθει το τρένο. Να το αφήσει να περάσει από πάνω του, προφανώς και δεν ήταν επιλογή. Ετσι, πήδηξε και πλέον αποτελεί ενεργό κομμάτι του ΠΑΟΚ…