Δύσκολη υπόθεση να είσαι σημαία. Οφείλεις να κυματίζεις πάντα καμαρωτή στον ιστό σου, να κρατάς ψηλά το φρόνημα, να δίνεις δύναμη, να αποτελείς σημείο αναφοράς για τους υπόλοιπους, να είσαι το έμβλημα, το παράδειγμα. Φθείρεσαι όμως από τους ανέμους και τις καταιγίδες, ζαρώνεις όταν έχει άπνοια, με το ζόρι φαίνονται τα χρώματα σου.
Μέσα σε ένα 24ωρο, η οικογένεια του ΠΑΟΚ βίωσε τόσο την υποστολή όσο την έπαρση σημαιών τελευταίας κοπής, παικτών που συνέδεσαν το όνομα τους με την ομάδα, παικτών που είχαν το προνόμιο να αγωνίζονται στο σύλλογο που αγαπούν από μικροί και οι οποίοι μοιραία είχαν πολύ μεγαλύτερο βάρος και αξία στη συνείδηση του ΠΑΟΚτσήδικου κόσμου. Ο τελευταίος, θέλοντας και μη, θα αποφασίσει αν θα παραμείνει κάποιος σημαία για πάντα, αν θα σε ξεσκίσει και θα σε πετάξει ή θα σε διπλώσει καταχωνιάζοντας σε κάποιο συρτάρι.
Η κατάληξη μπορεί να οφείλεται σε πράξεις σου, σε συμπεριφορές, στην αγωνιστική σου απόδοση, σε τυχαία γεγονότα, ή ακόμα και σε προπαγάνδα. Τι από όλα ισχύει για το πρώτο πρόσωπο της ημέρας, Δημήτρη Σαλπιγγίδη; Ο 34χρονος φορ αποτελεί μια κατηγορία μόνος του. Η μεταγραφή του στον Παναθηναϊκό το 2006, ή ο τρόπος που έγινε τότε, δεν ξεχάστηκε ποτέ από μια μικρή μερίδα του κόσμου, ή οποία μεγάλωνε ή μίκρυνε ανά περιόδους από το 2010, όταν πήρε τη μεγάλη απόφαση να γυρίσει στην Τούμπα. Όσο ο ίδιος κατέθετε στο γήπεδο τα συνήθη αγωνιστικά του στάνταρ, ένα σημείο της θύρας 4 δεν έφτανε για να ακουστεί και να “σκεπάσει” το χειροκρότημα και την αναγνώριση της υπόλοιπης Τούμπας. Όταν όμως ο Σάλπι πήρε την κάτω βόλτα -με αποκορύφωμα την περσινή σεζόν- ήταν φανερό ότι τίποτα δεν μπορούσε να τον σώσει…
Έτσι, η υπομονή που έκανε όλα αυτά τα χρόνια εξαντλήθηκε, είδε ότι το παιχνίδι δε γυρίζει και ήρθε η αρχή του τέλους. Το φετινό καλοκαίρι πήρε τα τελευταία μηνύματα γνωρίζοντας τις αποδοκιμασίες από τον κόσμο ακόμα και στο εκτός έδρας παιχνίδι με τη Λοκομοτίβα στο Ζάγκρεμπ. Ζήτησε να μην παίξει στη ρεβάνς. Ζήτησε προστασία από τους ανθρώπους της ΠΑΕ, αλλιώς θα ήταν καλύτερο να αποχωρήσει. Πώς όμως θα μπορούσε να τον προστατεύσει ο ΠΑΟΚ, όταν ούτε ο Ζαγοράκης, την εποχή της απόλυτης συσπείρωσης, δεν τα κατάφερε; Το κερασάκι στην τούρτα ήρθε όταν άκουσε από τον Ίγκορ Τούντορ ότι δε μπορεί να του δώσει σπουδαίο χρόνο συμμετοχής φέτος. Τα υπόλοιπα πλέον είναι ιστορία. Η καλύτερη λύση ήταν το διαζύγιο.
Όλα αυτά τα χρόνια, η ευκολία να ρίξεις τις ευθύνες στον Σαλπιγγίδη για ο,τιδήποτε στραβό γινόταν εντός και πέριξ της Τούμπας, μεγάλωνε όλο και περισσότερο. Η απαξίωση εξελίχθηκε σε χιούμορ και από εκεί στο λεγόμενο… τρολάρισμα. Ο χαρακτηρισμός “14” (και όλες οι πράξεις -28:2, 8+6 κ.ο.κ.- που έχουν αποτέλεσμα το συγκεκριμένο νούμερο…) λόγω της φανέλας που διάλεξε πριν λίγα χρόνια, τον συνόδευε παντού. Ως αστεία ήταν όλα καλά, ας μπει όμως κάποιος και στην ψυχολογία του παίκτη. Ενός παίκτη που, θέλοντας ή μη, αποτελεί και θα αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ιστορίας της ομάδας. Τράβηξε πολλά που δεν άξιζε, τις δικές του ευθύνες ας τις αναλογιστεί ο ίδιος…
Την ίδια ώρα, στο μπάσκετ, ο ΠΑΟΚ έβλεπε μια άλλη σημαία της νεότερης ιστορίας να ανεβαίνει και πάλι στον ιστό της. Τον Κώστα Βασιλειάδη. Η διαφορά του με τον Σαλπιγγίδη; Ο τρόπος που είχε φύγει, σε εκείνο το αλησμόνητο παιχνίδι με το Μαρούσι στην Αθήνα. “Δε θα σε ξεχάσουμε ποτέ, αρχηγέ” του φώναζαν οι οπαδοί του ΠΑΟΚ και αμφότεροι ξεσπούσαν σε κλάματα. Ο διεθνής φόργουορντ, στο μεσοδιάστημα φόρεσε ακόμα και τη φανέλα του Ολυμπιακού, αλλά τίποτα δεν άλλαξε τη σχέση του με την ομάδα της καρδιάς του και τον κόσμο της. Η επιστροφή του από μόνη της, είναι ικανή να αφυπνίσει τον όχι και τόσο μπασκετικό φίλαθλο του ΠΑΟΚ και να δώσει ποιότητα στην ήδη δουλεμένη ομάδα του Σούλη Μαρκόπουλου.
Ο Βασιλειάδης θα μπορούσε να είχε κάνει πολύ μεγαλύτερη καριέρα με βάση τα φυσικά προσόντα και το ταλέντο του. Ένα διάστημα έμεινε στάσιμος για διάφορους λόγους και αυτό του στοίχισε. Αυτός όμως δε σημαίνει ότι δεν πέτυχε πολλά. Διακρίθηκε και αναγνωρίστηκε στο κατά τεκμήριο κορυφαίο πρωτάθλημα της Ευρώπης, το ισπανικό. Δεν είναι λίγο να αναδεικνύεσαι 5ος σκόρερ της σεζόν στη ACB (2009-10 με την Ομπραντόριο) ή να ψηφίζεται 3ος καλύτερος φόργουορντ της σεζόν (2012-13 με την Μπιλμπάο, πίσω από τους Ρούντι Φερνάντεζ και Αντρές Νοτσιόνι!). Έπαιξε στην Ισπανία, την Ιταλία, την Τουρκία, διακρίθηκε στην Ευρωλίγκα και τώρα πήρε το δρόμο του γυρισμού. Κι όχι στα γεράματα. 31 χρονών είναι ο άνθρωπος. Όντας πια στη Θεσσαλονίκη, στο σπίτι του, θα έχει και τη δυνατότητα να πηγαίνει πιο συχνά στην Τούμπα που λατρεύει, για να βλέπει τα παιχνίδια του ΠΑΟΚ…
Επικοινωνία στο…
Facebook: Thodoros Hastas
Twitter: ThodorosHas