Αν υπάρχει κάποιος, που γνωρίζει τα… ενδότερα του Παναιτωλικού, αυτός δεν είναι άλλος από τον Στέλιο Μαλεζά.
Ο κεντρικός αμυντικός του Δικεφάλου μπορεί να αποτελέσει τον «κατάσκοπο» του προσεχή αντιπάλου του ΠΑΟΚ για την 11η αγωνιστική της Super League (22/11, 15.00), αφού, πέρσι, αγωνίσθηκε στην ομάδα του Αγρινίου. Μάλιστα, ήταν οι Αιτωλοί αυτοί, που τον έφεραν πίσω στα πάτρια εδάφη, μετά την ευρωπαϊκή του περιπέτεια. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή…
Ο Κατερινιώτης ποδοσφαιριστής γεννήθηκε στις 11 Μαρτίου του 1985 στην πρωτεύουσα της Πιερίας κι έκανε τα πρώτα του «βήματα» στην ΑΕ Ποντίων Κατερίνης. Το 2003 αποτελεί γι’ αυτόν τη χρονιά «σταθμό» στην καριέρα του, αφού έκανε το άλμα με τη μεταγραφή του στον ΠΑΟΚ, υπογράφοντας το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο. Δεν ήταν όμως, ακόμη, η ώρα να φορέσει την ασπρόμαυρη φανέλα, αφού δόθηκε δανεικός στον Ηρόδοτο Αλικαρνασσού για τη σεζόν 2004-05.
Την επόμενη χρονιά επέστρεψε, ή καλύτερα, ξεκίνησε, ουσιαστικά, τη μεγάλη του περιπέτεια στα πέριξ της Τούμπας, πραγματοποιώντας το ντεμπούτο του με τη το «Δικέφαλο», στις 16 Ιανουαρίου 2006 στην εντός έδρας αναμέτρηση με την Ξάνθη. Τα ΠΑΟΚτσήδικα χρόνια, που ακολούθησαν, ήταν πολλά, συγκεκριμένα εννιά, και τον μεγάλωσαν, τον δίδαξαν, τον ωρίμασαν και μάλιστα τον έφτασαν να είναι, λίγο πριν την αποχώρησή του, ο παλαιότερος παίκτης του ρόστερ!
Η παρουσία του δίπλα σε έναν από τους καλύτερους κεντρικούς αμυντικούς, που πέρασαν από τα ελληνικά γήπεδα, τον Πάμπλο Κοντρέρας είναι αναμφίβολα αυτή που του έκανε να αλλάξει όλη του τη φιλοσοφία γύρω από τη θέση, που αγωνίζεται. Τέρμα οι βεβιασμένες κινήσεις, η ταραχή, το άτσαλο διώξιμο κι οι «γιόμες» από πίσω. Ο Χιλιανός του έμαθε τι θα πει ψυχραιμία στο παιχνίδι, αντίληψη του αγωνιστικού χώρου και προώθηση του επιθετικού παιχνιδιού της ομάδας με αλάνθαστη πρώτη μπαλιά. Εν ολίγοις, κοντά του έγινε ο κοντρολαρισμένος παίκτης, που όλοι γνωρίζουμε.
Η καθιέρωσή του στη βασική ενδεκάδα των ασπρόμαυρων, του άνοιξε και την «πόρτα» της Εθνικής ομάδας, αφού στις 28 Φεβρουαρίου 2010 ο προπονητής της «γαλανόλευκης», Ότο Ρεχάγκελ τον κάλεσε να συμμετάσχει στο φιλικό αγώνα της Ελλάδος με τη Σενεγάλη. Η πρώτη φορά, που φόρεσε, όμως, τη φανέλα της ήταν στις 15 Νοεμβρίου 2011, στο φιλικό εναντίον της Ρουμανίας (1-3) στην Αυστρία, με προπονητή τον Φερνάντο Σάντος. Ακόμη, μετείχε και στην αποστολής της Εθνικής στο Μουντιάλ του 2010 στη Νότια Αφρική, αλλά και στο Euro 2012 σε Πολωνία κι Ουγγαρία. Συνολικά, κατέγραψε τρεις συμμετοχές στο παλμαρέ του με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα.
Το καλοκαίρι του 2012, κι έπειτα από την εννεαετή παρουσία του στην Τούμπα, ήρθε η ώρα της αποχώρησης με τον ΠΑΟΚ να έχει μεγάλη ανάγκη τα χρήματα της μεταγραφής του. Ο ύψους 1.92 στόπερ αποφασίζει να κάνει το ευρωπαϊκό «βήμα» και να συνεχίσει την καριέρα του στη Γερμανία και τη Φορτούνα Ντίσελντορφ, όπου στα δύο χρόνια παραμονής του εκεί μέτρησε 33 συμμετοχές στο πρωτάθλημα από τις οποίες οι 21 στη Μπουντεσλίγκα, τη σεζόν 2012-13.
Ο επαναπατρισμός του ήρθε δύο χρόνια, αργότερα, όταν τον Ιούλιο του 2014 επέστρεψε στο ελληνικό πρωτάθλημα υπογράφοντας συμβόλαιο διετούς συνεργασίας με τον Παναιτωλικό. Αυτό, όμως, δεν ολοκληρώθηκε, αφού την επόμενη χρονιά κι έπειτα από τρία χρόνια απουσίας, πραγματοποίησε τη μεγάλη του επιστροφή στην ομάδα, που τον ανέδειξε και την αγάπησε. Η στιγμή, που πάτησε και πάλι το χορτάρι της Τούμπας με το… δικό του 13 στην πλάτη συγκινητική. Το ημερολόγιο έγραφε 23 Αυγούστου στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού αγώνα του «Δικεφάλου» με τη Μρόντμπι, της οποίας κι επιβλήθηκε με 5-0.
Μπορεί η χρονιά να μην ξεκίνησε τόσο καλά για τον ίδιο με την μη χρησιμοποίησή του από τον Ίκγκορ Τούντορ, ωστόσο, με τις αγωνιστικές να κυλούν, ο 30χρονος αμυντικός έχει, πλέον, κερδίσει θέση βασικού και προτίθεται να αυξήσει τις, ήδη, 154 συμμετοχές στην πρώτη Εθνική κατηγορία.