Την περίοδο, που αγωνιζόταν, αποτελούσε το «μυαλό» στην ανάπτυξη του παιχνιδιού του ΠΑΟΚ, γεγονός, που εξηγεί και τη μετέπειτα ενασχόλησή του με την προπονητική.
Οργανωτικός, συγκεντρωμένος και πάνω απ’ όλα ψύχραιμος, ο Βλάνταν Ίβιτς έχει καταφέρει να μεταφέρει αυτές του τις αρετές και στον πάγκο της Κ20 του Δικεφάλου, της οποίας είναι προπονητής τα τελευταία δυόμιση χρόνια. Ο πρωταθλητής στην πρώτη του, κιόλας, χρονιά (2013-14) στο τιμόνι της β΄ ομάδας μίλησε σε μια εκ βαθέων συνέντευξή του στο INPAOK τόσο για το παρελθόν όσο και για το παρόν, αλλά και το μέλλον του στο σύλλογο.
Θυμήθηκε τα παλιά και το… κλεμμένο πρωτάθλημα, συνέκρινε τον ΠΑΟΚ του τότε με τον ΠΑΟΚ του σήμερα, αποκάλυψε τον πρώην προπονητή της ομάδας, που λειτούργησε ως μέντοράς του στις ακαδημίες του Δικεφάλου, αναφέρθηκε στη συνεργασία του με τον Ίγκορ Τούντορ, και σε πολλά άλλα.
Απολαύστε τον Βλάνταν Ίβιτς στη συνέντευξη, που ακολουθεί:
Μια ομάδα γεμάτη ταλέντο…
Ξεκινώντας, θα ήθελα να μου πείτε ως κρίνετε την παρουσία των νεαρών παικτών της Κ20 στο μαζικό τους ντεμπούτο με τη φανέλα της ανδρικής ομάδας στην αναμέτρηση του κυπέλλου κόντρα στον Ολυμπιακό Βόλου;
«Σίγουρα, είναι θετικό αυτό, που έγινε στο συγκεκριμένο παιχνίδι, γιατί έπαιξαν δέκα παιδιά σε επίσημο αγώνα κυπέλλου. Κατά την άποψή μου, πήγαν καλά για πρώτη εμφάνιση και πήραν ένα θετικό αποτέλεσμα, από τη στιγμή, που ήταν πρώτη τους φορά. Είχαν άγχος και το σκεφτόντουσαν από την προηγούμενη μέρα, αλλά εγώ ως προπονητής τους πιστεύω ότι άφησαν θετικές εντυπώσεις, ξέρω, όμως, ότι μπορούν και καλύτερα. Ήταν θετικό τόσο για τους ίδιους όσο και για τον προπονητή, ο οποίος είδε τι υλικό υπάρχει από πίσω κι αν μπορεί, στο μέλλον, να ασχοληθεί, ακόμη περισσότερο, μαζί τους.»
Ποιο το σχόλιό σας για την εμφάνιση των Δημητριάδη και Κάκκο, οι οποίοι τράβηξαν τα βλέμματα και προκάλεσαν συζητήσεις με την απόδοσή τους;
«Ο ένας έβγαλε μια ασίστ, ο άλλος σκόραρε και σίγουρα είχαν μια καλή παρουσία στη μεγαλύτερη διάρκεια του παιχνιδιού. Πιστεύω ότι και τα υπόλοιπα παιδιά πήγαν καλά κι εγώ, τουλάχιστον, προσπαθώ να τους μάθω ότι η ομάδα είναι πάνω απ’ όλα κι ότι πρέπει να παίζουν, πρωτίστως, γι’ αυτή. Διότι από μια οικογένεια, η οποία παλεύει να καταφέρει ότι καλύτερο για την ίδια, τότε θα βγουν κι οι μονάδες. Έτσι αγωνίζονται στην Κ20 κι αυτό πιστεύω ότι έκαναν και στο παιχνίδι κυπέλλου, δίνοντας το εκατό τοις εκατό, ο καθένας στη θέση του κι όλοι μαζί για την ομάδα.»
Το αδιέξοδο των Κ20, ο Τούντορ κι ο δάσκαλος Στέφενς!
Προέρχεστε από την ποδοσφαιρική «σχολή» της Σερβίας, η οποία έχει τροφοδοτήσει με πολλά ταλέντα τον ευρωπαϊκό χώρο. Ποιο θεωρείτε ότι πρέπει να είναι το επόμενο βήμα, ώστε τα παιδιά αυτά ν’ αγωνιστούν και στην πρώτη ομάδα του ΠΑΟΚ;
«Προέρχομαι από ένα σύλλογο, όπως η Παρτίζαν, που την τελευταία δεκαετία, είναι πρώτος στον κόσμο, όσον αφορά την πώληση παικτών. Βέβαια, εκεί υπάρχει μια β’ ομάδα, στην οποία αγωνίζονται παίκτες 17-18 χρονών, κι όποιος ξεχωρίζει τον ανεβάζουν στη μεγάλη ομάδα. Αποκτά, έτσι, 30-35 παιχνίδια στα πόδια του κι έπειτα τον πωλούν σε μεγάλους ευρωπαϊκούς συλλόγους, γιατί απ’ αυτούς ζουν, λόγω της απουσίας ισχυρών επενδυτών, όπως έχει ο ΠΑΟΚ ή ο Ολυμπιακός, αλλά και χορηγών. Όσον αφορά την Ελλάδα, το μεγαλύτερο πρόβλημα για τα παιδιά, που προέρχονται από την Κ20, είναι η προσαρμογή στα δεδομένα της μεγάλης ομάδας. Όπως υπάρχει μεγάλη διαφορά από την Κ17 στην Κ20, γιατί μιλάμε για ένα εντελώς διαφορετικό πρωτάθλημα, έτσι υπάρχει κι ακόμη μεγαλύτερη διαφορά από την Κ20 την ανδρική ομάδα. Αυτό, που πρέπει να γίνει είναι η δημιουργία μιας ομάδας, όπου αυτά τα παιδιά θα μπορούν να αγωνισθούν σ’ ένα πρωτάθλημα, όπως αυτό της Β’ Εθνικής. Να είναι, όμως, όλοι μαζί και να έχουν ένα προπονητή, ο οποίος θα ασχοληθεί μαζί τους, γιατί στόχος δεν θα είναι η πρωτιά, αλλά το να κάνουν 30 παιχνίδια, αγωνιζόμενοι σε στυλ ανδρικού ποδοσφαίρου, κι όποιος ξεχωρίζει σ’ αυτό το πρωτάθλημα, πολύ εύκολα θα μπορεί, μετά, να σταθεί και στα δεδομένα της μεγάλης ομάδας.»
Στην Ελλάδα η απόσταση ανάμεσα στην Κ20 και την ανδρική ομάδα καλύπτεται με το να στέλνουν οι σύλλογοι δανεικούς τους νεαρούς ποδοσφαιριστές σε μικρότερες κατηγορίες. Αυτή η τακτική έχει αποτέλεσμα;
«Όταν στέλνεις δανεικούς τους παίκτες σε ομάδες Γ’ Εθνικής, για μένα αυτό είναι λάθος. Βρισκόμενος στον τρίτο μου χρόνο στην Κ20 του ΠΑΟΚ μπορώ να πω ότι εμείς παίζουμε άνετα με τέτοιες ομάδες και τις κερδίζουμε. Σε αυτά τα δυόμισι χρόνια, έχουμε δώσει 10-15 τέτοια παιχνίδια και έχουμε χάσει μόνο ένα! Ουσιαστικά, η Γ’ Εθνική δεν προσφέρει τίποτα σ’ αυτά τα παιδιά, γιατί δεν τους ανεβάζει το επίπεδο. Όσον αφορά τη Β’ Εθνική είμαι υπέρ, αρκεί να παίξουν στις ομάδες, που θα δοθούν δανεικοί. Το ερώτημα είναι: θα καθίσει ο προπονητής να ασχοληθεί με το ταλέντο του ΠΑΟΚ ή θα κοιτάξει να σώσει την ομάδα του; Η λύση είναι η δημιουργία β’ ομάδων, που θα συμμετέχουν στο πρωτάθλημα της Β’ Εθνικής κι έτσι τα παιδιά αυτά θα μπορούν να παίρνουν πολλές συμμετοχές εκεί και να δείχνουν τι αξίζουνε, αλλά κι ο ΠΑΟΚ θα μπορεί να ελέγχει το τι συμβαίνει».
Πως σχολιάζετε το γεγονός ότι ο Ίγκορ Τούντορ έχει εκφραστεί με πολύ κολακευτικά λόγια τόσο για τη δουλειά, που κάνετε, όσο και για τη συνεργασία, που έχετε;
«Είμαι πολύ ευχαριστημένος από τη συνεργασία, που έχουμε, απ΄ την πρώτη, κιόλας, ημέρα, που ήρθε στην ομάδα. Έρχονται από το προπονητικό τιμ και τους βλέπουν στα παιχνίδια και δίνουμε και κάποιους αγώνες με την πρώτη ομάδα. Είμαι σίγουρος ότι αυτή η πολύ καλή συνεργασία θα συνεχιστεί για όσο βρισκόμαστε κι οι δύο στο σύλλογο.
Με ποιον άλλον προπονητή είχατε εξαιρετική συνεργασία;
“Αυτό που θα μνημονεύω, πάντα, είναι η πολύ καλή συνεργασία, που είχα με τον κ. Στέφενς, ο οποίος με βοήθησε πάρα πολύ, γιατί είχε, πάντα, χρόνο για μένα και μπορούσα να τον ρωτήσω το οτιδήποτε. Μου άνοιξε τους ορίζοντες και μπορώ να πω μόνο τα καλύτερα λόγια. Είναι ένας άνθρωπος, χωρίς κόμπλεξ. Ερχόταν ο ίδιος κι έβλεπε τις προπονήσεις των μικρών και ζητούσε να συμμετέχουν στις προπονήσεις της ανδρικής ομάδας. Πίστευε πάρα πολύ στον Κουλούρη, αλλά και στους Δεληγιαννίδη και Πόζογλου κι ήθελε να τους δώσει ευκαιρίες”.
Ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία, που αντιμετωπίζετε στην Κ20;
«Το πιο δύσκολο πράγμα είναι οι εγκαταστάσεις, που προπονούμαστε, γιατί δεν έχουμε καλά γήπεδα, όπως αυτά, που θα έπρεπε να έχει μια ομάδα σαν τον ΠΑΟΚ, ενώ κάποιες φορές, δεν έχουμε ούτε γυμναστήριο. Πιστεύω, όμως, ότι αυτά θα διορθωθούν, σύντομα, στο προπονητικό κέντρο της Νέας Μεσήμβριας, παρά το γεγονός ότι έχουν καθυστερήσει, περίπου ενάμιση μήνα οι εργασίες. Η δεύτερη δυσκολία είναι ότι δεν μπορούμε να κάνουμε προπονήσεις, δύο φορές την ημέρα, γιατί κάποια από τα παιδιά πηγαίνουν, ακόμη, σχολείο.»
Η προπονητική και το παράδοξο του ΠΑΟΚ
“Σε μια πιο προσωπική ερώτηση, πώς είναι η ζωή σας, πλέον, ως προπονητής; Είναι κάτι με το οποίο είχατε αποφασίσει να ασχοληθείτε, όντας ακόμη παίκτης;
«Είναι κάτι, που είχα αποφασίσει ένα χρόνο, πριν σταματήσω το ποδόσφαιρο. Περίμενα ότι θα είναι κάτι, τελείως, διαφορετικό, γιατί σίγουρα έχω πολύ λιγότερο ελεύθερο χρόνο, αφού η δουλειά είναι μεγαλύτερη κι έχεις την ευθύνη για πολλά περισσότερα πράγματα. Να βελτιώσεις τους παίκτες σου, να ασχοληθείς με τις προπονήσεις, τους αντιπάλους και την επόμενη μέρα”.
Έχει αλλάξει η άποψή σας για τους προπονητές;
«Πολύ λίγο! Εξάλλου δεν ήμουν απ’ τους ποδοσφαιριστές, που δημιουργούσαν προβλήματα στους προπονητές και προσπαθούσα, πάντα, να απαντώ στον αγωνιστικό χώρο, όταν πίστευα ότι κάποιος με αδικούσε ως παίκτη. Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος να αποδείξεις ότι σε αδικούν κι αυτό προσπαθώ να περάσω και στα παιδιά. Σίγουρα έχω κάνει λάθη, αφού είμαι στο ξεκίνημα της προπονητικής μου καριέρας, ακόμη κι ο Μουρίνιο κι ο Γκουαρδιόλα κάνουν λάθη! Όμως αυτά δεν γίνονται εσκεμμένα.»
Πως εξηγείτε το παράδοξο ο ΠΑΟΚ να έχει, πλέον, έναν οικονομικά εύρωστο επενδυτή, αλλά να μη σημειώνει επιτυχίες, ενώ εσείς, τότε, με πολύ λιγότερα μέσα, καταφέρατε αξιομνημόνευτα πράγματα και το κυριότερο εκφράζατε το ΠΑΟΚτσήδικο συναίσθημα στον αγωνιστικό χώρο, σε αντίθεση με σήμερα;
«Δεν είμαι απ’ αυτούς, που θα πουν ότι, τότε, είχαμε καλύτερους παίκτες. Τόσο εκείνη, όσο κι η σημερινή ομάδα είχαν κι έχουν τα δικά τους καλά στοιχεία. Αυτό, που κρατά την ομάδα κάτω και δεν μπορεί να κάνει ένα βήμα παραπέρα, το γνωρίζουν σίγουρα οι άνθρωποι, που βρίσκονται, αυτή τη στιγμή, στο επιτελείο. Σίγουρα, πολύ σημαντικό ρόλο στη δική μας πορεία έπαιξε το γεγονός ότι ήμασταν δύο-τρία χρόνια μαζί κι είχαμε ένα «κράμα» από έμπειρους και νεαρούς παίκτες. Είχαμε κι έναν έμπειρο προπονητή, που μας γνώριζε και στηρίχθηκε από τη διοίκηση, στις δύσκολες στιγμές και στο τέλος βγήκαμε όλοι κερδισμένοι”.
Το…κλεμμένο πρωτάθλημα κι η αμφισβήτηση
Κάνοντας μια αναδρομή στο παρελθόν, ποια ήταν η καλύτερη και ποια η χειρότερη στιγμή, κατά το διάστημα της παρουσίας σας στον ΠΑΟΚ;
“Υπήρχαν και καλές και λιγότερο καλές στιγμές, όπως σε κάθε ομάδα. Από το 2008 έως το 2012 είχαμε μια καλή ομάδα και τη στήριξη του κόσμου, η Τούμπα ήταν γεμάτη και σε κάθε αγώνα δεν υπήρχαν λιγότεροι από 12.000 κόσμου. Ειδικά, τα δύο τελευταία χρόνια, η ομάδα ήταν πάρα πολύ καλή κι είναι κρίμα, που δεν μπορέσαμε να πάρουμε κάποιο τίτλο. Αυτό μας πικραίνει σίγουρα, αλλά υπήρξαν και πολύ καλά παιχνίδια και στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. Το γκολ επί του Άγιαξ, στο Άμστερνταμ, είναι σίγουρα μια στιγμή, που δεν ξεχνιέται, αλλά και στο ελληνικό πρωτάθλημα ήμασταν ανταγωνιστικοί με τις ομάδες, που πήγαιναν για τον τίτλο. Πιστεύω ότι είχαμε μια θετική πορεία, η οποία μπορούσε να είναι καλύτερη, αν καταφέρναμε να πάρουμε έναν τίτλο. Σίγουρα κι ο αγώνας στο «Χαριλάου» είναι κι αυτό κάτι, που δεν ξεχνιέται, γιατί όταν παλεύεις ολόκληρη τη χρονιά κι είσαι τόσο κοντά στο πρωτάθλημα, έρχεται ένα τέτοιο παιχνίδι, που σε κάνει να αναρωτιέσαι πως είναι δυνατόν να συμβαίνουν τέτοια πράγματα στο ελληνικό ποδόσφαιρο!”.
Την περίοδο, που αγωνιζόσασταν, υπήρξε, στο ξεκινημα, μια γκρίνια από τον κόσμο προς το πρόσωπό σας, ωστόσο εσείς αποδείξατε την αξία σας, παρά την κριτική, που σας ασκούσε και μείνατε στην ιστορια ως ενς απο τους καλύτερους παίκτεςπου φόρεσαν την φανέλα του Δικεφάλο . Πως βιώσατε εκείνο το διάστημα;
«Ναι, ξέρω κι εγώ γι’ αυτό! Δεν μπορούν να σε γουστάρουν όλοι, ούτε σαν παίκτη ούτε σαν προπονητή. Αλλά όταν είσαι ποδοσφαιριστής, εσύ είσαι υπεύθυνος για τον εαυτό σου, βγαίνοντας στον αγωνιστικό χώρο και δείχνοντας ποιος είσαι. Όταν είσαι προπονητής είναι διαφορετικό. Χρειάζεσαι τύχη, στήριξη απ’ τη διοίκηση και να δουλεύουν κι οι άλλοι για σένα, αλλά αν δεν πιστεύεις, πρωτίστως, εσύ στον εαυτό σου, τότε δεν έχεις να περιμένεις τίποτα από αυτή τη δουλειά”.
Όσον αφορά τους συμπαίκτες σας, ποιος ήταν ο πιο ταλαντούχος ποδοσφαιριστής με τον οποίο συνυπήρξατε στον ΠΑΟΚ;
«Ο Αντελίνο Βιεϊρίνια! Το αποδεικνύει και σήμερα αυτό, γιατί, εκτός του στόπερ, μπορεί να παίξει σε όλες τις θέσεις! Διαθέτει εκπληκτική τεχνική κατάρτιση, καλή φυσική κατάσταση και ποδοσφαιρικό μυαλό. Βελτιώθηκε πολύ στη Γερμανία, είναι πιο πειθαρχημένος αμυντικά και πιο έμπειρος. Θεωρώ ότι η Βολφσμπουργκ είναι πολύ μικρή ομάδα για τον ίδιο.»
Ένας άλλος παλιός σας συμπαίκτης, ο Πάμπλο Γκαρσία βρίσκεται, φέτος, στην Κ17. Θεωρείται ότι ο ΠΑΟΚ αρχίζει, σιγά σιγά, να δημιουργεί τα δικά του προπονητικά στελέχη;
«Είναι θετικό να δίνεις ευκαιρίες σε παλιούς ποδοσφαιριστές σου, που θέλουν ν’ ασχοληθούν με την προπονητική. Από’ κει και πέρα, ποτέ, δεν παίζει ρόλο το όνομα, αλλά ο καθένας από’ μας με την πορεία και τη δουλειά του θα δείξει αν είναι ικανός ή όχι.»
Με το βλέμμα στο μέλλον
Πώς θα χαρακτηρίζατε στο τέλος πετυχημένη τη φετινή χρονιά της Κ20;
«Αυτοί οι έξι μήνες της φετινής σεζόν είναι οι καλύτεροι μήνες της παρουσίας μου στον ΠΑΟΚ, αυτά τα δυόμιση χρόνια. Μέχρι στιγμής, σε 14 αγώνες έχουμε πετύχει 11 νίκες, δύο ισοπαλίες και μία ήττα, αποτελέσματα, που δεν τα είχαμε ούτε όταν βγήκαμε πρωταθλητές. Είμαστε σε καλό δρόμο στο να ανεβάσουμε κάποια παιδιά στην πρώτη ομάδα κι αυτός είναι ο πρώτος στόχος. Βέβαια, εγώ, πάντα, θα επιμένω στο ότι η Κ20 του ΠΑΟΚ πρέπει να κάνει και πρωταθλητισμό, γιατί έτσι μαθαίνουν να αγωνίζονται οι παίκτες σε συνθήκες, που θα συναντήσουν και στην ανδρική ομάδα. Δύσκολα μπορείς να έχεις απαιτήσεις να ανέβεις στην πρώτη ομάδα, όταν είσαι πέμπτος ή έκτος στη β’ κι είμαι σίγουρος ότι αν η ομάδα μας δεν ήταν αυτή, που είναι, δεν θα έπαιζαν δέκα ποδοσφαιριστές με τον Ολυμπιακό Βόλου. Η πρωτιά δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά προσπαθώ να περάσω στους παίκτες μου το να μη δέχονται ότι κάποιος είναι καλύτερος από αυτούς αν δεν το αποδείξει, πρώτα, στο χορτάρι.»
Κλείνοντας, πως βλέπετε το δικό σας μέλλον;
“Είναι η τρίτη και λογικά τελευταία μου χρονιά στην Κ20. Τον πρώτο λόγο έχει ο ΠΑΟΚ, που μου έδωσε την ευκαιρία να κάνω τα πρώτα μου προπονητικά «βήματα», οπότε θα συζητήσω με την ομάδα για το τι σκέφτεται η ίδια. Γιατί δεν θα ξεχάσω, ποτέ, ότι εδώ ξεκίνησα κι αυτό το εκτιμώ. Το συμβόλαιό μου λήγει τον Ιούνιο κι από’ κει και πέρα βλέπουμε”.