Ο Μάκης Ψωμιάδης κάθεται πια πρώτο τραπέζι πίστα σε ένα μπαρ ψηλά στα σύννεφα και με μία πουράκλα στο στόμα, το κομπολόι – μανουάλι στο χέρι κι ένα Johnie μπλε με πάγο παραδίπλα, θα λέει ιστορίες, ξεκινώντας όπως πάντα του άρεσε: «Λοιπόν, αγαπούλες…».
Θαρρείς πως έκρυβε τον ήλιο. Ψηλός, πανύψηλος, βουνό, ολόκληρο, σχεδόν δυο μέτρα. Η πελώρια χούφτα του γέμιζε με ένα θεόρατο κομπόλοϊ, τόσο μακρύ που θύμιζε… μανουάλι. Μπορεί και να ήταν κατάλοιπο από τα παιδικά του χρόνια, τα οποία έζησε φτωχικά στην Καβάλα ως γιος ιερέα. Μία τεράστια πουράκλα Cohiba γέμιζε το στόμα του, από το οποίο όλες οι νότες ήταν μπάσες, επιβλητικές, φοβιστικές. Σήμα κατατεθέν ένα δαχτυλίδι που η πέτρα του έμοιαζε με μικρό μετεωρίτη. Όλα πάνω του ήταν στον υπερθετικό βαθμό.
Όπως κάθε άνθρωπος της νύχτας κυκλοφορούσε με πολλά ονόματα. Η ταυτότητα έγραφε Χρυσόστομος Ψωμιάδης, γεννηθείς εν έτει 1955 στην Καβάλα. Για τους φίλους ήταν ο Μάκης ή Μάκαρος ή Big Mak. Για τους πολύ φίλους ο… αγαπούλας. Για τους «εχθρούς» και την ασφάλεια ο «πιστολέρο». Για τους αντιστασιακούς ένας βασανιστής της ΕΑΤ / ΕΣΑ, αφού όπως έφερε στο φως της δημοσιότητας η εφημερίδα ΝΕΑ (26 Αυγούστου 1975), ένας πρώην στρατονόμος (Μιχάλης Πέτρου) αποκάλυψε στην διάρκεια της δίκης των βασανιστών της χούντας ότι: «Νεαρός ρασοφόρος κυκλοφορούσε μέσα στο ΕΑΤ/ΕΣΑ και κακοποιούσε μαζί με άλλους στρατονόμους τους πολιτικούς κρατούμενους. Αυτό το άτομο ονομάζεται Χρυσόστομος Ψωμιάδης, είναι γιος παπά στη Νέα Φιλαδέλφεια και κατάγεται από την Καβάλα». Κατ’ άλλους, δεν επρόκειτο για τον ίδιο, αλλά τον ξάδελφο του, Πολύκαρπο.
Διαβάστε όλο το άρθρο ΕΔΩ