Τους Έλληνες της ξενιτιάς και τους παλιννοστούντες τους αγαπώ λιγάκι παραπάνω από τους Έλληνες της Ελλάδας.
Μακριά από την παράνοια αυτού του τόπου κράτησαν τις ψυχές τους καθαρές. Ανόθευτες. Έπλασαν στον νου τους μία φανταστική εικόνα της πατρίδας και την κρέμασαν ψηλά, δίπλα στην εικόνα της Παναγίας. Η Ελλάδα είναι σε κάθε τους αναπνοή, σε κάθε ανοιγόκλεισμα των ματιών, σε κάθε τους κύτταρο. Την λαχταράνε, την παινεύουν, την φοράνε πάνω τους με τιμή και καμάρι. Αν κάποιος την λοιδορήσει ορμάνε σαν λυσσασμένα θηρία. Η Ελλάδα. Το ωραιότερο από όλα μέρη στον κόσμο. Η ευλογία των Θεών. Το πιο όμορφο οικόπεδο στον πλανήτη. Με τους χειρότερους ενοίκους.
Με παραξενεύουν όταν τους βλέπω να γυρνάνε καμιά φορά σε ένα μέρος που το νόμιζαν για Παράδεισο και τους βλέπω κοιτάνε γύρω σαστισμένοι σαν να προσγειώθηκαν από ένα άλλο πλανήτη.
Άραγε αυτοί είναι τόσο αγαθοί ή εγώ τόσο αναίσθητος; Άραγε πρέπει να γελάω μαζί τους ή να κλαίω για μένα; Πώς γίνεται να μην ξέρουν τι είναι το «μέσον»; Πως γίνεται να επιβιώνουν στα γρανάζια της γραφειοκρατίας δίχως «λάδωμα» ή «φακελάκι»; Πως γίνεται να απορούν με τα διπλοπαρκαρισμένα αμάξια, το κόκκινο που γίνεται βαθύ… πορτοκαλί, με το «μη μου κόβεις απόδειξη και θα τα βρούμε»; Πώς μπορεί να πιστεύουν ακόμα σε παραμύθια όπως «αξιοκρατία», «δημοκρατία», «δικαιοσύνη»; Πως θα επιβιώσουν αυτά τα άκακα αρνάκια σε ένα τόπο γεμάτο πεινασμένα πιράνχας; Είτε θα αλλάξουν, θα προσαρμοστούν, θα γίνουν σαν τα μούτρα μας είτε θα φύγουν πάλι. Εκτός αν…
Τον θυμάμαι σαν τώρα να εισβάλλει στην ζωή του ΠΑΟΚ, της Μακεδονίας, της Ελλάδας καμαρωτός σαν τον έφιππο Μέγα Αλέξανδρο σε κάποια νέα πόλη που κατέκτησε. Το πρόσωπο του ήταν λιγότερο σκληρό από ότι σήμερα. Έμοιαζε ευτυχισμένος μόνο και μόνο από το γεγονός ότι συγκόλλησε τον ομφάλιο λώρο με την γη των προγόνων του. Τα λόγια του ξεχείλιζαν από… θυμικό ενθουσιασμό. Μία περίεργη αγαθότητα. Έναν υπερφίαλο οραματισμό. Στην τούρνα της χαράς του ξέφυγαν κι ο Ροναλντίνιο, κι ο Ντρογκμπά το Champions League. Δεν τα έταζε όπως οι επαγγελματίες πολιτικάντηδες των «θα». Τα πίστευε. Πίστευε ότι σε μία ημι-διαλυμένη χώρα που κυνηγούσε το ευρώ με το τουφέκι, πως το χαλί με εκατομμύρια ευρώ που θα σκορπούσε (κι εντέλει τα σκόρπισε) αρκούσε για να δώσει μία ο Δικέφαλος και να απογειωθεί ψηλά. Του πήρε περίπου 4 χρόνια, αλλά το κατάλαβε. Οι μάχες δεν κερδίζονται μέσω Skype, αλλά με σάρισα. Οι μάχες χρειάζονται στρατιώτες, αλλά πάνω από όλα απαιτούν ηγέτες, μπροστάρηδες, στρατηγούς.
Αυτό που δεν κατάφερε από μόνος του ο Ιβάν Σαββίδης σε αυτά τα τέσσερα χρόνια, να συσπειρώσει, να εμπνεύσει, να οιστρηλατίσει, να ενώσει τον κόσμο του ΠΑΟΚ (λόγοις ή έργοις) του το πρόσφερε στο πιάτο η… αχορτασιά της καθεστηκυίας τάξης. Ναι, το αλάθητο ένστικτο του λαού έδωσε το αρχικό έναυσμα, αυτός έδωσε πρώτος το σινιάλο, αλλά ο Ιβάν κατάφερε να αποκωδικοποιήσει στο σωστό timing το μήνυμα και αποφάσισε να βγει μπροστά. Να αφήσει στην άκρη το μαλακό, το πολιτισμένο, το διαλεκτικό (και συνήθως διαλλακτικό) προφίλ του. Αυτά μπορεί να περνάνε αλλού, κάπου πιο πολιτισμένα. Στην Ελλάδα και ειδικότερα στον ποδοσφαιρικό της μικρόκοσμο, αν δεν χτυπήσεις τη γροθιά στο τραπέζι, έρχεσαι δεύτερος. Η τρίτος ή τέταρτος…
Τώρα πια δεν μπορεί να κάνει πίσω. Δεν γίνεται να κάνει πίσω. Εκτός από διοικητικός ηγέτης ενός λαού, είναι και άντρας. Και εκτός από όλα αυτά είναι ένας περήφανος, ξεροκέφαλος Πόντιος, που κάποιοι απέναντι τόλμησαν να του αγγίξουν την πιο ευαίσθητη από τις χορδές του. Το αίμα του.
Έχει κάνει εκατομμύρια ποδοσφαιρικά και διοικητικά λάθη στον ΠΑΟΚ. Κατά το κοινώς λεγόμενο, επί των ημερών του δεν κατάφερε ποτέ να φτιάξει ομάδα. Τώρα όμως ήρθε η ώρα να παίξει αυτός μπάλα. Να βγει μπροστά, να ορθώσει το ανάστημα του, να υψώσει τον τόνο της φωνής του, να χτυπήσει το χέρι το τραπέζι. Η ηγετική παρουσία του Ιβάν Σαββίδη από το βράδυ του όνειδους της περασμένης Τετάρτης μέχρι το συμβούλιο ιδιοκτητών (λέμε τώρα) της Super League ήταν ότι πιο… ΠΑΟΚ έχει κάνει όλα αυτά τα χρόνια που συγχρωτίζεται με τον κόσμο παράνοιας που περιστρέφεται γύρω από αυτά τα τέσσερα γράμματα.
Ιστορικά ο κόσμος του ΠΑΟΚ ποτέ του δεν θαμπώθηκε από πέντε-δέκα φράγκα κάποιου… χοσάδα προέδρου. Δεν τα είχε ανάγκη. Δεν τα ζήτησε. Το αντίθετο κιόλας. Αισθάνεται άβολα με τόσο χρήμα που πέφτει γύρω του στο σύλλογο. Αδυνατεί να το διαχειριστεί. Συνήθισε αλλιώς. Αυτό που ιστορικά έψαχνε ο (κόσμος του) ΠΑΟΚ ήταν ένα… ανάστημα. Έναν θεσμικό καθοδηγητή. Έναν μπροστάρη.
Κάποιον που θα μιλάει εκ μέρους του λαού και θα υποχρεώνει τους… κάτω να τον ακούνε κι όχι να τον υπ-ακούνε -αν καταλαβαίνετε την διαφορά. Κάποιον ισοβαρή και ισοϋψή με το μέγεθος του κόσμου του. Κάποιον που θα περπατάει και θα τα… σέρνει (όχι τα ευρώ, έτσι;). Κάποιον που θα πουλήσει τρέλα και θα βάλει τις δουλειές του, κάτω από τον ΠΑΟΚ κι όχι να δει τον ΠΑΟΚ σαν μπίζνα με παράπλευρα οφέλη.
Ο Ιβάν χρειάστηκε να έρθει στην Ελλάδα και να φάει τέσσερα χρόνια μέχρι να καταλάβει ότι εκτός από του σαλονιού, πρέπει να γίνεται και του λιμανιού. Χρειάστηκε τέσσερα χρόνια για να αντιληφθεί ότι οι μάχες δίνονται σε συνοικίες, δρόμους, πεζοδρόμια, εκδρομές, όπως αυτή την καταδρομική που έκανε την Τρίτη, στην οδό Μεσογείων 175 στο Μαρούσι. «Αφού θέλουν πόλεμο, θα τον έχουν», είπε βγαίνοντας. Το πρόσωπο του είχε μία περίεργη σκληράδα. Καμία σχέση με τον προ τετραετίας χαμογελαστό, καλοκάγαθο εύπορο μεσήλικα, που πίστεψε ότι ήρθε στον Παράδεισο. Για πρώτη φορά ο Ιβάν μύριζε τόσο ΠΑΟΚ. Για πρώτη φορά έχει τόσους πολλούς ορκισμένους στρατιώτες πίσω του. Ως το τέλος…