Ο Πάμπλο Γκαρσία και η σύζυγός του Λάουρα σύστησαν την οικογένειά τους μέσα από ένα διαφορετικό θέμα για τον Ουρουγουανό, ο οποίος λατρεύτηκε (και συνεχίζει να λατρεύεται) όσο λίγοι στον ΠΑΟΚ και πλέον είναι προπονητής στην Κ17 του «Δικεφάλου».
Ο Γκαρσία μίλησε στο «People» και βγήκε ορισμένες ξεχωριστές φωτογραφίες μαζί με τη σύζυγό του και τα τρία του παιδιά: τον Μπένχαμιν, τη Λούνα και τον Ελίας.
Μεταξύ αυτών που είπε ξεχωρίζουν οι ατάκες του για το ότι δεν ξεχνά τον άδικο τρόπο που έφυγε την πρώτη του φορά από τον ΠΑΟΚ («ένιωσα καλά τι θα πει αδικία στον ΠΑΟΚ. Η πρώτη φορά που έφυγα από τον ΠΑΟΚ γιατί δεν έφυγα όπως θα ήθελα. Δεν μάλωσα με κανέναν, μόνο επειδή σε σεβάστηκα την ομάδα και τον κόσμο», είπε χαρακτηριστικά) αλλά και το ότι χορεύει μέχρι και ζεϊμπέκικο!
Αναλυτικά το θέμα αναφέρει τα εξής:
«Ο Pablo García σοβαρός –αγέλαστος–, σεμνός, μίλησε αποκλειστικά στο People, μακριά από γηπεδικά κλισέ, για τη νέα του καριέρα ως προπονητής, αποκαλύπτοντας μια άλλη πτυχή του χαρακτήρα του, αθέατη στον περισσότερο κόσμο.
Γεννημένος στο αγροτικό χωριό Joaquín Suárez, στη νότια Ουρουγουάη, ο μικρός Pablo για ένα πράγμα μονάχα ενδιαφέρεται: Πώς θα παίξει ποδόσφαιρο. Το σχολείο για εκείνον αποτελεί μια αναπόφευκτη υποχρέωση και ο ήχος του κουδουνιού για διάλειμμα είναι η μόνη παρηγοριά του. Στα 19 του παίζει με τους Montevideo Wanderers και με την Εθνική ομάδα κάτω των 20 ετών εντυπωσιάζει στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα. Οι σειρήνες από την Ευρώπη ηχούν στα αυτιά του και παίρνει τη μεγάλη απόφαση να αλλάξει ήπειρο για να αγωνιστεί στη δεύτερη ομάδα της Ατλέτικο Μαδρίτης.
Μετά από μία ποδοσφαιρική οδύσσεια, φορά τη φανέλα της βασίλισσας της Ευρώπης, Ρεάλ Μαδρίτης, με συμπαίκτες-θρύλους όπως τον Zinédine Zidane, τον David Beckham, τον Roberto Carlos. Τρία χρόνια αργότερα και αφού έχει ταλαιπωρηθεί με δανεισμούς, η είδηση πως ο Ουρουγουανός αμυντικός χαφ θα φορά τη φανέλα του ΠΑΟΚ μοιάζει πολύ καλή για να είναι αληθινή. Κι όμως… Στη Θεσσαλονίκη βρίσκει το απάνεμο λιμάνι του. Οι εχθροί του τον μισούν, οι φίλοι του ΠΑΟΚ τον λατρεύουν. Έπειτα από πέντε χρόνια φεύγει με τρόπο δυσανάλογο της προσφοράς του. Το καλοκαίρι του 2015 επιστρέφει, αναλαμβάνοντας το πόστο του βοηθού προπονητή στις ακαδημίες του ΠΑΟΚ.
Κάθε μέρα στη Θεσσαλονίκη είναι μία υπέροχη μέρα για τον Pablo. Ξυπνάει το πρωί, πίνει το αγαπημένο του τσάι μάτε και σερφάρει διαδικτυακά, βλέποντας διάφορα ενδιαφέροντα θέματα του ποδοσφαίρου. Μάλιστα, μελετάει διαρκώς ασκήσεις προπονητικής που του αρέσουν. Άλλοτε πηγαίνει τα παιδιά στο σχολείο εκείνος, άλλοτε η σύζυγός του, Laura. Το μεσημέρι απολαμβάνει το σπιτικό φαγητό και στη συνέχεια φεύγει, για να προπονήσει τις ακαδημίες του ΠΑΟΚ. Το βράδυ συνήθως αφιερώνει χρόνο για… διάβασμα, καθώς δύο φορές την εβδομάδα έχει μάθημα ελληνικών και προσπαθεί να είναι συνεπής μαθητής. Όσο για την ίδια τη Laura, μιλά με τρυφερότητα για το σύζυγό της.
«Ήμασταν πολύ μικροί όταν παντρευτήκαμε, ο Pablo τότε είχε πολλές υποχρεώσεις, έλειπε συνέχεια και εγώ ήμουν μόνη. Αρρώσταιναν τα παιδιά και δεν είχα κανέναν να με βοηθήσει. Ούτε την οικογένειά μου, ούτε φίλους. Παράλληλα, έπρεπε να προσέξω και τον Pablo, γιατί κι αυτός είναι ένα μεγάλο μωρό. Έκλαιγα συνέχεια. Όμως, εγώ το διάλεξα αυτό και δεν το μετανιώνω», λέει στο People. Toνίζει, μάλιστα, πως ο Pablo στο γήπεδο δεν έχει καμία σχέση με τον Pablo στο σπίτι.
«Ο Pablo στο σπίτι είναι άλλος άνθρωπος. Δεν έχει καμία σχέση με το πώς είναι στο γήπεδο. Ήρεμος, ντροπαλός, του αρέσει να κάθεται στο σπίτι και να μαγειρεύει διάφορα, αλλά κυρίως το αγαπημένο του φαγητό, παστίτσιο». O ίδιος αποκάλυψε και άλλα πράγματα για τον εαυτό του στο People.
-Πώς θυμάσαι τα παιδικά σου χρόνια;
«Πήγαινα με το ζόρι κάθε μέρα στο σχολείο, γιατί δεν το αγαπούσα καθόλου. Σήμερα το μετανιώνω, γιατί καταλαβαίνω πόσο σημαντική είναι η μόρφωση. Έκανα πολλά λάθη με τα συμβόλαιά μου, φερόμουν σαν ένας αθώος επαρχιώτης που εμπιστευόταν απόλυτα τον εκπρόσωπό του και έβαζε την υπογραφή του εύκολα, χωρίς σκέψη. Πίστευα ότι ο λόγος είναι πιο σπουδαίος από ένα συμβόλαιο. Δυστυχώς, δεν είναι έτσι».
-Πώς θα περιέγραφες την οικογένειά σου;
«Η οικογένειά μου ήταν δεμένη. Ο πατέρας μου δούλευε ως εργάτης σε ένα εργοστάσιο με μπογιές και η μητέρα μου ως οικιακή βοηθός. Ο αδελφός μου είναι πέντε χρόνια μικρότερος από μένα, ζει στην Ουρουγουάη και εργάζεται ως νοσοκόμος. Δεν ήμασταν πολύ φτωχοί, είχαμε ένα πιάτο φαγητό. Έτρεφα μεγάλη αδυναμία στη μητέρα μου, όπως και τα παιδιά μου τώρα, κάτι που βρίσκω φυσιολογικό».
-Σε προέτρεψαν οι γονείς σου να ασχοληθείς με το ποδόσφαιρο;
«Ποτέ δεν μου επέβαλαν με τι να ασχοληθώ, παρόλο που η μητέρα μου ήθελε να σπουδάσω. Σήμερα παρατηρώ ότι όλοι οι γονείς πιέζουν τα παιδιά τους να παίξουν ποδόσφαιρο, είτε έχουν ταλέντο είτε όχι. Αυτό δεν είναι σωστό, γιατί λίγα μπορούν να τα καταφέρουν».
-Έφυγες σε ηλικία μόλις 19 χρόνων από τη γενέτειρά σου, αμέσως αφού παντρεύτηκες τη Laura. Το έκανες για οικονομικούς λόγους;
«Ποτέ δεν σκέφτηκα τα χρήματα, ποτέ δεν κοίταξα τους όρους του συμβολαίου. Απλά ήθελα να είμαι ο καλύτερος ποδοσφαιριστής στη θέση που αγωνιζόμουν».
-Πώς αποφάσισες, να μείνεις μόνιμα στη Θεσσαλονίκη με την οικογένειά σου;
«Έτσι εξελίχτηκαν τα πράγματα. Ήμουν σε πολλές ομάδες όπου τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά και την άλλη μέρα ήθελα να φύγω. Επίσης, τα παιδιά μου πηγαίνουν σε καλό σχολείο και είναι χαρούμενα. Από τη μία πλευρά, ο γιος μου πλέον έχει φιλενάδα, μία Ελληνίδα, και μαζί με το μικρό παίζουν ποδόσφαιρο. Επίσης, η κόρη μου έχει κι εκείνη τις δικές της παρέες. Η Θεσσαλονίκη είναι ασφαλής πόλη για να μεγαλώσουν τα παιδιά μου, βγαίνουν έξω το βράδυ και είμαι ήρεμος. Στην Ουρουγουάη υπάρχει μεγάλη εγκληματικότητα».
-Ως πατέρας, με βάση τα βιώματά σου, ποιες συμβουλές δίνεις στα παιδιά σου;
«Να διαβάζουν και να είναι καλοί άνθρωποι».
-Ποια η σχέση σου με τον χορό όντας Λατίνος;
«Όταν πίνω λίγο, χορεύω τα πάντα. Μέχρι και ζεϊμπέκικο».
–Ένιωσες αδικία ως ποδοσφαιριστής;
«Ναι, ένιωσα καλά τι θα πει αδικία στον ΠΑΟΚ. Η πρώτη φορά που έφυγα από τον ΠΑΟΚ γιατί δεν έφυγα όπως θα ήθελα. Δεν μάλωσα με κανέναν, μόνο επειδή σε σεβάστηκα την ομάδα και τον κόσμο. Γι’ αυτό έφυγα με το στόμα κλειστό χωρίς να πω όσα ήθελα. Σε άλλη περίπτωση αν ήμουν σε άλλη ομάδα, θα έμενα και θα τους έλεγα πως δεν πάω πουθενά, δε φεύγω, έχω συμβόλαιο! Είμαι εξοργισμένος με ό,τι έγινε τότε και ήταν η χειρότερή μου στιγμή στη Θεσσαλονίκη».
-Που ονειρεύεσαι να φτάσεις ως προπονητής; Να κοουτσάρεις τις πρώην ομάδες σου, Ρέαλ και ΠΑΟΚ;
«Βασικά θέλω να γίνω καλός προπονητής. Δεν θέλω να πω πως θα γίνω μια μέρα ο προπονητής της Ρέαλ γιατί αυτό μπορεί να μην πραγματοποιηθεί. Ούτε το ότι θα γίνω ο προπονητής του ΠΑΟΚ θέλω να πω, αν και μέσα μου το θέλω. Θα δείξει».
Πηγή: protothema.gr