Έξω, έσκαγε ο τζίτζικας. Πατημένο τριαντάρι. Ακόμα είχε ντάλα ήλιο, δεν είχε σουρουπώσει κι εκείνος ντυμένος μες την βαρυχειμωνιά. Σκούρο μπλε πουκάμισο, λευκό φανελάκι από μέσα και μία εκρού καπαρντίνα, από αυτή που φορούσαν κάποτε οι… επιθεωρητές.
Για έναν οργανισμό που συνδέθηκε άρρηκτα με το καφέ δερμάτινο του Φερνάντο Σάντος, η σημειολογία της στιγμής ήταν ιστορική. Δεν ξέρω αν ήταν άρρωστος, αν κρύωνε ή αν ήταν μία απλή στιλιστική επιλογή, χωρίς καμία εμβάθυνση. Εφεξής όμως, ο Βλάταν Ίβιτς κέρδισε με το σπαθί του, το δικαίωμα να αποκαλείται «ο κύριος με την εκρού καπαρντίνα». Δεν είναι ειρωνεία. Είναι τίτλος τιμής!
Είναι ομορφόπαιδο και πάντα πρόσεχε το ντύσιμο του. Φρόντιζε (και φροντίζει) να είναι συντηρητικό, αλλά όχι γεροντίστικο. Μοντέρνο, αλλά όχι κλαρινογαμπρού. Τα ρούχα του είναι συνήθως κάζουαλ και εφαρμοστά. Με δοκιμασμένους χρωματικούς συνδυασμούς κι όχι πειραματισμούς στα όρια του… τσίρκου. Τι δουλειά μπορεί να έχει η γκαρνταρόμπα του Βλάνταν Ίβιτς με τον ΠΑΟΚ; Έχει και παραέχει. Σε έναν ιδανικό κόσμο, η ομάδα είναι η απεικόνιση του προπονητή στο χορτάρι. Αυτό -τουλάχιστον- είναι το ευκταίο.
Στα δύο ματς των play off απέναντι σε ΑΕΚ και Παναθηναϊκό, ο Σέρβος τεχνικός εμφανίστηκε κι αυτός με στολή παραλλαγής. Φόρμα του ΠΑΟΚ πάνω – κάτω, θέλοντας να δείξει ότι πάμε σε μάχη, όχι σε πασαρέλα. Στην Νέα Σμύρνη ήταν πιο μαζεμένος. Αυτή η συντηρητική εκρού καπαρντίνα έμοιαζε με την δική του προσέγγιση στο ματς. Ο Ίβιτς φόρεσε το πιο σοβαρό ρούχο για το πιο σοβαρό παιχνίδι (μέχρι το επόμενο). Το πήγε ανιχνευτικά, όπως ένας επιθεωρητής. Ήταν κουμπωμένος, μετρημένος. Στο τέλος της ημέρας η προσέγγιση του είχε κερδίσει. Για ακόμα μία φορά…
Το ίδιο μετρημένα είναι και τα λόγια του. Λέει λίγα και με νόημα. Θα περίμενε κανείς επαίνους μετά το πρώτο διπλό στα πλέι-οφ, αλλά εκείνος έβαλε χέρι για την επιπολαιότητα των παικτών του, ώστε να τους κρατήσει σε εγρήγορση. Λίγο αργότερα αφιέρωσε την νίκη στον εκλιπόντα Παναγιώτη Ποικιλλίδη. Πέρασαν κιόλας δύο χρόνια. Δεν ήταν μία δήλωση υποχρέωσης. Φάνηκε. Για κάποιους μπορεί και να ήταν ασήμαντη. Για κάποιους πολύ σημαντική. Η ουσία κρύβεται πάντα στις μικρές λεπτομέρειες. Ο Ίβιτς ξέρει που βρίσκεται. Νιώθει ΠΑΟΚ. Γνωρίζει το περιβάλλον. Γι’ αυτό και δεν πνίγηκε.
Όλοι όσοι φοράνε αυτή τη στιγμή την φανέλα του ΠΑΟΚ, τον βρήκαν στο σύλλογο. Δεν τους βρήκε αυτός. Στις ιδιαίτερες σχέσεις ιεραρχίας ανάμεσα σε παίκτες – προπονητή μετράει πολύ αυτό. Δεν μπορούν να τον ξεγελάσουν, να πουν κάτι πίσω από την πλάτη του, να λουφάρουν, να κοροϊδέψουν. Τους ξέρει και τον ξέρουν. Κι αυτό μεταφράζεται σε ένα δίμηνο πρωτόγνωρης αγωνιστικής και εξωαγωνιστικής σοβαρότητας, που πιθανότατα να είχε να εμφανιστεί από την εποχή του καφέ δερμάτινου.
Στην ζωή, στην αγορά εργασίας, στην αγάπη, στον έρωτα, την διάρκεια την κερδίζεις μέρα με την μέρα. Με την προσπάθεια σου. Με τον ιδρώτα σου. Με τα αποτελέσματα σου. Δεν ξέρω αν πρέπει να μείνει ο Ίβιτς του χρόνου, δεν μου πέφτει λόγος, δεν είμαι εγώ αυτός που θα κρίνει, μα θα είναι άδικο, οξύμωρο, παράδοξο αν δεν δοθεί στον Σέρβο μία ακόμα ευκαιρία να παρατείνει την θητεία του στον πάγκο της ομάδας, σε περίπτωση που βγάλει τον ΠΑΟΚ πρώτο στα πλέι-οφ, μολονότι ξεκίνησε με μειονέκτημα δύο βαθμών. Οι προπονητές φεύγουν, όταν αποτυγχάνουν. Όχι όταν επιτυγχάνουν.
Κοιτώντας τριγύρω καταλαβαίνεις ότι είναι πια trend. Παγκόσμια τάση. Άνθρωποι αναγνωρίσιμοι, που έχουν αφήσει τα αποτυπώματα τους στον σύλλογο, να αναλαμβάνουν τα προπονητικά ηνία, χωρίς πολλές πολλές σπουδές, χωρίς πολλά πανεπιστήμια. Το έκανε η Μπαρτσελόνα με τον Πεπ και τον Λουίς Ενρίκε. Το επιχειρεί η Ρεάλ Μαδρίτης με τον Ζιντάν. Η Ατλέτικο με τον Τσόλο. Η Γιουβέντους αναστήθηκε με τον Κόντε. Αν σου κάτσει, είναι το απόλυτο μοντέλο. Αν βρεις τον κατάλληλο άνθρωπο που να προέρχεται από το «μέσα» σου είναι ο ιδανικός συνδυασμός. Διαφορετικά είσαι υποχρεωμένος να τζογάρεις στο άγνωστο. Και καφέ δερμάτινα δεν βρίσκεις κάθε μέρα.
Είτε τον συμπαθείς είτε όχι οφείλεις να παραδεχθείς ότι ο Βλάνταν Ίβιτς μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα έκανε τον ΠΑΟΚ σαν τα… ρούχα του. Τον στένεψε, τον κόντυνε, τον έφερε στα δικά του μέτρα. Του έβαλε για ένδυμα κάτι που έχει ξαναβάλει στο παρελθόν, κάτι που παίκτες του έχουν ξαναφορέσει και νιώθουν βολικά μέσα σε αυτό. Μέχρι τώρα διαχειρίστηκε άψογα τα ρούχα που έχει στην ντουλάπα του, γιατί κι αυτά ίσα ίσα του φτάνουν για να βγάλει την σεζόν. Αυτή η εκρού καπαρντίνα θα τον χαρακτηρίζει για πάντα στα μάτια του. Ακόμα κι αν ράψει το πιο καλό κουστούμι που έχει βάλει ποτέ για να υποδεχθεί κάτι που δεν ήρθε ποτέ του στην «Τούμπα». Το σεντόνι…