Μαύρη κοντομάνικη φανέλα του συνδέσμου του με άσπρα γράμματα, βερμούδα, μαύρα γυαλιά, το εισιτήριο στην τσέπη του. Ότι έβλεπες πάνω του, αυτά είχε. Άλλωστε τα χρήματα που του απέμειναν, αυτά τα λίγα, τα είχε δώσει όλα, για την εκδρομή. Πάντως το χαμόγελο στο πρόσωπο του, ήταν λες και είχε όλα τα καλά της γης!
Πίσω, άφησε την πόλη του, να ασχολείται με το ποιος θα πρέπει να παίξει στα χαφ, με το αν ο Περέιρα έπρεπε να δηλωθεί στην λίστα, με το αν αδικείται ή όχι ο Μυστακίδης, αν κάνει ο Κρέσπο και τι γίνεται με τον Κάτσε. Έγειρε το κεφάλι του στο παράθυρο του πούλμαν και λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος σκεφτόταν διάφορα. Πολλοί τον ρωτούσαν τι είναι ο ΠΑΟΚ για αυτόν. Δεν ήθελε ποτέ να δώσει την απάντηση, ούτε στον ίδιο του τον εαυτό. Όμως άλλο τον απασχολούσε… Ρωτούσε την καρδιά του και την ψυχή του, τι είναι τελικά η ζωή. Όσο το πούλμαν κατάπινε τα χιλιόμετρα για το Άμστερνταμ το μυαλό του είχε όρεξη για παιχνίδια: “Για τον καθένα σίγουρα είναι κάτι διαφορετικό. Ο καθένας μπορεί να μιλά για τον εαυτό του και για κανέναν άλλον”, σκέφτηκε αν και δεν συμφωνούσε με αυτούς, που νόμιζαν πως η ζωή είναι η επαγγελματική τους καταξίωση, οι επιτυχίες οι δικές τους ή των παιδιών τους, ή το να μπορούν να έχουν ένα πιάτο φαΐ, να πληρώνουν τις δόσεις και τους λογαριασμούς τους, να έχουν την υγεία τους. Τα σεβόταν όλα αυτά αλλά για τον ίδιο δεν ήταν αυτό η ζωή. Άλλωστε γνώριζε πως κανένας άλλος δε μοιράζεται μαζί σου τον ίδιο τρόπο με τον οποίο βλέπεις τον κόσμο και αντιλαμβάνεσαι τη πραγματικότητα. Άνοιξε λίγο τα μάτια του, είδε έξω μία πράσινη ταμπέλα: Άμστερνταμ 850 χλμ και από κάτω με σπρέι: “Δεν ήρθα να πιω, πίνω ΠΑΟΚ!”, τα έκλεισε ξανά…
“Με τον Ζάιρο που πάμε, του λες πάσα και δεν ξέρει τι είναι. Έτσι είναι οι Βραζιλιάνοι”, σκέφτηκε με κλειστά τα μάτια και άσχετο, αλλά θυμήθηκε τον Βραζιλιάνο ποιητή Μάριο ντε Αντράντε που έχει γράψει: “Αισθάνομαι σαν το παιδάκι που κέρδισε μια σακούλα καραμέλες: τις πρώτες τις καταβρόχθισε με λαιμαργία αλλά όταν παρατήρησε ότι του απέμεναν λίγες, άρχισε να τις γεύεται με βαθιά απόλαυση”. Αυτός όμως δεν ήθελε να του μείνουν λίγες καραμέλες. Ήθελε και άλλες: Κωνσταντινούπολη, Άμστερνταμ, Καραϊσκάκη, Καμάρα, συλλαλητήρια, Τούμπα! “Αν προκριθούμε επί δύο αντιπάλων μπαίνουμε ομίλους, αν πάμε καλά στο πρωτάθλημα μπορεί να πάρουμε τίτλο”, κουράστηκε με τα αν. Τα χρόνια φεύγουν και περνάνε από μπροστά μας σαν νερό οι μέρες, οι ώρες, τα λεπτά. Οι στιγμές, άλλοτε μας χαμογελάνε και άλλοτε μουντές ίσως και θλιβερές μας κοιτάνε, μα εμείς αναμένουμε τη στιγμή που θα ζήσουμε, υπάρχουμε δηλαδή αναμένοντας να ζήσουμε κάτι στο μέλλον αντί να ζήσουμε τις στιγμές που είναι ήδη εδώ. Άνοιξε ξαφνικά τα μάτια του, αφού λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος, ο διπλανός του λες και διάβαζε τις σκέψεις του, ψιθύρισε πριν του βάψει το πρόσωπο ασπρόμαυρο: “Φτάσαμε Άμστερνταμ Αρίνα δικέ μου και επειδή η ζωή είναι μόνο στιγμές ας την ζήσουμε όπως γουστάρουμε αδερφέ. ”
Από το παράθυρο του πούλμαν μπροστά του είδε να ξεπροβάλει το γήπεδο του Άγιαξ ενώ λίγο πιο δίπλα,κοντά στον δρόμο, μία διαφημιστική ταμπέλα με πρωταγωνίστρια ένα πανέμορφο ξανθό μοντέλο έγραφε: “Dum vivimus vivamus, όσο ζούμε ας ζήσουμε”.
Ήταν σίγουρος πλέον, όπως η ζωή έτσι και ο ΠΑΟΚ είναι αυτό… Πολλές στιγμές. Δικές του μόνο στιγμές. Και αυτή την στιγμή στο Άμστερνταμ δεν θα άφηνε κανέναν να του την χαλάσει. Ήταν έτοιμος να παραδοθεί εντελώς στις στιγμές για να ζήσει πιο έντονα. “Μακάρι αυτό που θα κάνω εγώ με το που βγω από αυτό το πούλμαν να το πράξει και η ομάδα” μονολόγησε, λίγο πριν πατήσει το πόδι του σε ολλανδικό έδαφος και βρεθεί στην κερκίδα μαζί με όλους του υπόλοιπους ασπρόμαυρους φίλους του.”Dum vivimus vivamus ΠΑΟΚΑΡΑ μου”.