Ready to fight. Το είδα πρώτη φορά το βράδυ της Κυριακής. Ψωνίστηκα. Δεν ξέρω ποιος το σκέφτηκε, μα του βγάζω το καπέλο. Διότι, αυτά τα… ντράβαλα που άνοιξε πάλι ο ΠΑΟΚ με τον Άγιαξ δεν είναι απλά δύο ματς. Δεν είναι καν ποδοσφαιρικά ματς, αλλά μάχες επιβίωσης. Και στις μάχες επιβίωσης κερδίζει αυτός που πάει με το μαχαίρι στα δόντια και φούμο παραλλαγής στην μούρη, όχι αυτός που ενδιαφέρεται μόνο πως θα παίξει σωστά, με σεβασμό στο ποδόσφαιρο και σε όσα προστάζει η Αγία Γραφή της ιερής του σχολής, όπως αυτή του Αίαντα.
Μας φαίνονταν τεράστιοι, διότι ήμασταν… γονατιστοί. Τώρα που μετρηθήκαμε στα ίσα, είδαμε πως κι αυτοί από το ίδιο υλικό είναι φτιαγμένοι. Τον ίδιο φόβο έχουν στα μάτια. Την ίδια ανασφάλεια. Την ίδια αμφιβολία. Αυτός ο μικρούλης ο Φαν ντε Μπέεκ που μεγάλωσε στην πλουμιστή ποδοσφαιρική σχολή του Άγιαξ, ως άντρας πια, δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τον περίπου συνομήλικο του, τον Χάρη τον Χαρίση που έμαθε τα γράμματα στην Παμβώτιδα.
Αυτή η θρυλική λευκή φανέλα με την κόκκινη κάθετη ρίγα στην μέση φοράει πολλούς παίκτες του Άγιαξ. Και τους πνίγει. Τους κάθεται βαριά. Ο Άγιαξ απέδειξε για ποιο λόγο ήταν η καλύτερη κλήρωση για τον ΠΑΟΚ. Διότι δεν ήταν… ready to fight και διότι η φανέλα, το όνομα, η ιστορία του, τον αναγκάζει να παίζει κάτι που δεν μπορεί να υποστηρίξει με το σημερινό του υλικό.
Δεν μπορεί να πανηγυρίζει ο ΠΑΟΚ μία ισοπαλία με 1-1, ούτε χρειάζεται να το κάνει. Ακριβώς το ίδιο σκορ είχε φέρει πριν 6 χρόνια πάλι με τον ίδιο αντίπαλο, ψήλωσε και την πάτησε. Ακριβώς το ίδιο αποτέλεσμα είχε φέρει στο πρώτο ματς με την Σάλκε, παγιδεύτηκε στην διαχείριση του επαναληπτικού και την ξαναπάτησε. Μόνο σε εκείνες τις δύο περιπτώσεις, ο ΠΑΟΚ με γκολ στο τέλος (μία του Ίβιτς κι άλλη μία του Στοχ) είχε κλέψει το γλυκό από το βάζο.
Αυτός ο ΠΑΟΚ πήρε το 1-1 και έφυγε από το γήπεδο, ρίχνοντας καντήλια. Κι αυτό γιατί έφτασε μέχρι το νοκ-ντάουν. Μισό χτύπημα ήθελε ακόμα ο ζαλισμένος Αίαντας για να πέσει κατάχαμα και να παραδώσει το πνεύμα του, μα ο Δικέφαλος φοβήθηκε ή ντράπηκε να του το δώσει. Μπορεί και να του το φυλάει.
Για πολλούς και διάφορους λόγους, το ματς του Άμστερνταμ ήταν το εύκολο του ζευγαριού για τον ΠΑΟΚ. Ο Άγιαξ έπαιζε δίχως την… αφραδούρα του (Μίλικ, Γκούντελι, Μπαζούρ) και συντροφιά με την κλασική ολλανδική έπαρση που κάνει τον Άγιαξ να μην… βλέπει κανέναν αντίπαλο του, πόσω μάλλον μία ομάδα από το… Ελλάντα. Ήταν το εύκολο διότι ο ΠΑΟΚ μπόρεσε να παίξει απενοχοποιημένα μαζικά πίσω από την μπάλα, να είναι συμπαγής, να μην πνίγεται από το άγχος ή την πίεση του κόσμο να παράξει μπάλα.
Ήταν το εύκολο. διότι τέτοια εποχή, όταν τα πόδια είναι ακόμα πιασμένα από τα τρεξίματα στα βουνά και οι ομάδες ακόμα ψάχνουν ρόλους, ταυτότητες, αυτοματισμούς, το να καταστρέφεις είναι πολύ πιο βολικό από το να φτιάχνεις. Κι ο ΠΑΟΚ τα πήγε πολύ καλά είναι αλήθεια στην καταστροφή του νευρικού συστήματος του Άγιαξ.
Το εύκολο έγινε. Το 1-1 σε ένα μόνο πράγμα δίνει προβάδισμα στον ΠΑΟΚ. Ότι προκρίνεται με το 0-0. Τίποτα άλλο. Δηλαδή τίποτα. Προσωπικά, δεν θυμάμαι ματς του Άγιαξ, που να έληξε με… κουλούρια, οπότε πάμε παρακάτω. Το ματς της «Τούμπας» θα είναι το δύσκολο. Διότι, πάντα στο ρινγκ το δυσκολότερο χτύπημα είναι το τελειωτικό. Η βιασύνη, η υπερβολική φλόγα στα μάτια και στην ψυχή να τελειώνεις μία ώρα νωρίτερα είναι ο χειρότερος σύμβουλος.
Στην «Τούμπα» ο Άγιαξ θα έχει τους πάντες ετοιμοπόλεμους -εκτός κι αν ο Μίλικ προλάβει να πωληθεί. Θα φέρει μαζί του θυμό, οργή, πληγωμένο εγωισμό και υπερηφάνεια. Για τον πλανήτη του Άγιαξ είναι ασυγχώρητη ντροπή ένας αποκλεισμός από Έλληνες. Στα δικά τους μάτια, αυτοί έχουν εφεύρει το ποδόσφαιρο. Αδυνατούν να πιστέψουν ότι οι μπατίρηδες και παγαπόντηδες Έλληνες μπορούν να αμφισβητήσουν την δική τους αυθεντία, ειδικά στην μπάλα. Γι’ αυτό και στην «Τούμπα» θα είναι δυο φορές πιο επικίνδυνοι από ότι στο Άμστερνταμ.