Κάθε φορά, μία από τις σπάνιες πλέον, που ο ΠΑΟΚ έχει αγωνιστική υποχρέωση το μεσημέρι της Κυριακής, σχεδόν αυτόματα το μυαλό μου γυρνάει στο παρελθόν. Τότε που όλα τα παιχνίδια του πρωταθλήματος διεξάγονταν στις 15.00, τότε που η διαδικασία για να φτάσεις στην Τούμπα έμοιαζε με ιεροτελεστία. Τίποτα άλλο δεν περνούσε από το μυαλό, μόνο το πότε θα πάρεις τη θέση σου στα καρεκλάκια (ή τα τσιμέντα) του γηπέδου για να παρακολουθήσεις από κοντά την ομάδα με τα ασπρόμαυρα και τον Δικέφαλο στα στήθος να πατάει το χορτάρι.
Τέτοιες ώρες, περνάει μπροστά μου όλο εκείνο το καθιερωμένο πρόγραμμα μέχρι την κορύφωση. Το γλυκό πρωινό κυριακάτικο ξύπνημα. Η αναγκαστική αφοσίωση στα μαθήματα του σχολείου της επόμενης μέρας. Με πόση λαχτάρα περίμενα να τελειώσω, αλλά και με πόση δυσκολία προσπαθούσα να συγκεντρωθώ στο διάβασμα, και να μην ταξιδεύει το μυαλό μου σε αυτό που θα ακολουθούσε λίγες ώρες μετά. Κι αφού, κουτσά-στραβά, το μαρτύριο της σχολικής υποχρέωσης τελείωνε, τίποτα πλέον δεν στεκόταν εμπόδιο για να σκέφτομαι το γήπεδο. Το καθιερωμένο οικογενειακό τραπέζι το μεσημέρι, το κατάλληλο ντύσιμο και μετά να περιμένω τον πατέρα μου να ξεκινήσουμε.
Το καθιερωμένο μας εισιτήριο διαρκείας ήταν για τη θύρα 1, εγώ έπρεπε να σκύβω λίγο για να φαίνομαι πιο μικρός και να μην υποχρεωθούμε να πάρουμε δεύτερο εισιτήριο, και μετά το γλίστρημα προς την κερκίδα. Φάτσες γνωστές γύρω μου, ο τύπος με την τρομπέτα, η γλυκιά κυρία με τα γυαλιά δίπλα του που δεν υστερούσε σε κανένα σύνθημα, ΠΑΟΚτσήδες που περιέγραφαν πως πέρασαν το Σαββατόβραδο και πως περιμένουν να παίξει η ομάδα στο ματς που θα ξεκινούσε σε λίγο.
Μετά, η είσοδος της ομάδας, τα χαρτάκια, η θύρα 4 που παλλόταν. Το… χειροκίνητο ρολόι πάνω από τη θύρα 5 που όποτε ήθελε έβγαζε το σκορ, αν το επέτρεπαν οι τρελοί που κάθονταν από πάνω του. Λόγω της ώρας, ο ήλιος ήταν πάντα ψηλά και φώτιζε παντού στο γήπεδο, εκτός από ένα κομμάτι σκιάς για το οποίο φρόντιζε το σκέπαστρο. Όλα λαμπύριζαν, τουλάχιστον στα δικά μου παιδικά μάτια. Τα λεπτά μέχρι τη λήξη περνούσαν δύσκολα όταν ο ΠΑΟΚ κέρδιζε και απίστευτα γρήγορα όταν είχε μείνει πίσω στο σκορ ή ακόμα έμενε η ισοπαλία.
Στο ημίχρονο και στο τέλος του ματς, κατηφόριζα στο τελευταίο διάζωμα της θύρας, κάτω-κάτω στο κάγκελο, προκειμένου να δω από κοντά τους παίκτες του ΠΑΟΚ. Ο Σκαρτάδος και ο Μήτογλου ιδρωμένοι κατέβαιναν τα σκαλάκια που οδηγούσαν προς τα αποδυτήρια, με αυτόν το ιδιαίτερο ήχο που κάνουν οι τάπες των παπουτσιών τους όταν ακουμπούσαν πάνω στα πλακάκια των σκαλιών. Κάποιες μικρές συνομιλίες μεταξύ των ποδοσφαιριστών, ό,τι παραπάνω μπορούσα να κερδίσω σε γνώση, ό,τι παραπάνω μπορούσε να με φέρει πιο κοντά στους παιδικούς μου ήρωες.
Μέσα σε όλα ήταν και τα μεγάφωνα της Τούμπας. Αυτά που ενημέρωναν κάθε τόσο για τα γκολ που μπαίνουν στα υπόλοιπα γήπεδα της χώρας. Ο εκφωνητής που φώναζε δυνατά τα σκορ που θα φέρουν χαρά στην κερκίδα, και που χαμήλωνε τη φωνή του όταν ήταν να ανακοινώσει κάποια… δυσάρεστη εξέλιξη. Πάντα, συνοδεύοντας το με τον χορηγό της εκάστοτε ενημέρωσης. “Το συνεργείο αυτοκινήτων τάδε σας πληροφορεί, ΑΕΚ-Ηρακλής 1-0…”. Αλλά και οι retro πια ηχητικές διαφημίσεις που ακούγονταν όλη την ώρα. Το Μουλέν Ρουζ, αλλά πιο χαρακτηριστική αυτή των χυμών Φλώρινα. “Όσοι διψάνε τρυπάνε μια Φλώρινα, τρυπάνε μια Φλώρινα να τρέξει χυμός”. Έχουν περάσει τόσο χρόνια, κι ακόμα ηχεί στα αυτιά μου…
Όλα αυτά, επειδή ο ΠΑΟΚ υποδέχεται την Ξάνθη σε λίγες ώρες, μεσημεράκι Κυριακής. Όλες αυτές οι αναμνήσεις. Τα χρόνια πέρασαν κι εγώ μεγάλωσα περιμένοντας ένα πρωτάθλημα. Μπορεί όλα να έχουν αλλάξει, αλλά η ελπίδα μένει ίδια. Άσβεστη, ασίγαστη. Κι ίσως φέτος να είναι πιο ζωντανή από ποτέ…
Επικοινωνία στο…
Facebook: Thodoros Hastas
Twitter: ThodorosHas
https://www.youtube.com/watch?v=37vdnx1gioQ