Πονάει η καρδιά μου που το βάφτισαν «Παλατάκι». Κι αυτό γιατί όταν έκοψε την κορδέλα των εγκαινίων του, είχε… παρέλθει η βασιλεία αυτών που δημιούργησαν την ανάγκη να χτιστεί ένα… παλατάκι για να στεγάσει την τρέλα όσων ασφυκτιούσαν στα καρεκλάκια του «Αλεξανδρείου» για να δούνε τον Μπάνε και την παρέα του, που κοντά για μία δεκαετία κράτησαν συμπαγές, άρρηκτο το ασπρόμαυρο ηθικό και γέμισαν πορτοκαλί ηδονή την καθημερινότητα του μέσου οπαδού του ΠΑΟΚ, που γεύτηκε το νέκταρ από δύο ευρωπαϊκούς τίτλους και συνολικά τέσσερις ευρωπαϊκούς τελικούς.
Παλατάκι μόνο με κοινούς θνητούς δεν λογίζεται. Οι ομάδες μπάσκετ που πάτησαν το παρκέ του δεν είχαν τίποτα από την λάμψη του παρελθόντος. Οι περισσότερες ήταν φτηνές απομιμήσεις, προϊόντα φτώχειας, ένδειας, μιζέριας. Κάποιες εξ’ αυτών αν δεν φορούσαν την φανέλα με τον δικέφαλο στο στήθος, ζήτημα αν θα έσωζαν την κατηγορία.
Αν είχε στόμα να μιλήσει θα διηγούνταν ατέλειωτα βράδια μοναξιάς, παγωμάρας και θλίψης. Σαν κάτι μελαγχολικούς πύργους του Μεσαίωνα που στέκονται ακατοίκητοι, απομεινάρια μιας παλιάς ένδοξης εποχής που πλέον δεν υπάρχει.
Κι όμως, εδώ και δύο – τρία χρόνια, το «Παλατάκι» βρήκε τους βασιλιάδες του. Μπορεί να χρειάστηκε να αλλάξει το παρκέ με το ταραφλέξ, μα επιτέλους αυτή η ασπρόμαυρη φωλιά βρήκε τρόπο να στεγάσει παίκτες ανάλογου διαμετρήματος, από εκεί που δεν το περίμενε.
Ας είμαστε ειλικρινείς. Ο μέσος οπαδός του ΠΑΟΚ δεν το ήξερε το βόλεϊ. Το πολύ – πολύ να είχε ακουστά πως κάποτε ξεκίνησε από εκεί ο Σωτήρης Αμαριανάκης πριν κατηφορίσει στον Πειραιά. Στο βόλεϊ βρήκε αποκούμπι ο Άρης σε εκείνο το πρωτάθλημα με τον Λιούμπομιρ Γκάνεφ, εκεί βρήκε πάτημα ο Ηρακλής που μεγάλωσε ως μέγεθος από την εκπληκτική του ομάδα στις αρχές της περασμένης δεκαετίας που έγινε φόβος και τρόμος σε Ελλάδα και Ευρώπη, μέσω του βόλεϊ γέμισε ξανά αυτοπεποίθηση ο οπαδός του ΠΑΟΚ.
Τα δύο συνεχόμενα πρωταθλήματα από μία ομάδα που ξεκίνησε από μηδενική αφετηρία, χωρίς παράδοση, χωρίς ιστορία πρωταθλητισμού, χωρίς κόσμο, χωρίς υποδομές, μαρτυρούν ότι οι μεγάλοι παίκτες, φτιάχνουν τις μεγάλες ομάδες. Οι μεγάλες προσωπικότητες φέρνουν τους τίτλους. Οι παικταράδες συσπειρώνουν τον κόσμο και φέρνουν στο γήπεδο ανθρώπους που μέχρι πρότινος πίστευαν ότι το φιλέ χρησιμεύει μόνο στο τένις.
Θα μπορούσε να ήταν φωτοβολίδα. Να ήταν ένα τερτίπι που ικανοποιήθηκε μετά το πρώτο πρωτάθλημα του 2015. Μα ήρθε και το ριπίτ. Μετά τον Χιμένες, ήρθε καπάκι και ο Σεπέδα, που αντικατέστησε τον μεγάλο Ερνάντο Γκόμες. Μετά τον Ράνχελ ήρθε ο τεράστιος Ντέιβιντ Λι. Σιγά – σιγά όλοι μπόρεσαν να καταλάβουν την χρησιμότητα του αθόρυβου Σαφράνοβιτς και να υποκλιθεί στο μεγαλείο του ηγέτη Βασίλη Κουρνέτα. Ο κόσμος του ΠΑΟΚ έμαθε, κατάλαβε, αγάπησε βόλεϊ και γέμισε τις εξέδρες στο «Παλατάκι» που επιτέλους φιλοξένησε μία μεγάλη ομάδα.
Θα περίμενε κανείς η φούρα να κοπάσει μετά το ριπίτ. Οι Κουβανοί την έκαναν για άλλες πολιτείες, ο Κάλβο αποδείχθηκε… κόπρος του Αυγεία και η σεζόν ξεκινούσε με τους χειρότερους οιωνούς, αφού την ίδια ώρα ο θυμωμένος Ολυμπιακός άρχισε να ενισχύεται σε υπερθετικό βαθμό. Και κάπου εκεί αρχίσαν οι βόμβες. Πρώτα η επιστροφή του Γκόμες. Μετά αυτή του Σαφράνοβιτς. Ακολούθησε αυτή του βασικού πασαδόρου της Σερβίας, του Βλάντο Πέτκοβιτς. Κερασάκι στην τούρτα; Ο μεγάλος Αμαράλ Ντάντε.
Τι εστί Ντάντε; Για να το πούμε ποδοσφαιρικά είναι σαν να έφερε ο Ιβάν τον Νεϊμάρ, έστω στα 30φεύγα του!
Δεν ξέρω αν αυτή η ομάδα θα γίνει η πρώτη σε ολόκληρη την ιστορία του ΠΑΟΚ στα ομαδικά αθλήματα (πλην του ποδοσφαίρου γυναικών) που θα κάνει θρι-πιτ σε πρωταθλήματα Ελλάδας, δεν ξέρω αν θα φτιάξει την δική της δυναστεία ή αν θα διακριθεί στην Ευρώπη.
Αυτό που ξέρω είναι επιτέλους ο ΠΑΟΚ έχει τους δικούς του… γκαλάκτικος που του αρμόζουν. Τους καλύτερους παίκτες στην Ελλάδα ή τουλάχιστον τους καλύτερους που μπορούσε να φέρει με βάση το βαλάντιο και την δυναμική του. Έχει παίκτες – μαγνήτες που μπορούν να αποτελέσουν πόλο έλξης ακόμα και για το ουδέτερο μάτι. Για κάτι τέτοιες ομάδες χτίστηκε το Παλατάκι…