Κατηφορίζοντας το περασμένο Σαββατόβραδο προς την Πλατεία Αριστοτέλους και το Θέατρο Ολύμπιον για να παρακολουθήσω την επίσημη πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ “90 χρόνια ΠΑΟΚ – Νοσταλγώντας το μέλλον”, δε γνώριζα ακριβώς τι να περιμένω. Η πρόσφατη γιορτή του συλλόγου στο Μέγαρο Μουσικής, η παταγώδης αποτυχία και η τραγική οργάνωσή της, μου είχε αφήσει δυσάρεστα συναισθήματα που δεν είχα ακόμα καταφέρει να χωνέψω. Τώρα, ο ΠΑΟΚ γινόταν μέρος ενός διεθνούς φεστιβάλ κινηματογράφου και “αναγκαζόταν” ξανά να συνυφαστεί με το γκλάμουρ, το lifestyle και την κουλτούρα ενός θεσμού έχει γράψει τη δική του ιστορία στο χώρο της τέχνης. Οι παραπάνω έννοιες δεν είναι ακριβώς ταυτόσημες με την ιδιοσυγκρασία της ομάδας, έτσι το πείραμα γινόταν ακόμα πιο ριψοκίνδυνο.
Όταν χαμήλωσαν τα φώτα στην αίθουσα, πλέον δεν υπήρχαν επίσημοι καλεσμένοι και υψηλές παρουσίες, δεν υπήρχαν δηλώσεις, ούτε αμοιβαίες αβρότητες μεταξύ των επώνυμων παρισταμένων. Ήσουν εσύ, το πανί, η ταινία και ο ΠΑΟΚ. Ένας σύλλογος, τον οποίον ο αείμνηστος Νίκος Τριανταφυλλίδης προσπάθησε να αποδώσει μέσα από τη δική του καλλιτεχνική ματιά, αλλά και την αδιαμφισβήτητη οπαδική του αφοσίωση. Και τα κατάφερε στο μέγιστο βαθμό που θα μπορούσε. Ο Έλληνας σκηνοθέτης φιλοτέχνησε ένα ψηφιδωτό εικόνων, μαρτυριών και συναισθημάτων που θα πρέπει να παρακολουθήσουν όλοι όσοι βρίσκονται στην οικογένεια του συλλόγου. Χαρακτηριστικά, αυτό που εμένα μου ήρθε στο μυαλό παρακολουθώντας το έργο, ήταν πόσο χρήσιμο θα ήταν να το δουν όσοι παίκτες του ΠΑΟΚ βρίσκονται τώρα στην ομάδα. Πόσα πολλά θα καταλάβαιναν για την ιστορία της, από που προήλθε και τι πρεσβεύει. Πόσο διαφορετική θα ήταν η αντιμετώπιση τους απέναντι στον Δικέφαλο, αλλά και η δυναμική τους μέσα κι έξω από το γήπεδο. Αυτό όμως είναι μια πολύ μικρή παράμετρος, από τα όσα εκπέμπει το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ.
Είναι αλήθεια ότι στη διάρκεια της ταινίας, κάποιος μπορεί να εντοπίσει παραλείψεις. Το δυστύχημα στα Τέμπη ή μερικές απουσίες ανθρώπων που επίσης έγραψαν ιστορία στον ΠΑΟΚ. Αυτό που μάλλον δεν έχει γίνει αντιληπτό είναι το πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ, και όχι για ένα αφιέρωμα στα 90 χρόνια του ΠΑΟΚ. Μέσα σε 102 λεπτά, ο δημιουργός είχε ως στόχο να αποδώσει σωστά και γλαφυρά τη σημασία ενός τεράστιου και ιστορικού συλλόγου, και όχι να καλύψει κάθε γεγονός που συνδέεται με αυτόν. Δε θα έφταναν ούτε 102, ούτε 502, ούτε 1002 λεπτά για να συμπεριλάβει τα πάντα. Δεν ήταν αυτή η ουσία άλλωστε. Μιλάμε για μια καλλιτεχνική δημιουργία.
Τι χρειάζεται για να είναι πετυχημένο ένα τέτοιο πόνημα που προβάλλεται στη μεγάλη οθόνη; Να βρίθει συναισθημάτων, να προσφέρει γνώση, να προκαλεί γέλιο, συγκίνηση, χαρά, νοσταλγία, προβληματισμό, ταύτιση, επιμόρφωση. Και όλα αυτά, το ντοκιμαντέρ “90 χρόνια ΠΑΟΚ – Νοσταλγώντας το μέλλον” τα καταφέρνει απόλυτα. Μέσα από μια ιδιότυπη χρονομηχανή που ταξιδεύει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα για να συναντήσει ήρωες και πρωταγωνιστές του παρελθόντος. Αυτούς που θα αποτυπώσουν ανάγλυφα την ιδέα και την ιστορία του συλλόγου. Από τον “μπιζίμ ΠΑΟΚ” μέχρι το “επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς”, από το Πέρα Κλουμπ μέχρι το “ΠΑΟΚ και ξερό ψωμί”, από το Συντριβάνι μέχρι την Τούμπα. Πάντα μέσα από το καλλιτεχνικό μάτι του Νίκου Τριανταφυλλίδη που προφανώς δεν είχε σκοπό να τους αφήσει όλους ικανοποιημένους, αλλά να αποτυπώσει πιστά την ιστορία και να την μετατρέψει σε ένα έργο τέχνης.
Λένε ότι στην πρεμιέρα ενός έργου, από τις πρώτες αντιδράσεις του κοινού, φαίνεται αν αυτό θα έχει επιτυχία, αν θα διεισδύσει και σε μεγαλύτερη μερίδα του κόσμου. Κατά τη διάρκεια των 102 λεπτών, στη σκοτεινή αίθουσα του “Ολύμπιον” έγινα μάρτυρας γέλιων, επιφωνημάτων έκπληξης ή ενθουσιασμού, συγκίνησης, χειροκροτημάτων. Όλα πηγαία και αυθόρμητα, σημάδια ότι το ντοκιμαντέρ έχει πιάσει το στόχο του.
Κι επειδή πάντα χρειάζεται και ένας καλός πρωταγωνιστής για να ταυτιστεί το κοινό, μια όμορφη φιγούρα που θα κινήσει το ενδιαφέρον, το “90 χρόνια ΠΑΟΚ – Νοσταλγώντας το μέλλον” δεν υστερεί ούτε σε αυτό. Όχι δεν είναι ούτε ο Κούδας, ούτε ο Βιεϊρίνια, ούτε ο Βεζυρτζής, ούτε ο Τσακαλώτος. Είναι ο Νότης Τσίντογλου, βετεράνος παίκτης του ΠΑΟΚ (1947-60), ο οποίος αποτελεί τη μορφή του έργου και ο οποίος δικαιωματικά πρωταγωνιστεί στο φινάλε με μια ατάκα που βγαίνει από το στόμα του, αλλά διαβάζεται καλύτερα στα μάτια του: “Θα ήθελα να ξαναγίνω νέος. Όχι για τίποτα άλλο. Για να ξαναπαίξω με τη φανέλα του ΠΑΟΚ…”.