Γεννήθηκε ένα χρόνο πριν την ίδρυση του συλλόγου. Κι αποτελεί τον γηραιότερο παλαίμαχο ποδοσφαιριστή του ΠΑΟΚ. Ο Βασίλης Σαμαράς κλείνει σήμερα τα 91 του χρόνια.
Η σπίθα στα μάτια του παραμένει ζηλευτά ζωντανή. Η ηλικία για τον Βασίλη Σαμαρά δεν είναι παρά ένας αριθμός. Ασήμαντος. Δίχως να επηρεάσει στο ελάχιστο τη ζωντάνια του. Την πνευματική του διαύγεια. Κομψός μέσα στο κοστούμι του, χαμογελαστός και πρόθυμος να μοιραστεί τις αναμνήσεις του, ο μεγαλύτερος εν ζωή ποδοσφαιριστής του ΠΑΟΚ μας δίνει τα δικά του μαθήματα ζωής.
Το ποδόσφαιρο το ξεκίνησα στην πλατεία της γειτονιάς. Παίζαμε με τα υπόλοιπα παιδιά κι εγώ διάλεξα τη θέση του τερματοφύλακα. Θυμάμαι ο πατέρας μου με κυνηγούσε γιατί πέφτοντας κάτω χαλούσα τα ρούχα και τα παπούτσια μου. Εγώ όμως εκεί…. Πήγαινα και σχολείο, αλλά το μυαλό μου ήταν στη μπάλα.
Για μένα ο ΠΑΟΚ ήταν η οικογένειά μου. Είχαμε μόνο τη στήριξη των φιλάθλων. Ούτε νερό ζεστό να πλυθούμε, πόσω μάλλον ιατρικοφαρμακευτική περίθαλψη. Οι γκαζόζες τελείωναν στο πρώτο ημίχρονο. Στο δεύτερο δεν είχαμε να πιούμε. Και να φανταστείτε ότι το ποδόσφαιρο ήταν το μόνο άθλημα που είχε χρήματα. Δύο δραχμές οι μικροί, τρεις δραχμές οι μεγάλοι.
Ο ΠΑΟΚ με είδε το 1947 στον Αίαντα Τελαμώνων. Είχαμε έναν σύμβουλο στον Αίαντα που ήταν ΠΑΟΚτσής κι έτσι κατέληξα στον ΠΑΟΚ. Ήμουν αναντικατάστατος μέχρι που επιστρατεύτηκα το 1949. Πήγα στη σχολή αξιωματικών επειδή ήμουν απόφοιτος γυμνασίου. Εκείνη την εποχή οι μορφωμένοι δεν ήταν πολλοί και έγινα αξιωματικός. Τότε ήταν μεγάλη υπόθεση να έχεις πάει στο γυμνάσιο. Ηθελε και χρήματα. Πληρώναμε τα πάντα. Βιβλία, εκπαιδευτικά τέλη, τα πάντα. Η εγγραφή στο πανεπιστήμιο τότε ήταν 2.520 δραχμές.
Οι τότε υπεύθυνοι αδιαφόρησαν για μένα. Όταν έγινα αξιωματικός, πήγα στον ΠΑΟΚ και τους είπα «φροντίστε να με βάλετε την ομάδα του τρίτου σώματος στρατού» όπου πήγαιναν οι ποδοσφαιριστές πρώτης κατηγορίας. Βρήκαν τερματοφύλακα κι εμένα με ξέχασαν. Ετσι, όταν αποστρατεύτηκα τους είπα «το δελτίο μου κάψτε το. Εγώ δεν πάω πουθενά». Και δεν ξανάπαιξα ποδόσφαιρο. Δεν το μετάνιωσα. Και δεν πήγα σε άλλη ομάδα. Αυτό έχει σημασία.
Το ποδόσφαιρο με προφύλαξε από άλλες κακές συνήθειες. Ούτε καπνίζαμε, ούτε τίποτα. Κάναμε την προπόνησή μας και το βράδυ γαλατάκι και στο κρεβάτι. Τα τηρούσαμε όλα. Έκανα δύο προπονήσεις στο γήπεδο, ένα παιχνίδι και δύο προπονήσεις στο γυμναστήριο, στο Μαυροσκούφειο.
Η πιο ευχάριστη ανάμνηση από τα χρόνια του ποδοσφαίρου – μετά τις νίκες – ήταν η δημοφιλία. Πήγαινα στις τράπεζες και με έβαζαν να καθίσω. «Τι θέλετε κύριε Βασίλη;» με ρωτούσαν. Μου έκαναν όλες τις δουλειές. Ήταν ωραία. Και είχαμε και πέραση στις γυναίκες…
Τώρα που βρέθηκα και πάλι στο γήπεδο εντυπωσιάστηκα. Εμείς δεν είχαμε τίποτα στις μέρες μας. Θυμάμαι μια φορά είχε έρθει η Ρεμς για φιλικό. Η Ρεμς είναι μια περιοχή στη Γαλλία που βγάζει την καλύτερη σαμπάνια του κόσμου. Μετά το παιχνίδι τους κάναμε τραπέζι κι επειδή εγώ μάθαινα τότε γαλλικά, λέω στον πρόεδρο «κύριε Καλπατσόγλου, να έρθουμε κι εμείς;». Και μου λέει «παιδί μου από την τσέπη μου τα βάζω για να μην κατηγορηθούμε ως αφιλόξενοι».
Μετά το ποδόσφαιρο ασχολήθηκα με τη διαιτησία. Για σχεδόν δέκα χρόνια. Από δόκιμος έφτασα να παίζω μέχρι και αγώνες της πρώτης κατηγορίας και μετά σταμάτησα.
Πηγή: Paokfc.gr