Για τα (κωλό)λεφτά δεν γίνονται όλα; Τα φράγκα του Champions League που έπαιρνε μόνο ένας δεν δημιούργησαν ένα πρωτάθλημα – έκτρωμα; Η λύση για να σωθεί το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι μόνο μία…
Η αφορμή ήταν (ακόμα) μία μεταγραφή που κάνει τα εκατομμύρια να μοιάζουν πια με στραγάλια. Μία από τις δεκάδες τέτοιες που γίνονται κάθε μέρα στο παγκόσμιο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο, από το οποίο μόνο η μνημονιακή… Ελλαδίτσα φαίνεται να έχει μείνει στην απ’ έξω. Η πρωταθλήτρια Αγγλίας, η Λέστερ δεν είχε κανένα ενδοιασμό να σκάσει 19 εκατομμύρια ευρώ για τον 20χρονο θηριώδη Νιγηριανό αμυντικό χαφ της Γκενκ Βίλφρεντ Ντίντι και να τον κάνει την ακριβότερη πώληση παίκτη από το βελγικό πρωτάθλημα.
Τους Άγγλους δεν τους ένοιαξε καν που το νέο τους λαμπερό απόκτημα μετρά μόλις μιάμιση σεζόν ως επαγγελματίας! Καρφάκι δεν τους κάηκε που είναι μόλις δύο φορές διεθνής με την Εθνική Ανδρών της Νιγηρίας. Αυτό που μετρούσε περισσότερο ήταν το μαγαζί από όπου ψώνισαν. Κι αυτό στο πρόσφατο παρελθόν έχει χαρίσει στις ομάδες της Premier League, τον Τιμπό Κουρτουά, τον Κέβιν Ντε Μπρόινε, τον Κριστιάν Μπεντεκέ, τον Κριστιάν Καμπασέλε.
Όλοι τους προϊόντα της Γκενκ, όλοι τους έσκασαν μύτη μέσα στην τελευταία πενταετία και γέμισαν τα ταμεία μιας μικρής και ταπεινής ομάδας από την Λιμβουργία με πάνω από 100 εκατομμύρια ευρώ. Καμία ομάδα πια στη χώρα δεν εξαρτάται από τα λεφτά του Champions League. Το πρωτάθλημα ας το πάρει όποιος θέλει. Τα φράγκα είναι αλλού.
Τι είναι το Βέλγιο; Μία μικρή Ελλάδα χωμένη στην Βορειοδυτική Ευρώπη, με κουλτούρα που ακροβατεί ανάμεσα στην γαλλική φινέτσα και την φλαμανδική τευτονική αυστηρότητα. Αριθμεί κάτι παραπάνω από 11 εκατομμύρια ψυχές (περίπου όπως κι εμείς) και μοιάζει με ένα πολυπολιτισμικό μωσαϊκό, ως ένα σταυροδρόμι των λαών, αποτέλεσμα της ανοιχτής μεταναστευτικής πολιτικής του (όπως κι εμείς). Για την οικονομία της συζήτησης, ας εστιάσουμε σε αυτό που μας ενδιαφέρει -το ποδόσφαιρο.
Δεν μιλάμε για… πουθενάδες στο άθλημα. Η γειτνίαση με την καρδιά της ποδοσφαιρικής διανόησης στην δεκαετία του ’70 την Ολλανδία παρέσυρε το Βέλγιο σε μία ποδοσφαιρική άνθηση δυσανάλογη με το μέγεθος του. Μιλάμε για μία χώρα που στα 70’s και τα 80’s είδε τους συλλόγους του να παίζουν σε 11 (!) ευρωπαϊκούς τελικούς (με 4 κατακτήσεις) σε Πρωταθλητριών, Κυπελλούχων και ΟΥΕΦΑ και την εθνική της να φτάνει στον τελικό του Euro 1980 και στην τετράδα του Μουντιάλ έξι χρόνια αργότερα. Εκεί ναι, τα μεγέθη με εμάς δεν είναι συγκρίσιμα.
Ωστόσο, ότι έχει ακμή έχει και παρακμή. Ο κύκλος της ζωής είναι έτσι. Το Euro του 2000 που συνδιοργάνωσαν με την Ολλανδία ήταν ένα πολύ ισχυρό χαστούκι. Οι Βέλγοι ήταν εκεί, μα έπαιξαν άθλιο, αναχρονιστικό ποδόσφαιρο, που έμοιαζε περισσότερο με ένα μείγμα αγγλοσαξωνικού στυλ γεμάτο «καμινάδες», τάκλιν, ασταμάτητο τρέξιμο χωρίς νόημα, ανακατεμένο με γερμανική πειθαρχία, δίχως την παραμικρή γλύκα.
Το Βέλγιο σταδιακά είχε υποστεί μία μετάλλαξη του ποδοσφαιρικού του DNA και είχε γεμίσει «ξύλινους», δύσκαμπτους, σκληρούς, άμπαλους ποδοσφαιριστές. Εθνική και σύλλογοι είχαν πιάσει πάτο. Κάπου εκεί έπρεπε να μπει μία τελεία, πριν χαθεί οριστικά το τρένο της ανάπτυξης. Και μπήκε.
Στην επιστήμη της ψυχολογίας η αποδοχή μιας δυσάρεστης κατάστασης έχει (σχεδόν) πάντα πέντε στάδια: την άρνηση, τον θυμό, την διαπραγμάτευση, την κατάθλιψη και εντέλει την αποδοχή. Οι Βέλγοι πέρασαν ταχύτατα τα τέσσερα πρώτα και αποδέχθηκαν ότι δεν τους φταίνε οι άλλοι, μα οι ίδιοι κάνουν κάτι στραβά. Για να γίνει αυτό χρειάστηκε η αυθεντική τρέλα του του Μισέλ Σαμπλόν, ενός υπηρέτη (και τώρα ευεργέτη) του ποδοσφαίρου της χώρας.