Πόσο πιο αυτονόητη θα ήταν η πορεία και η εξέλιξη παικτών όπως ο Λάζαρος Λάμπρου σε μία ομάδα όπως ο ΠΑΟΚ, αν υπήρχαν και στην Ελλάδα οι επαγγελματικές β’ ομάδες;
Το… έξω είναι πάντα διδακτικό. Αρκεί να ξέρεις και να επιλέγεις τα καλά κι όχι να αντιγράφεις αποτυχημένες ξενόφερτες πατέντες. Το ποδόσφαιρο, οι βασικές του νόρμες είναι ίδιες παντού. Απλώς εμείς επιλέγουμε σχεδόν πάντα την ελληνική μέθοδο του άρπα – κόλλα.
Πέρυσι -τέτοια εποχή- στην Μπενφίκα είχε σημάνει κόκκινος συναγερμός. Το γέρικο κορμί του Λουιζάο μόλις είχε προδώσει το απόλυτο τοτέμ του συλλόγου και οι «αετοί» θα έμεναν για πολλούς μήνες χωρίς το αφεντικό της άμυνας τους. Από πίσω υπήρχε ο έμπειρος Βραζιλιάνος Ζαρντέλ και ο ασταθής Αργεντινός Λισάντρο Λόπες και σχεδόν τίποτα άλλο.
Οι επαΐοντες της εξέδρας ζήτησαν επειγόντως μεταγραφή. Η Μπενφίκα ως πλούσιο -ένεκα των πωλήσεων- κλαμπ θα μπορούσε να ψωνίσει σχεδόν ότι ήθελε στην αγορά. Η διοίκηση της όμως έκρινε πως δεν χρειάζεται πανικός. Οι λύσεις εκεί -σχεδόν πάντα- έρχονται εκ των έσω. Πρώτα θα ρίξουν μία ματιά στα ενδότερα και μετά αν χρειαστεί θα κοιτάξουν την αγορά.
Στην Β’ ομάδα της Μπενφίκα υπήρχε ένας ροδομάγουλος Σουηδός, τον οποίο είχαν ανακαλύψει στα 18 του, όταν έκανε τα πρώτα του βήματα στην Βεστερός, ομάδα πρώτης κατηγορίας της χώρας του. Τον έλεγαν Βίκτορ Νίλσον Λιντέλεφ…
Τα τρία πρώτα χρόνια στην Πορτογαλία ήταν προπαρασκευαστικά. Ο Σουηδός έμαθε από την αρχή πως είναι να είσαι στόπερ σε ομάδα που παίζει ποδόσφαιρο πρωτοβουλίας, έφτιαξε το κορμί του, έμαθε άψογα πορτογαλικά, έμαθε το ποδόσφαιρο της Μπενφίκα, την κουλτούρα της, κατάλαβε τι σημαίνει η φανέλα της.