Λατρεύω να απομονώνω μικρές εικόνες. Να τις συλλέγω με τα μάτια μου και να τις κολλάω μετά σαν ένα μικρό παζλ. Μικρά καρέ στα οποία λίγοι δίνουν σημασία. Το ψυχοβγαλτικό παιχνίδι στην Λιβαδειά είχε μόλις τελειώσει και το τελευταίο σφύριγμα του διαιτητή έμοιαζε σαν χριστουγεννιάτικη μελωδία στα αυτιά. Έχω δει πολλές φορές τους παίκτες να φεύγουν σφαίρα για τα αποδυτήρια, ειδικά αν έχουν φάει κρύο για 90 λεπτά και έχουν έτοιμη και την δικαιολογία.
Αυτή τη φορά το τρίτο ημίχρονο είχε στα δικά μου μάτια πολύ περισσότερο από τα δύο που προηγήθηκαν. ΟΛΟΙ οι παίκτες του ΠΑΟΚ κατευθύνθηκαν προς το πέταλο που για μία ακόμα φορά είχε καταθέσει τα λαρύγγια του στο γήπεδο.
Τα βήματα ήταν δειλά. Διστακτικά. Λες και είχαν ένα μικρό φόβο μέσα τους. Μία αμφιβολία για την υποδοχή. Άρχισαν να χαιρετάνε τον κόσμο από αρκετά μακριά. Λες και έτρεμαν ότι αυτοί δεν θα ανταποδώσουν. Σαν τα δειλά πρώτα φλερτ που δεν ξέρεις αν θα βρεις ανταπόκριση.
Ο Γλύκος έδωσε το έναυσμα να πάνε όλοι πιο κοντά στην κερκίδα και σιγά – σιγά σαν να λύθηκαν όλοι. Έφτασαν μέχρι το σημαιάκι του κόρνερ. Χειροκρότησαν και χειροκροτήθηκαν. Ένα… τσακαλάκι, που όρμησε μέσα πήρε και σουβενίρ μία φορεμένη, ιδρωμένη φανέλα χέρι με χέρι.
Υποθέτω ότι λίγα από αυτά -αν όχι τίποτα, θα συνέβαιναν με τον ίδιο τρόπο αν το στείρο 0-0 σφράγιζε το μόνοτερμα στην Λιβαδιά. Ωστόσο, ακόμα κι αυτό δεν είναι μία τυχαιότητα, μία σύμπτωση. Ο ΠΑΟΚ κυνήγησε με μανία, με λύσσα το γκολ. Το έψαξε ορθολογικά, από όλες τις πλευρές, πολιόρκησε, βομβάρδισε όπως στο πόλο με παίκτη παραπάνω. Θρονιάστηκε στην αντίπαλη περιοχή, γέμισε παίκτες γύρω από την αντίπαλη εστία και ήρθε ο… κοντόμαγκας και το έβαλε.
Η ομάδα μόχθησε στο γήπεδο και ο κόσμος το εκτίμησε. Ο κόσμος μόχθησε στο πέταλο και η ομάδα το εκτίμησε. Σαν να μου φαίνεται ότι οι δύο αυτοί κόσμοι αρχίζουν να έρχονται λιγάκι πιο κοντά. Αυτό το ειλικρινές δέσιμο ομάδας – κόσμου που έχει να φανεί χρόνια και δίχως το οποίο δεν μπορείς να πας πουθενά.
Στάθηκα και μία άλλη κουβεντούλα του Βλάνταν Ίβιτς μετά το ματς, ίσως πιο σημαντική από τα μεταγραφικά: «Στα αποδυτήρια είμαστε καλά κι αυτό φαίνεται», είπε ο Σέρβος. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το είπε. Το λέει συνέχεια εδώ και κάνα μήνα. Το βλέπει. Το νιώθει. Το πιστεύει. Όπως σε όλες τις ομάδες / παρέες του κόσμου, το καλό κλίμα μπορεί να απογειώσει και η γκρίνια να θάψει κάθε προσπάθεια. Αυτή η καλή αύρα μπορεί και να έκανε τον Πέλκα να έρθει κεφάτος από τον πάγκο και να σηκωθεί τόσο ψηλά, όσο ποτέ του και να το καρφώσει με το κεφάλι.
Ξάφνου θυμήθηκα τι ακολούθησε μετά το γκολ. Ο Πέλκας έφυγε σφαίρα για τον πάγκο για να χαθεί στην αγκαλιά του μεγάλου του αδερφού, του Στέλιου Μαλεζά. Φυσιολογικό θα πει κανείς. Μόνο που από πίσω του ακολούθησαν όλοι οι συμπαίκτες του, που πήδηξαν τις διαφημιστικές πινακίδες για να γίνουν μία αγκαλιά. «Φυσιολογικό κι αυτό», θα πει κανείς. Μικρά σημαδάκια βελτιωμένων αποδυτηρίων θα πω εγώ.
Το παιχνίδι στην Λιβαδιά δεν έκαναν κανένα σοφότερο σε όσα κάνει ή δεν κάνει ο ΠΑΟΚ στο χορτάρι. Για ακόμα φορά σπατάλησε με κάθε τρόπο και περίσσια αφέλεια καμιά 20αριά τελικές προσπάθειες μέχρι να βρει το… ρημαδογκολ, για μία ακόμα φορά αμύνθηκε με ασφάλεια και κράτησε για πέμπτο σερί επίσημο παιχνίδι το μηδέν πίσω, για μία ομάδα φορά το ίδιο το γήπεδο «φωνάζει» (ουρλιάζει για την ακρίβεια) για το που χρειάζεται ενίσχυση το ρόστερ.
Αυτό που θα κρατήσω εγώ είναι το εκατέρωθεν (αλληλο)χειροκρότημα στο φινάλε. Πάνω σε αυτό -ναι- μπορείς να χτίσεις πράγματα. Αρκεί να είναι ειλικρινές…