Η ώρα του τελικού πλησιάζει. Οι παίκτες του Δικεφάλου θα έχουν την ευκαιρία να γράψουν το όνομά τους με χρυσά γράμματα στο βιβλίο της ιστορίας του Συλλόγου, όπως κατάφεραν στο παρελθόν οι προκάτοχοί τους. Το paokfc.gr θυμάται τις τέσσερις φορές που ο ΠΑΟΚ κατάφερε να κατακτήσει το Κύπελλο Ελλάδας.
Το πρώτο Κύπελλο Ελλάδας που βάφτηκε ασπρόμαυρο
ΠΑΟΚ-Παναθηναϊκός 2-1 (1′, 89′ Κούδας – 90′ Παπαδημητρίου)
Έπειτα από τέσσερις αποτυχημένες προσπάθειες να σηκώσει το Κύπελλο Ελλάδας, ο ΠΑΟΚ το κατάφερε στις 5 Ιουλίου του 1972 με εμφατική εμφάνιση απέναντι στον Παναθηναϊκό στο «Γ. Καραϊσκάκης» έχοντας μεγάλο πρωταγωνιστή τον Γιώργο Κούδα.
Χρειάστηκε να φτάσουν οι πρώτες ημέρες του Ιουλίου ώστε να διεξαχθεί ο τελικός του 1972, με τον ΠΑΟΚ να βρίσκεται στο μεγάλο ραντεβού του θεσμού για τρίτη διαδοχική χρονιά αναζητώντας τον πρώτο πανελλήνιο τίτλο της ιστορίας του απέναντι στον Παναθηναϊκό.
Η αναμέτρηση είχε οριστεί να διεξαχθεί στο στάδιο «Γ. Καραϊσκάκης», όπου την προηγούμενη σεζόν ο Δικέφαλος είχε χάσει το τρόπαιο από τον Ολυμπιακό. Αυτή τη φορά απέναντι του ήταν ο Παναθηναϊκός, λίγα μόλις χιλιόμετρα από το γήπεδο του.
Η διεξαγωγή του τελικού του 1970 ανάμεσα στον Άρη και τον ΠΑΟΚ στο Καυταντζόγλειο είχε χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα και ουσιαστικά έδινε άλλοθι στην ΕΠΟ προκειμένου να υποβάλλει για ακόμη μια φορά τον Δικέφαλου να ταξιδέψει στην Αθήνα και ουσιαστικά να διεκδικήσει τον τίτλο «εκτός έδρας».
Πριν την έναρξη της αναμέτρησης που ξεκίνησε στις εννέα το βράδυ λόγω του καύσωνα που είχε ταλαιπωρούσε τη χώρα εκείνη την εποχή, υπήρχαν τρεις διαθέσιμοι διαιτητές και ο κλήρος έδωσε στον Χρήστο Μίχα την σφυρίχτρα.
Ο ΠΑΟΚ του Λες Σάνον πήρε προβάδισμα μόλις στο 2ο λεπτό. Επειτα από κόρνερ που εκτελέστηκε με πάσα, ο Τερζανίδης τροφοδότησε τον Γιώργο Κούδα, ο οποίος με εκπληκτικό γυριστό σουτ λίγο έξω από την περιοχή έστειλε τη μπάλα στην απέναντι γωνία ανοίγοντας το σκορ.
Ο Δικέφαλος που ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος του αγώνα παρά τα φαλτσοσφυρίγματα του Χρήστου Μίχα, έχασε πολλές ευκαιρίες να διπλασιάσει τα τέρματά του με τους Ασλανίδη, Κούδα, καθώς επίσης με τους «φρέσκους» Μαντζουράκη και Λάζο που είχαν μπει ως αλλαγή.
Ακόμη όμως και όταν στο 80’ ο Γιάννης Μαντζουράκης με εκπληκτικό ανάποδο ψαλίδι έστειλε τη μπάλα στα δίχτυα του Οικονομόπουλου ο διαιτητής ακύρωσε το γκολ προς γενική έκπληξη όλων όσων ήταν στο γήπεδο αλλά και όσων παρακολουθούσαν την αναμέτρηση από το κρατικό κανάλι της ΕΙΡΤ, υποδεικνύοντας επιθετικό φάουλ τη στιγμή που ο παίκτης του Δικεφάλου δεν είχε κανέναν αντίπαλο κοντά του!
Τελικά το 2-0 ήρθε στο 89’. Ο μεγάλος πρωταγωνιστικής της αναμέτρησης Γιώργος Κούδας με απ’ ευθείας εκτέλεση φάουλ, το οποίο κέρδισε ο Κούλης Αποστολίδης «κλείδωσε» την κατάκτηση του τροπαίου για λογαριασμό του ΠΑΟΚ, ενώ ο Παναθηναϊκός απλά μείωσε στις καθυστερήσεις με τον Παπαδημητρίου.
Η σύνθεση του Δικεφάλου:
Χατζηϊωάννου, Γούναρης, Παπαδόπουλος, Ιωσηφίδης, Φουντουκίδης, Τερζανίδης, Μπέλλης, Σαράφης (68′ Λάζος), Αποστολίδης, Κούδας, Ασλανίδης (76′ Μαντζουράκης)
Το δεύτερο Κύπελλο
ΠΑΟΚ-Ολυμπιακός 2-2 (51′ Παρίδης, 74′ Ασλανίδης – 19′ Τριαντάφυλλος, 83′ Κρητικόπουλος)
Η ημερομηνία της 16ης Ιουνίου δεν απέκτησε σημαδιακό χαρακτήρα στην ιστορία του ΠΑΟΚ με την κατάκτηση του πρωταθλήματος το 1985, καθώς από το 1974 είχε τη δική της ξεχωριστή σημασία.
Ο τελικός του Κυπέλλου Ελλάδος έγινε την Κυριακή 16 Ιουνίου 1974 στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας και ήταν ο πρώτος στην ιστορία της διοργάνωσης για τον οποίο υπήρξε τελετουργικό πριν την έναρξη του με επίσημο πρόγραμμα. Ο Λες Σάνον, λόγω ποδοσφαιρικής κουλτούρας, είχε φροντίσει στο τελευταίο ταξίδι που είχε κάνει στην Αγγλία να πάρει ειδικές εμφανίσεις για τους ποδοσφαιριστές του ΠΑΟΚ για τον τελικό, κάτι που επίσης συνέβη για πρώτη φορά στην ιστορία του θεσμού. Παράλληλα στα γήπεδα της τότε Δυτικής Γερμανίας ήταν σε εξέλιξη το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974.
Ο τελικός ήταν συγκλονιστικός στην εξέλιξη του και κράτησε ζωντανό το ενδιαφέρον σε όλη τη διάρκεια του. Ο Ολυμπιακός προηγήθηκε με τον Υβ Τριαντάφυλλο στο 20’, ο Ιωσηφίδης είχε βολίδα στο δοκάρι για να ισοφαρίσει πριν το ημίχρονο, αλλά τελικά το 1-1 ήρθε στο 51’ από σουτ του Παρίδη έπειτα από ασίστ του Κούδα. Στο 66’ ο διαιτητής υπέδειξε πέναλτι σε γύρισμα του Αγγελή και επαφή με το χέρι του Γούναρη, αλλά ο Γιάννης Στέφας σε αυτό το κρίσιμο σημείο της αναμέτρησης είπε όχι στον Καραβίτη από τα 11 βήματα και απέκρουσε το πέναλτι. Στο 73’ ο Παρίδης μπήκε στην περιοχή, τον ανέτρεψε ο Βιέρα και ο Ασλανίδης από την άσπρη βούλα έδωσε το προβάδισμα στον Δικέφαλο. Ο Κρητικόπουλος με δύσκολη κεφαλιά έστειλε την μπάλα στα δίχτυα στο 82’ και το ματς οδηγήθηκε στην παράταση. Στα 30 λεπτά δεν άλλαξε τίποτε και στη διαδικασία των πέναλτι ο Πουπάκης και ο Περσίδης αστόχησαν από τον Ολυμπιακό, ο Κούδας από τον ΠΑΟΚ, αλλά ο Κούλης Αποστολίδης ευστόχησε στο τελευταίο πέναλτι για τον Δικέφαλο και έτρεξε να πανηγυρίσει την κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδος.
Η σύνθεση του Δικεφάλου:
Στέφας, Γούναρης, Τσιλιγκιρίδης, Ιωσηφίδης, Πέλλιος, Τερζανίδης (113′ Φουντουκίδης), Παρίδης, Σαράφης, Αποστολιδης, Κούδας, Ασλανίδης (95′ Αναστασιάδης)
Ο θρίαμβος στον τελικό του 2001
Ολυμπιακός-ΠΑΟΚ 2-4 (4′ Εγκωμίτης, 31′ Μπορμπόκης, 46′ Γεωργιάδης, 85′ Ναλιτζής – 77′ Τζόρτζεβιτς, 89′ Χούτος)
Ο ΠΑΟΚ στέφθηκε Κυπελλούχος Ελλάδος για τρίτη φορά στην ιστορία του στις 12 Μαΐου 2001 με θρίαμβο στη Νέα Φιλαδέλφεια επί του Ολυμπιακού με 4-2.
Πριν την έναρξη εκείνου του τελικού ο Παντελής Καφές, με τον τίτλο του παλαιότερου των αποδυτηρίων – αφού φορούσε την φανέλα του ΠΑΟΚ από την σεζόν 1996-97 – έδωσε το στίγμα για την σημασία που είχε εκείνη η αναμέτρηση για τον Δικέφαλο. «Είμαστε έτοιμοι να γράψουμε ιστορία. Η ομάδα δεν έχει πάρει μέρος σε τελικό τα τελευταία δέκα χρόνια και ο τελευταίος της τίτλος είναι 16 χρόνια πριν με την κατάκτηση του πρωταθλήματος και το τελευταία Κύπελλο Ελλάδος ήταν το 1974. Αυτά τα δεδομένα αποδεικνύουν την σημασία που έχει για εμάς η κατάκτηση αυτού του τροπαίου».
Τα λόγια του ήχησαν σαν το απόλυτο σύνθημα νίκης για μια ομάδα που ζούσε τον δικό της εσωτερικό Γολγοθά, αλλά έψαχνε την λύτρωση μέσα από την κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδος. Ο σημερινός προπονητής της ομάδας, Γιώργος Γεωργιάδης, μετά τη λήξη και την κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδος με το θριαμβευτικό 4-2 επί του Ολυμπιακού μίλησε για εξιλέωση μιας ομάδας που πέρασε πολλά μέσα στην σεζόν. «Μας έφυγε ένα μεγάλο βάρος, αφού πριν από τέσσερις – πέντε μήνες δεν το περιμέναμε, αλλά μείναμε ενωμένοι, το πιστέψαμε και είμαστε απόλυτα ικανοποιημένοι γιατί δώσαμε τόσο μεγάλη χαρά σε αυτό τον κόσμο».
Η πορεία μέχρι τον τελικό κύλησε χωρίς ιδιαίτερες διακυμάνσεις και μετά την διαδικασία των ομίλων ο ΠΑΟΚ απέκλεισε σε διπλά παιχνίδια κατά σειρά τον Άρη, την Skoda Ξάνθη και τον Απόλλωνα Σμύρνης.
Η μέρα του τελικού ήταν ιδιαίτερη για τον ΠΑΟΚ που επέστρεφε στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας με αντίπαλο τον Ολυμπιακό για να επαναλάβει ό,τι είχε καταφέρει στην προηγούμενη κατάκτηση του. Σε παρόμοια ψυχική κατάσταση και ο τότε προπονητής της ομάδας, Ντούσαν Μπάγεβιτς, ο οποίος είχε τελειώσει την πρώτη θητεία του στους Ερυθρόλευκους και διεκδικούσε έναν τίτλο απέναντι τους.
Στον τελικό ο Εγκωμίτης άνοιξε το σκορ μόλις στο 4ο λεπτό για τον ΠΑΟΚ που πήγε με το 2-0 στα αποδυτήρια για το ημίχρονο χάρη στο γκολ του Βασίλη Μπορμπόκη (31′). Ο Γιώργος Γεωργιάδης με την σέντρα στο δεύτερο μέρος έγραψε το 3-0. Ο Τζόρτζεβιτς μείωσε με πέναλτι (77′) σε 3-1, αλλά ο Ναλιτζής έβγαλε οποιοδήποτε άγχος με το 4-1 στο 85ο λεπτό. Ο Χούτος λίγο πριν το τέλος (89′) έγραψε το τελικό 4-2.
Η σύνθεση του Δικεφάλου:
Κόβιτς, Β. Μπορμπόκης, Βενετίδης, Κατσαμπής, Αμπονσά (46′ Κουλακιώτης), Ουντέζε, Κωνσταντινίδης, Καφές, Εγκωμίτης, Γεωργιάδης (78′ Ναλιτζής), Οκκάς (88′ Σπάσιτς).
Πήρε το Κύπελλο… σπίτι του
Αρης-ΠΑΟΚ 0-1 (24’ Γεωργιάδης)
Στις 17 Μαΐου 2003 ο ΠΑΟΚ πρόσθεσε το τέταρτο τρόπαιο Κυπέλλου Ελλάδος στην συλλογή του και το πρώτο που πανηγύρισε όχι μόνο στην Θεσσαλονίκη, αλλά και μέσα στο “σπίτι” του.
Ο τελικός του 2003 μπορεί να είχε σαν γηπεδούχο τον Άρη στην Τούμπα, αφού έτσι “όρισε” η κληρωτίδα της ΕΠΟ, αλλά σε καμία περίπτωση ο ΠΑΟΚ δεν μπορεί να αισθανθεί φιλοξενούμενος στο γήπεδο του. Ενώ στο παρελθόν ο Δικέφαλος ήταν υποχρεωμένος να διεκδικεί το τρόπαιο του Κυπέλλου στο λεκανοπέδιο της Αττικής παίζοντας κατά κόρον εκτός έδρας, αυτός ήταν ο πρώτος τελικός που έγινε στη Θεσσαλονίκη και δη στο γήπεδο της Τούμπας με τον ΠΑΟΚ διεκδικητή…
Το γκολ του Γιώργου Γεωργιάδη στο 25′ ήταν αυτό που έδωσε το προβάδισμα στον Δικέφαλο, αλλά τελικά ήταν αυτό που έκρινε το τρόπαιο και την ομάδα που θα πανηγύριζε το βράδυ του Σαββάτου 17 Μαΐου 2003 γύρω από το γήπεδο, στον Λευκό Πύργο και μέχρι τα ξημερώματα μαζί με τους ποδοσφαιριστές στο γλέντι του τίτλου.
Ο ΠΑΟΚ χρειάστηκε να βγάλει όλα τα ψυχικά αποθέματα που είχαν οι ποδοσφαιριστές και ο τεχνικός της ομάδας Άγγελος Αναστασιάδης, ώστε να κλείσει εκείνη η χρονιά με τον καλύτερο τρόπο. Η πορεία προς τον τελικό απαιτούσε αποκλεισμούς που ανέβαζαν την αδρεναλίνη και πρόσθεταν ακόμη περισσότερο αίγλη στην κατάκτηση του.
Το πύρινο βλέμμα των ποδοσφαιριστών του ΠΑΟΚ ένιωσαν ο Ολυμπιακός στα προημιτελικά και η ΑΕΚ στα ημιτελικά. Με δύο νίκες κόντρα στους Ερυθρόλευκους και με νίκη στην Αθήνα επί της ΑΕΚ και ισοπαλία στην Τούμπα ο ΠΑΟΚ συνέχισε τον δρόμο που είχε χαράξει για την κατάκτηση χωρίς να γνωρίσει την ήττα σε κανένα αγώνα του θεσμού την σεζόν 2002-03, αφού και στα ματς με Λεωνίδιο – Ολυμπιακό Βόλου και ΟΦΗ είχε μείνει αήττητος.
Στον τελικό, ο ΠΑΟΚ κυριάρχησε στον αγωνιστικό χώρο, προηγήθηκε με τον Γεωργιάδη (25′) και δεν αντιμετώπισε προβλήματα από τον Άρη που κατέβηκε με αμυντικές διαθέσεις μέσα στην Τούμπα και μόλις στο τέλος προσπάθησε να διεκδικήσει κάτι.
Η σύνθεση του Δικεφάλου:
Τοχούρογλου, Εγκωμίτης, Κουτσόπουλος, Αμπονσά (89′ Νάστος), Μάρκος, Κούτσης (70′ Χασιώτης), Γεωργιάδης, Κουκιέλκα, Οκκάς, Καφές, Γιασεμάκης (74′ Σπάσιτς).