Μπορεί στην Αθήνα, Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός, να έχουν… λυσσάξει για να υπάρξει η βαρύτερη δυνατή τιμωρία στον ΠΑΟΚ λόγω των όσων έγιναν στον τελικό κυπέλλου, αλλά η πραγματικότητα και τα γεγονότα δε φαίνεται ότι τους βοηθούν, όσα κι αν προσπαθούν να περάσουν μέσω των κατευθυνόμενων μέσων ενημέρωσης.
Αυτό που “καίει” τους “αιωνίους” είναι ο Δικέφαλος να τιμωρηθεί με αφαίρεση βαθμών, κάτι που θα συνιστά σκάνδαλο πρώτου μεγέθους, με βάση το κατηγορητήριο.
Σύμφωνα με την “ασπρόμαυρη” ΠΑΕ, η βαρύτητα του κατηγορητηρίου μπορεί να στοιχειοθετηθεί, αν λάβει κανείς υπόψιν μόνο την πρώτη έκθεση του Α’ παρατηρητή Νίκου Βακάλη, που στάλθηκε μεταμεσονύκτιες ώρες της Κυριακής (7/5), και αγνοώντας την συμπληρωματική της Δευτέρας (8/5). Μόνο δηλαδή αν δεχτεί η έδρα, μια υποτιθέμενη εισβολή φιλάθλων στις 20:44, που δεν αναγράφεται καν από την αστυνομία (με την οποία υποτίθεται ότι συνεπλάκησαν οι οπαδοί του ΠΑΟΚ σε… δημόσια θέα). Κάτι που προφανώς είναι λάθος, καθώς όλοι είδαν ότι δεν έγινε κάτι τέτοιο, ενω και ο ίδιος ο Βακάλης το αναίρεσαι με την συμπληρωματική του έκθεση, εξηγώντας ότι εννοούσε 18.30, δηλαδή όταν οι αποστολές των δυο ομάδων δεν είχαν φτάσει ακόμα στο Πανθεσσαλικό Στάδιο.
Εξάλλου, υπάρχει και η μαρτυρία του Β’ παρατηρητή του τελικού, Παναγιώτη Διακοφώτη, ο οποίος προ ημερών δήλωσε, βάση της έκθεσης του:
“Στις 18:18 ξεκίνησαν τα πρώτα επεισόδια με είσοδο φιλάθλων στον αγωνιστικό χώρο. Στις 18:35 κάποιοι φίλαθλοι της ΑΕΚ πάνω στη γέφυρα άρχισαν να τρυπάνε τα κάγκελα και να πετάνε αντικείμενα στην απέναντι πλευρά.
Όσο γίνονταν όλα αυτά αναζητούσα τον ταξίαρχο της ΕΛ.ΑΣ, τον υπεύθυνο των μέτρων ασφαλείας. Κανείς δεν μπορούσε να μου απαντήσει πού βρίσκεται. Τον ζήτησα από έναν αστυνομικό, ο οποίος μου είπε ότι δεν μπορεί να τον εντοπίσει και μου συνέστησε να πάρω το 100, για να τον ζητήσω! Τα επεισόδια στον αγωνιστικό χώρο είχαν ηρεμήσει από τις 18:40 περίπου, αλλά στην αερογέφυρα συνεχίζονταν ακόμα. Ο διαιτητής ζήτησε να γίνει μια σύσκεψη, για να δούμε τι θα κάνουμε. Ο ταξίαρχος έφτασε στον χώρο γύρω στις 19:10, όταν, πλέον, είχαν σταματήσει τα πάντα”.