Πέτυχε 28 γκολ σε 91 παιχνίδια, δηλαδή σχεδόν ένα γκολ ανά τρία ματς. Ο Ρόμπερτ Μακ όμως, δεν είναι για τον ΠΑΟΚ απλά ένας εξαιρετικός παίκτης. Η Τούμπα περιμένει ξανά τον ήρωα της!
Αν θες να βρεις την αλήθεια, πρέπει να ψάξεις πίσω από τις λέξεις. Αν θες να βρεις το νόημα, πρέπει να μπορείς να διαβάζεις ανάμεσα στις γραμμές. Αν θες να βρεις την αγάπη, πρέπει να αποκωδικοποιείς το βλέμμα και αν θες να βρεις την κάλτσα που έχει χαθεί, ε, συγγνώμη όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει. Δεν υπάρχουν λύσεις για όλα τα μυστήρια τούτου του κόσμου! Εκείνο που δεν είναι μυστήριο, για να περάσουμε στο θέμα μας, είναι ο λόγος, για τον οποίο λατρεύεται ο Ρόμπερτ Μακ στην Τούμπα.
Και δεν είναι τα οκτώ γκολ που πέτυχε στην πρώτη του σεζόν στη Θεσσαλονίκη. Τότε που ξεκίνησε φουριόζος, αλλά ομοίως με όλη την ομάδα του ΠΑΟΚ εκείνης της σεζόν έπαθε καθίζηση στην πορεία. Δεν είναι καν τα είκοσι γκολ που πέτυχε στη δεύτερη σεζόν του στη Θεσσαλονίκη. Δεν είναι το γκολ με την Ντόρτμουντ, δεν είναι το γκολ στο Ντόρτμουντ, δεν είναι το χατ-τρικ με την Μπρόντμπι (σ.σ. συν δύο ασίστ) ή το λυτρωτικό τέρμα με την Λοκομοτίβ στις καθυστερήσεις στα μέσα του καυτού Ιουλίου.
Είναι, εκείνο το βράδυ. Εκείνο το βράδυ, που τον εξύψωσε στα μάτια όλων των οπαδών του ΠΑΟΚ, επειδή πήγε κόντρα στο κατεστημένο. Οι οπαδοί που λάτρεψαν τον Πάμπλο Γκαρσία – ο οποίος σε αγωνιστικό επίπεδο είχε προσφέρει λιγότερα – δε θα μπορούσαν να μην ταυτιστούν με τον Ρόμπερτ Μακ. Ήταν στις 2 Μαρτίου. Ήταν το γκολ που πέτυχε στο ξεκίνημα του ημιτελικού, αλλά κυρίως εκείνο που δεν μπήκε ποτέ. Ήταν η φάση στο 89’, όταν δεν καταλογίστηκε πέναλτι υπέρ του και υπέρ της ομάδας του, ένα πέναλτι που πιθανώς να οδηγούσε στην ισοφάριση του ματς σε 2-2.
Και ήταν – γιατί αυτό ήταν, ας μην γελιόμαστε – το μετά. Το «fuck you bastard» στον Ανδρέα Παππά, το φτύσιμο στον Χρήστο Μήτσιο, η αποβολή του και η τιμωρία του με τέσσερις αγωνιστικές μετά το ματς που δεν τελείωσε απέναντι στον Ολυμπιακό. Ο Ρόμπερτ Μακ είχε γίνει ήρωας, με τον τρόπο που όλοι οι αντιστασιακοί του ποδοσφαίρου αγιοποιούνται. Και τη σημαία της επανάστασης, που υψώθηκε στις αρχές Μαρτίου από τον ΠΑΟΚ, θα την κρατούσε ο Σλοβάκος ψηλά για καιρό.