Στις 4 Μαρτίου 1977, το Βουκουρέστι είχε χτυπηθεί από ένα φονικό σεισμό μεγέθους 7,4 ρίχτερ! Ο Ραζβάν Λουτσέσκου ήταν μόλις 8 ετών. Και εκείνο το βράδυ έμελλε να αλλάξει ολόκληρη τη ζωή του…
Το ρολόι έμεινε κολλημένο στις 21:22. Ο χρόνος σταμάτησε. Η γη άρχισε να σείεται συθέμελα. Το βουητό ήταν απόκοσμο, τα πάντα άρχισαν να χορεύουν. Το μόνο που άκουγες ήταν ουρλιαχτά και κραυγές απόγνωσης. Ολόκληρα κτίρια άρχισαν να καταρρέουν σαν χάρτινοι πύργοι, ο κόσμος αλλόφρων στους δρόμους, δίχως να ξέρει που να σταθεί.
Το βράδυ της 4ης Μαρτίου του 1977, οκτώ μήνες μετά το χρυσό της Νάντια Κομανέτσι στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ με το απόλυτο «10», η Ρουμανία γινόταν ξανά το επίκεντρο του πλανήτη, μα αυτή τη φορά για μακάβριους λόγους.
Ένας φονικός σεισμός μεγέθους 7,4 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ με επίκεντρο τα περίχωρα του Βουκουρεστίου σχεδόν αφάνισε την ρουμανική πρωτεύουσα, αφήνοντας πίσω του 1,578 νεκρούς, 11.300 τραυματίας και μία χώρα μέσα στα συντρίμμια.
Ήταν μόλις 8 ετών. Το θυμάται ακόμα ξεκάθαρα αυτό το βράδυ. Κάτι τέτοιες εμπειρίες, όσο κι αν θες, δεν σβήνουν ποτέ από τον σκληρό δίσκο του μυαλού σου: «Ήμουν με την μητέρα μου στο σινεμά. Νόμιζα ότι αυτό που γινόταν γύρω μου ήταν σκηνές από την ταινία. Ξαφνικά είδα ανθρώπους να τρέχουν, να ουρλιάζουν. Ήταν το απόλυτο χάος. Ξαφνικά ζούσα σε ένα άλλο τρελό κόσμο». Η απόφαση της κυρίας Νέλι να πάρει τον 8χρονο Ραζβάν Λουτσέσκου στο σινεμά ήταν η καλύτερη που είχε πάρει ποτέ στην ζωή της: «Όταν επιστρέψαμε σπίτι και γύρισα στο δωμάτιο μου, είδα ένα τεράστιο κομμάτι από τσιμέντο να έχει διαλύσει το κρεβάτι μου. Αν ήμουν εκεί, τότε πιθανότατα σήμερα δεν θα ζούσα».
Η ζωή στην εξοχή
Κινητά δεν υπήρχαν. Ο κόσμος προσπαθούσε με κάθε τρόπο να μάθει νέα από τους οικείους του. Δεν είχε πια σημασία αν ήσουν πλούσιος ή φτωχός, διάσημος ή ανώνυμος. Ο Εγκέλαδος είχε υπενθυμίσει την ασημαντότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Σε ένα δευτερόλεπτο ζωές χάθηκαν, περιουσίες εξαφανίστηκαν, κόποι μιας ζωής είχαν γίνει συντρίμμια.
Ο Μιρτσέα Λουτσέσκου δεν ήταν όποιος κι όποιος, μα ένα είδωλο για μία χώρα που υπό το καθεστώς του Τσαουσέσκου θεοποιούσε τους εγχώριους «σταρ» του ποδοσφαίρου. Από το 1963 ως το 1977 ήταν το απόλυτο σύμβολο της Ντιναμό Βουκουρεστίου, ένας βελούδινος, αέρινος εξτρέμ, ρέκορντμαν συμμετοχών με την Εθνική και ηγέτης της στο μυθικό Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970. Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο τα πάντα γκρεμίστηκαν μέσα του. Εκείνος ο σεισμός ήταν το τέλος της ζωής, όπως την ήξερε η οικογένεια.
Μάζεψαν το βιος τους, ότι τους είχε απομείνει και μετακόμισαν για την εξοχή. Η επαρχιακή πόλη της Χουνεντοάρα, στα νοτιοδυτικά της χώρας, στην καρδιά της Τρανσυλβανίας, δεν είχε την παραμικρή σεισμική δραστηριότητα, ήταν ότι πιο ασφαλές μπορούσε να βρει ο πάτερ φαμίλιας, ο οποίος αγωνίστηκε για άλλα πέντε χρόνια στην τοπική Κορβινούλ, στην οποία κρέμασε τα παπούτσια του εν έτει 1982, ως παίκτης – προπονητής πια της ομάδας.
Η εξοχή, ο καθαρός αέρας, η ανεμελιά σημάδεψε τα παιδικά χρόνια του Ραζβάν, ο οποίος κατάλαβε από πολύ μικρός ότι κουβαλούσε ένα πολύ βαρύ επώνυμο, το οποίο έμοιαζε ευχή και κατάρα σε κάθε του βήμα: «Ο κόσμος λέει ότι οι φίλοι μου με έκαναν παρέα λόγω του ονόματος του πατέρα μου. Πως πήγα στο πανεπιστήμιο με τις πλάτες του και πως τα κορίτσια με φλέρταραν επειδή λεγόμουν Λουτσέσκου. Το επίθετο του μπαμπά μου ήταν πάντα ένα μειονέκτημα για μένα και όχι μόνο στον κόσμο του ποδοσφαίρου».