Το 1973 το ελληνικό πρωτάθλημα τάραξε η «υπόθεση Ρήγα», σύμφωνα με την οποία, ένας παράγοντας του Ολυμπιακού προσέγγισε τον ποδοσφαιριστή της Παναχαϊκής και του έδωσε 300 χιλιάδες δραχμές να τις μοιράσει στους συμπαίκτες του ώστε να βάλουν τα δυνατά τους για να κερδίσουν τον ΠΑΟΚ στην Τούμπα.
Θεωρείται ένα από τα καλύτερα χαφ που έπαιξε στα ελληνικά γήπεδα. Τον αποκαλούσαν «τρένο» επειδή ήταν ταχύτατος και εκρηκτικός κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού.
Η διοίκηση ισχυρίστηκε ότι ο Ρήγας δεν μοίρασε ισόποσα το ποσό, αλλά το έδωσε επιλεκτικά σε συγκεκριμένους παίκτες. Σύμφωνα με την ανακοίνωση του Ρήγα, μοίρασε το ποσό στους συμπαίκτες του ανά κατηγορία και απόδοση και υποστήριξε ότι έλαβε τα χρήματα από «φίλαθλο του Ολυμπιακού» στη Θεσσαλονίκη, όπου και παρέμεινε μετά το πέρας του αγώνα με τον ΠΑΟΚ. Η Παναχαΐκή κέρδισε μέσα στην Τούμπα και ο Ρήγας ήταν από τους καλύτερους παίκτες του παιχνιδιού.
Ο ΠΑΟΚ καταδίκασε την υπόθεση, ενώ ο πρόεδρος της ΕΠΟ δήλωσε ότι ο νόμος δεν προβλέπει τίποτε. Έπειτα από πιέσεις του ΠΑΟΚ και απειλές για προσφυγή στον αρμόδιο υπουργό, ανακοινώθηκε η δια βίου διαγραφή του Θέμη Ρήγα. Στη συνέχεια η υπόθεση έφτασε στα δικαστήρια, όπου οι παίκτες παραδέχτηκαν ότι πήραν τα χρήματα, ενώ ο πρόεδρος του ΠΑΟΚ υποστήριξε ότι τα χρήματα ήταν ένα πολύ δυνατό έξτρα κίνητρο για τους παίκτες της αντιπάλου ομάδας, προκειμένου να αγωνιστούν με περίσσιο πάθος και να διεκδικήσουν τη νίκη. Συνεπώς, υποστήριξε ότι το ιδιότυπο αυτό πριμ έπαιξε ρόλο για την απόδοση των παικτών της Παναχαϊκής.
Τελικά, όλοι οι εμπλεκόμενοι αθωώθηκαν και όταν έπεσε η Χούντα, η κυβέρνηση Καραμανλή έκανε άρση των αθλητικών τιμωριών των παικτών. Ο Θέμης Ρήγας πέτυχε 23 γκολ στην Α’ κατηγορία και φόρεσε και την φανέλα της Εθνικής ανδρών. Στα επόμενα πρωταθλήματα ο Ρήγας ήταν «κόκκινο πανί» για τους φιλάθλους του ΠΑΟΚ. Όταν η Παναχαϊκή έπαιζε στην Τούμπα, τον φρουρούσε ισχυρή αστυνομική δύναμη και του πετούσαν αντικείμενα. Τα τελευταία χρόνια της καριέρας του έπαιξε ποδόσφαιρο στον Καναδά και για λογαριασμό του Ατρομήτου.
Όταν κρέμασε τα παπούτσια του, έγινε προπονητής στην ομάδα του Ρίου «Αετός». Το ξεκίνημα Ο Θέμης Ρήγας γεννήθηκε στην Πάτρα το 1945 και από μικρή ηλικία ξεχώρισε για το ποδοσφαιρικό του ταλέντο. Σε ηλικία 14 ετών έπαιξε για λογαριασμό του Απόλλωνα Αθηνών και τρία χρόνια αργότερα επέστρεψε στην Πάτρα και φόρεσε για πρώτη φορά τη φανέλα της Παναχαϊκής. Ωστόσο, ένα χρόνο αργότερα η ομάδα του τον έδωσε δανεικό στον Ολυμπιακό Πατρών και αργότερα στη Θύελλα Πατρών.
Το 1967 επέστρεψε στην Παναχαϊκή, στην οποία εδραιώθηκε ως βασικός παίκτης για τα επόμενα δέκα χρόνια. Ο Θέμης Ρήγας μαζί με τον Ανδρέα Μιχαλόπουλο και τον Βασίλη Στραβοπόδη Μαζί με τον «Μαύρο Πρίγκιπα», Κώστα Δαβουρλή και τον Βασίλη Στραβοπόδη χάρισαν σημαντικές ποδοσφαιρικές στιγμές στους φιλάθλους της ομάδας. Τη δεκαετία του ’70 η Παναχαΐκή έζησε τις πιο ένδοξες στιγμές της. Κάθε Κυριακή το γήπεδο ήταν ασφυκτικά γεμάτο από τους φιλάθλους, οι οποίοι παρακολουθούσαν από κοντά τη θεαματική πορεία της ομάδας στο ελληνικό πρωτάθλημα. Η συγκεκριμένη γενιά ποδοσφαιριστών πρωταγωνίστησε επί δέκα σεζόν στα ελληνικά γήπεδα και οδήγησε την Παναχαΐκή στους ομίλους του κυπέλλου UEFA. Το απρόσμενο τέλος του Θέμη Ρήγα Στις 13 Ιανουαρίου 1984, ο Θέμης Ρήγας βρέθηκε νεκρός από τη μητέρα του στη μπανιέρα του σπιτιού το.
Όταν έκανε μπάνιο λιποθύμησε από διαρροή φωταερίου με το οποίο λειτουργούσε ο θερμοσίφωνας. Η μητέρα του τον βρήκε μιάμιση ώρα μετά, αλλά ήταν ήδη αργά. Ο γείτονας του και συμπαίκτης του, Βασίλης Στραβοπόδης, τον μετέφερε στο νοσοκομείο, οπού διαπιστώθηκε ο θάνατός του. Είχε αποκτήσει δύο κόρες από τον γάμο του. Ήταν μόλις 39 ετών. Ο χαμός του συγκλόνισε τους Πατρινούς και τους φιλάθλους της Παναχαικής.
πηγή: mixanitouxronou.gr