O Γιώργος Κούδας σε συνέντευξη του αποκάλυψε άγνωστες ιστορίες της καριέρας του, αλλά και της ζωής του.
Αναλυτικά όσα είπε:
-Ποιος ήταν ο λόγος που πήρατε την απόφαση να κατηφορίσετε στον Πειραιά για λογαριασμό του Ολυμπιακού το 1966;
«Ήταν σύγκρουση δύο τιτάνων του εγωισμού: του πατέρα μου και του προέδρου Γιώργου Παντελάκη. Ο πατέρας μου ήταν σερβιτόρος. Ήθελα να δούμε καλύτερες μέρες με ένα δικό μας μαγαζί. Βάλαμε κάποιες υποχρεώσεις που κάποιοι άλλοι σύμβουλοι με είχαν διαβεβαιώσει ότι θα τις εκπληρώσουν. Δεν τις εκπλήρωσαν λόγω εγωισμού του Παντελάκη, επειδή δεν του είχαν πει τίποτα.
Η σύγκρουση με τον πατέρα μου ήταν μετωπική. Άκουσε κάποιες «σειρήνες» για ορισμένους που έπαιζαν τον ρόλο του μάνατζερ εκείνη την εποχή. Με έστειλε κάτω, εκεί γνώρισα την αγάπη του κόσμου, αλλά μετέπειτα ήρθαν κι όλες αυτές οι συγκρούσεις. Έμεινα 2 χρόνια χωρίς να παίζω. Το πρώτο εξάμηνο έκανα προπονήσεις κανονικά και έπαιζα σε κάποια φιλικά, αλλά μετά ήμουν σε πλήρη αδράνεια.
Μόνο με το Λιμενικό Σώμα και την Εθνική Ενόπλων έκανα προπονήσεις, τρέχοντας στα βουνά και τα λαγκάδια. Ήξερα τι ήθελα να κάνω, απλώς δεν γυμναζόμουν όπως ένας κανονικός ποδοσφαιριστής».
-Όταν επιστρέψατε το 1968 σας υποδέχθηκαν με κάποιο μούδιασμα οι φίλοι του ΠΑΟΚ;
«Πάντοτε, αυτό που θα φέρει τη δικαίωση είναι η αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων. Εγώ είχα πάρει την απόφαση. Δεν άντεχα πλέον. Είχα κάνει αρκετές συζητήσεις με τον πατέρα μου πριν να φύγω για τη Βαγδάτη (σ.σ. ταξίδι με την Εθνική Ενόπλων, η οποία κατέκτησε και το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα ΣΙΣΜ).
Όταν είχα πει στον πατέρα μου ότι θα ξαναγυρίσω στον ΠΑΟΚ, μου είχε πει μια πολύ δύσκολη φράση, την οποία δεν την άντεξα ποτέ. Μου είχε πει ‘ούτε στον τάφο μου να μην έρθεις, αν πας στον ΠΑΟΚ’. Εγώ είχα ήδη πάρει την απόφαση γιατί έπρεπε να ζήσω. Και λέω ‘να ζήσω’ γιατί το ποδόσφαιρο ήταν η ζωή μου, δεν το έβλεπα ως επάγγελμα τότε.
Μάλωσα μαζί του, δεν μιλούσαμε για 6 χρόνια. Μόνο έπαιρνα τηλέφωνο τη μητέρα μου. Αυτή ήταν τεράστια σύγκρουση για μένα. Έπρεπε να ανταποκριθώ σε αυτό που ήθελα να κάνω εγώ, σε αυτό που ήθελε ο κόσμος, σε αυτό που είχε γίνει ήδη… Είχαν έρθει δύο αντίπαλα στρατόπεδα σε εμφύλιο.
Όλο αυτό ήταν πολύ δύσκολο για να το διαχειριστώ και, καταλαβαίνετε, ότι πρέπει να έχεις τέτοια δύναμη χαρακτήρα που να μπορείς να ανταποκρίνεσαι σε όλα αυτά που θέλεις εσύ και ο κόσμος… Σε όλα αυτά που πρέπει να αποδείξεις και στον πατέρα σου…».
-Πώς έγινε η επανασύνδεση με τον πατέρα σας;
«Το 1974 παντρευόταν η αδερφή μου και η μητέρα μου με «παρακάλεσε». Μου είπε ‘έλα στον γάμο για να σπάσει αυτό που έχετε, τον πατέρα σου τον ξέρεις ότι είναι πολύ εγωιστής, αλλά κάποια στιγμή καταλαβαίνει και ορισμένα πράγματα’. Πήρα την απόφαση, πήγα, με καλοδέχθηκε και μετά έγιναν όλα καλά.
Βέβαια, αργότερα ήρθαν και άλλες συγκρούσεις. Δεν τα ξέρει ο κόσμος και τα εξετάζει από τη δική του οπτική γωνία. Όμως κάποιες φορές αυτά που περνά κάποιος, δεν τα βγάζει προς τα έξω. Είναι αυτό που λέμε ‘τα εν οίκω μη εν δήμω’. Βγήκαν βέβαια ορισμένα, εν μέρει λανθασμένα. Αυτήν τη στιγμή δεν απολογούμαι σε κανέναν, παρά μόνο στον εαυτό μου».
-Επιστροφή στο αγωνιστικό κομμάτι και αρχή των ένδοξων χρόνων του ΠΑΟΚ. Ποια ήταν τα συστατικά των επιτυχιών της δεκαετίας του 1970;
«Όποια σύγκρουση και αν είχα με τον Παντελάκη, ασχέτως αν με αδίκησε εκείνη την εποχή, σέβομαι την αγάπη αυτού του παράγοντα για την ομάδα. Διότι και το 1966 που έφυγα και το 1968 που γύρισα, αυτός ονειρευόταν μια τέτοια ομάδα. Με την επάνοδό μου είχε πλέον τη βάση και τα εχέγγυα για να τη χτίσει από το 1968 μέχρι το 1970. Με νέους παίκτες σαν εμένα και με μερικούς παλιότερους. Αυτή η ομάδα ήταν επίτευγμα αυτού του παράγοντα και ολόκληρης της λογικής του».
-Ο Λες Σάνον;
«Θα μιλήσω πρώτα γι’ αυτόν που πραγματικά δεν πήρε αυτά που του αναλογούν. Πριν από τον Σάνον, είχε έρθει κάποιος που έστησε αυτήν την ομάδα, αλλά γνωρίζετε πολύ καλά τα ελληνικά δεδομένα στο ποδόσφαιρο… Έρχεται ο Χόρβατ και χτίζει αυτήν την ομάδα. Βάζει εμένα «δεκάρι» πλέον, βάζει τον Παύλο Παπαδόπουλο σέντερ-μπακ, παίρνει τον Τερζανίδη κι από εξτρέμ τον κάνει χαφ…
Ξεκινάει το πρωτάθλημα, κάνουμε ωραία παιχνίδια, αλλά έχουμε και άτυχα αποτελέσματα. Ποιος την πληρώνει στα άτυχα αποτελέσματα στην Ελλάδα; Ο προπονητής. Φεύγει, λοιπόν, ο Χόρβατ μετά από 4-5 μήνες και έρχεται ο Σάνον, ο οποίος προσθέτει αυτό το αγγλικό φλέγμα, μας μαθαίνει να παίζουμε με τη μία… Υπήρχαν παίκτες με καλή τεχνική, ανταποκρίθηκαν και ήρθε όλο αυτό το δέσιμο».
-Ο πρώτος τίτλος ήρθε το 1972 μετά τη νίκη στον τελικό Κυπέλλου με τον Παναθηναϊκό στο Στάδιο Καραϊσκάκη. Εκτός από τα 2 γκολ σας, τι άλλο θυμάστε από εκείνον τον αγώνα;
«Θυμάμαι τον δικό μου πόθο, τον οποίον προσπαθούσα να μεταδώσω και στους συμπαίκτες μου. Αυτήν τη δίψα που είχε ο κόσμος για έναν τίτλο. Ο ΠΑΟΚ είχε πάρει τίτλους και πριν από το 1972, αλλά όχι σε πανελλαδικό επίπεδο. Ήταν η ώρα. Έβλεπα ότι με το μέστωμα αυτής της ομάδας πως μπορούσαμε να το πάρουμε. Χάσαμε το Κύπελλο του 1970 από τον Άρη, όμως είχαμε καταφέρει να φέρουμε έναν τελικό στη Θεσσαλονίκη. Το δεύτερο βήμα ήταν να κατακτήσουμε το Κύπελλο κι αυτό έγινε σε ουδέτερο, τρόπος του λέγειν, γήπεδο εναντίον του Παναθηναϊκού».
-Εσείς δεν είχατε συμμετάσχει στα επινίκια της Θεσσαλονίκης γιατί την επόμενη ημέρα έπρεπε να ταξιδέψετε από την Αθήνα στην Αγγλία.
«Ήταν επείγουσα η ανάγκη να εγχειριστώ. Είχε ήδη κλειστεί το ραντεβού στο Λονδίνο. Είχα καθ’ έξιν εξάρθρημα, δηλαδή με την παραμικρή κίνηση, ακόμα και όταν σήκωνα το τηλέφωνο, μου έβγαινε η ωμοπλάτη. Αποφασίσαμε ότι πλέον δεν πήγαινε, διότι σχεδόν σε κάθε αγώνα είχα πρόβλημα».
-Είχατε, μάλιστα, συνταξιδέψει με τον Σάνον. Τι συζητάγατε κατά τη διάρκεια της πτήσης;
«Καταρχήν, ήταν το πρώτο «αστέρι» που έπαιρνε. Η πρώτη προπονητική του επιτυχία, διότι στην Αγγλία εργαζόταν σε ομάδες που δεν διεκδικούσαν τίτλους. Ονειρευόταν πράγματι κάτι καλό και στην Ευρώπη».
-Η κορυφαία επιτυχία, όμως, επιτεύχθηκε με τον Γκιούλα Λόραντ στον πάγκο.
«Πέρασα από πολλά χέρια προπονητών. Οι δύο πιο σημαντικοί ήταν ο Χόρβατ και ο Λόραντ. Ο Λόραντ έδωσε κάποια στοιχεία του επαγγελματισμού που δεν υπήρχαν στην Ελλάδα. Ήρθε και μας γονάτισε. Φεύγαμε από το γήπεδο μπουσουλώντας.
Σε κάποιες στιγμές που οι συμπαίκτες μου κι εγώ του λέγαμε ότι δεν αντέχουμε άλλο, μας απαντούσε ‘δηλαδή γιατί να μην είστε η Μπάγερν;’. Του έλεγα ‘ξαφνικά δεν μπορούμε να είμαστε η Μπάγερν’ κι εκείνος επέμενε ‘όχι δεν μπορείτε, να γίνετε!’ Δηλαδή μας μετέφερε το πνεύμα της μεγάλης ομάδας. Για να το μεταφέρεις αυτό τι χρειάζεται; Δουλειά. Κι αυτός έκανε δουλειά. Και το αποτέλεσμα ήταν να έρθει ο τίτλος».
-Το πνεύμα του νικητή και της μεγάλης ομάδας φάνηκε και στο επικό ματς με την Μπαρτσελόνα, την οποία λυγίσατε 1-0 με δικό σας γκολ.
«Ξέρεις, υπάρχουν ευτυχισμένες στιγμές στο ποδόσφαιρο που δεν είναι ‘πήρα το πρωτάθλημα’ ή ‘έπαιξα καλά σε ένα παιχνίδι’. Είναι να παίζεις με αυτές τις ομάδες. Έλεγε ο Λόραντ για την Μπάγερν. Έπαιξα με την Μπάγερν. Έπαιξα με την Μπαρτσελόνα, έπαιξα με τον Άγιαξ, του Κρόιφ, του Νέεσκενς και του Χάαν. Έπαιξα με τον Κρόιφ και με την Μπαρτσελόνα. Με τον Μπεκενμπάουερ. Τεράστια υπόθεση…
Κερδίζεις εδώ μέσα 1-0 την Μπαρτσελόνα, ασχέτως αν εκεί «τρως» 6 γκολ. Και πάλι ευτυχισμένος είσαι γιατί έχεις πατήσει στο «Καμπ Νόου». Λες, ας πούμε, ναι κι εγώ έπαιξα με τη μεγάλη Μπαρτσελόνα, κι εγώ έπαιξα με τον Κρόιφ που σηκώνεται το «Καμπ Νόου» για πάρτη του’. Άσε, όταν είδαμε το «Καμπ Νόου», είπαμε ‘υπάρχουν τέτοια γήπεδα;’ Εκκλησία. Τα αποδυτήρια; Δέος. Μετά γι’ αυτό «τρως» 6 γκολ».
-Με τον Κρόιφ υπάρχει και αυτή η περίφημη ιστορία που ήθελε να πάτε στη Βαρκελώνη.
«Με αυτόν τον άνθρωπο εκτός από το ουισκάκι που πίναμε στα κρυφά, είχαμε το τσιγάρο και καπνίζαμε. Στις δεξιώσεις που έκαναν οι ομάδες, όταν με έβλεπε μου έλεγε ‘εσύ είσαι μεγάλο ταλέντο, αδικείσαι στην Ελλάδα’. Του έλεγα ‘τι να κάνουμε, εδώ παίζουμε’. Και μου απαντούσε ‘όχι, μπορείς να παίξεις και έξω’. Εγώ του εξηγούσα ότι δεν πρόκειται να φύγω γιατί την αγαπώ αυτήν την ομάδα.
Εν τω μεταξύ, αυτά μου τα είχε πει στην πρώτη συνάντηση. Στη δεύτερη μου είπε ακόμα περισσότερα. Με κοίταξε στα μάτια και μου είπε ‘εσύ δεν πρόκειται να γίνεις προπονητής’. Τον ρωτάω ‘γιατί το λες αυτό;’ Λέει: ‘Ξέρω, διαβάζω χαρακτήρες, δεν θα γίνεις ποτέ. Αλλά κοίταξε τις ακαδημίες του ΠΑΟΚ γιατί μου έχουν πει ότι βγήκες από εκεί. Το ίδιο θα κάνω κι εγώ τώρα στην Μπαρτσελόνα’. Αυτός το έκανε, αλλά εμένα δεν με άκουσαν εδώ στην Ελλάδα».
-Πώς καταφέρνατε να διαπρέπετε στον αγωνιστικό χώρο παρά το κάπνισμα;
«Ευχαριστώ για το ‘διαπρέπατε’. Είχα έναν εγωισμό και μια αυτοκριτική. Δεν ήταν μόνο το τσιγάρο. Έπινα, έκανα περισσότερο σεξ απ’ όσο μπορούσες να φανταστείς, αλλά όταν πήγαινα το πρωί στον καθρέφτη για να ρίξω νερό στο πρόσωπό μου και να πλύνω τα δόντια μου, έλεγα ‘ωραία είναι η υπόλοιπη ζωή, τώρα πρέπει να ανταποκριθείς και σ’ αυτό’.
Σεβόμουν πάντα κάποια λόγια που μου είχε πει ο πατέρας μου στο ξεκίνημα. ‘Κοίταξε αυτή τη στιγμή σε δείχνουν έτσι, αλλά κάποια στιγμή αυτό το δάχτυλο μπορεί να σου βγάλει και το μάτι. Να σέβεσαι αυτόν τον κόσμο που έρχεται και πληρώνει αυτό το εισιτήριο για να παίρνεις εσύ το χιλιάρικο’. Κάποια πράγματα λειτουργούσαν στη συνείδησή μου. Αν δεν κάπνιζα θα είχα καλύτερη φυσική κατάσταση, αλλά ήμουν αυτός που ήμουν. Δεν ξέρω πώς τα κατάφερνα».
-Κάνατε κάποια ειδική προετοιμασία πριν από τα ντέρμπι;
«Όχι. Απλώς ακόμα και όταν παντρεύτηκα στα 32 μου χρόνια, δεν άφηνα τη γυναίκα μου να με πάρει τηλέφωνο ή να με απασχολήσει για οποιοδήποτε θέμα. Ήμουν στο ξενοδοχείο και ήθελα να παραμένω συγκεντρωμένος στο παιχνίδι το Σάββατο και την Κυριακή. Να ακούσω με προσοχή αυτό που ήθελε από εμένα ο προπονητής μου».
-Θέλω να σας ρωτήσω για 3 γκολ: με την Μπαρτσελόνα, με τον Ολυμπιακό στις Σέρρες το 1983 και με τη Βίνερ το 1965.
«Αυτό με την Μπαρτσελόνα είναι γραμμένο σε video. Γι’ αυτό με τον Ολυμπιακό; Να σου πω ότι υπάρχουν πολλά γκολ που δεν υπάρχουν σε video. Αυτό το γκολ στις Σέρρες ήταν ανεπανάληπτο και είναι, βέβαια, γραμμένο στο video του μυαλού μου. Καταρχήν ήμασταν τιμωρημένοι και έπρεπε να παίξουμε με κόσμο σε άλλη πόλη. Ήταν και η πρώτη φορά που είχε έρθει ο πατέρας μου στο γήπεδο. Mε ποιον είχε έρθει; Με τον Γιώργο τον Σιδέρη. Ήταν πολύ φίλοι από τότε που ήμουν κάτω, αλλά συνέχισαν να βρίσκονται.
Κάνω μια πάσα προς τα δεξιά, νομίζω είχε βγει στα εξτρέμ ο Γιάννης ο Δαμανάκης και μου κάνει την πάσα σε ένα τέτοιο ύψος (σ.σ. δείχνει με το χέρι). Και βλέπω σε κλάσματα δευτερολέπτου -έτσι λειτουργούσα- τα σέντερ μπακ να έρχονται κατά πάνω μου. Παίρνω με το τακουνάκι την μπάλα από πάνω τους και περνάω ανάμεσα. Εν τω μεταξύ, βγαίνει η «γάτα» ο Σαργκάνης. Και πριν να πέσει η μπάλα, μόλις βλέπω τον Σαργκάνη, τη βρίσκω και τη στέλνω απέναντι.
Η περιγραφή που έκαναν για τον πατέρα μου και τον Σιδέρη ήταν η εξής: Λέει ο Σιδέρης στον πατέρα μου ‘πάμε μπαρμπα-Γιάννη’. Ο κόσμος γνώριζε τον Σιδέρη και κάποιος του είπε ‘πού πάτε;’ Λέει ‘φεύγω, πρέπει όλοι να βγείτε και να ξαναπληρώσετε εισιτήριο για να δείτε τον υπόλοιπο αγώνα’.
Με τη Βίλεμ παίζαμε στο Καυτανζόγλειο και εγώ ήμουν σε ηλικία 17-18 ετών. Παίζαμε το πρώτο Κύπελλο Εκθέσεων. Δεν το θυμάμαι, όμως, αυτό το γκολ».
-Θεωρείτε ότι η τρομερή αυτή ομάδα του ΠΑΟΚ εδικαιούτο να κατακτήσει ακόμη περισσότερους τίτλους τη δεκαετία του 1970;
«Θα είμαι ειλικρινής. Πραγματικά υπήρχαν τίτλοι που τους χάσαμε, αλλά και τίτλοι που μας τους έκλεψαν. Και πρωταθλήματα και κύπελλα. Μιλάω τεκμηριωμένα. Ότι είχαμε πολύ καλή ομάδα. Δεν είναι δικαιολογίες αυτά που λέω. Οι συμπαίκτες μας στην Εθνική το αναγνώριζαν. Την Κυριακή παίζαμε στο πρωτάθλημα, τη Δευτέρα-Τρίτη πηγαίναμε στην Εθνική ομάδα.
Όταν γυρίζει και σου λέει ο φίλος μου ο Γιώργος Δεληκάρης ή ο Άνθιμος Καψής ότι ‘έπρεπε να παίρνετε κάθε χρόνο το πρωτάθλημα ή το κύπελλο’. Ή να γυρίζει να σου λέει ‘προτίμησα την ατίμωση παρά να σε στείλω στα κάγκελα και να σε τραυματίσω’. Ο Άνθιμος ο Καψής. Τι καλύτερη αξία και τι τιμή να σου δώσει… Άστο το πρωτάθλημα. Στο δίνουν οι συμπαίκτες σου».
-Είπατε για Εθνική ομάδα. Θεωρείτε ότι η φουρνιά του 1970 ήταν η καλύτερη όλων των εποχών;
«Όντως ήταν. Από δικά μας λάθη δεν πήγαμε στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Ακόμη και από λάθη των ποδοσφαιριστών. Θύμωσε ο Δομάζος, ας πούμε, με τον Γεωργιάδη. «Φέραμε» 2-2 με τη Ρουμανία. Κερδίσαμε την Πορτογαλία και πήγαμε εκεί και πήραμε 2-2 με Εουσέμπιο. Το μεγαλύτερο θαύμα το κάναμε το 2004, αλλά πάντα σταματάμε εκεί. Ξέρεις, καμιά φορά δεν μπορούμε να κάνουμε συγκρίσεις και δεν μπορούμε να αδικήσουμε τη γενιά του 2004.
Αλλά ήταν όντως για εκείνη την εποχή πάρα πολύ μεγάλη ομάδα. Πληρέστερη ομάδα από εκείνη δεν υπήρχε. Έχεις μέσα έναν Λουκανίδη που παίζει από το 1 ως το 11. Σιδέρης, Παπαϊωάννου, Δομάζος, εγώ, Καμάρας, Οικονομόπουλος, Χάιτας, Δέδες, Μπαλόπουλος… Δεν μπορείς να έχεις 10 Δομάζους ούτε 10 Κούδες ούτε 10 Σιδέρηδες. Τι θέλω να πω: Ο καθένας με την ποιότητα που έχει και δίνει στο σύνολο των 11 είναι αυτό που κάνει τις μεγάλες ομάδες».
πηγή: sport-retro.gr