Σαν σήμερα στις 23 Νοεμβρίου του 1946 ερχόταν στη ζωή ο άνθρωπος που αναδείχθηκε στην κορυφαία ποδοσφαιρική μορφή του ΠΑΟΚ και της Θεσσαλονίκης, ο Μεγαλέξανδρος του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Ο λόγος για τον Γιώργο Κούδα που έβαλε όσο κανείς άλλος ποδοσφαιριστής τη σφραγίδα του, στη μετατροπή του Δικεφάλου σε έναν κορυφαίο σύλλογο. Φόρεσε την “ασπρόμαυρη” φανέλα 607 φορές , σημείωσε 164 γκολ και με τις μαγευτικές ποδοσφαιρικές παραστάσεις του έγραψε με χρυσά γράμματα το όνομα του στην ιστορία στο ελληνικό ποδόσφαιρο και φυσικά τον ΠΑΟΚ με τον οποίο δέθηκε για μία ζωή.
“ΔΙΑΡΚΗΣ ΑΓΩΝΑΣ ΣΑΝ ΤΗ ΖΩΗ”
Στα δεκάξι του χρόνια, ο Μέγας Αλέξανδρος κατάφερνε να αρπάξει τον χαλινό της μάχης στη Χαιρώνεια μπροστά στα συγκινημένα μάτια του πατέρα του. Από παιδί είχε ξεκινήσει ήδη την δική του εκστρατεία προς την απόλυτη καταξίωση, κάμπτοντας τις αντιρρήσεις του πατέρα του, που προσπαθούσε μάταια να του αποβάλλει το μικρόβιο.«Από το ποδόσφαιρο κανείς δεν είδε χαΐρι» συνήθιζε να του υπενθυμίζει, αλλά το μυαλό του μικρού Γιώργου ταξίδευε απερίσπαστο στην πλατεία της Παλιάς Λαχαναγοράς, η οποία ήταν η πρώτη που φιλοξένησε το πηγαίο ταλέντο του. Ο μικρός μετατράπηκε γρήγορα στον μπαλαδόρο που μάγευε τους οπαδούς στην Τούμπα και εργαζόταν για να συνεισφέρει στο οικογενειακό εισόδημα. Ήταν άριστος τεχνίτης της μπάλας, πολύ καλός οργανωτής και εξίσου καλός σκόρερ. Οι περίτεχνες ενέργειές του τον έκαναν εξαιρετικά αγαπητό στους φιλάθλους του ΠΑΟΚ όπου αγωνίστηκε από το 1963 έως το 1984. Είχε αρχίσει όμως να παίζει μπάλα ως ποδοσφαιριστής του δικέφαλου στα εφηβικά του χρόνια και συγκεκριμένα από το 1958. «Γεννήθηκα φτωχός, μετά τον πόλεμο. Δύσκολα χρόνια αυτά», λέει σε παλιότερη συνέντευξη του ο Γιώργος Κούδας. «Πρέπει να τα θυμόμαστε, ώστε να πάμε καλύτερα. Όπως το ποδόσφαιρο, έτσι και η ζωή είναι ένας διαρκής αγώνας με γίγαντες. Όταν μπαίνεις στο Κολοσσαίο πρέπει να είσαι έτοιμος να παλέψεις και να είσαι αισιόδοξος. Κάποιοι μας λένε “αυτά είναι πολιτική. Μα όλα είναι πολιτική!»
“TΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΙΕΡΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ”
Ο Γιώργος Κούδας δεν παραιτείται. Ο δρόμος που περπάτησε και εξακολουθεί να βαδίζει είναι ο δύσκολος. «Πήρα το πρώτο μου χιλιάρικο το 1963. Είχα μία παθολογική αρρώστια για το ποδόσφαιρο, που κράτησε σε όλη την καριέρα μου, 21 χρόνια στην ίδια ομάδα, στον ΠΑΟΚ. Μπήκα στο ποδόσφαιρο έχοντας ως παράδειγμα ανθρώπους που έπαιζαν μπάλα για μία πορτοκαλάδα, μία θέση σε τράπεζα, στον ΟΤΕ, στη ΔΕΗ. Πήρα καλά χρήματα για την εποχή, αλλά ποτέ δεν ήθελα να μπω στο Δημόσιο. Έκανα δικές μου δουλειές, όπως το πρακτορείο ΠΡΟΠΟ που άνοιξα το 1968. Ποτέ δε μετανιώνω για τίποτα. Έκανα ό,τι ήθελα και ό,τι έπρεπε να κάνω». Όσο για το τι σημαίνει ΠΑΟΚ για τον ίδιο;«Η λέξη ΠΑΟΚ. Τα τέσσερα ιερά γράμματα είναι πάνω απ’ όλα. Όλα τα υπόλοιπα είναι από εκεί και κάτω. Το λέω, ξέρετε, με όλη τη συναίσθηση της ευθύνης, γιατί το έζησα αυτό»…
ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΑΚΗ
Στο βιβλίο “Γιώργος Κούδας: Της ζωής μου το παιχνίδι” αναδημοσιεύτηκε μία συνέντευξη του Γιώργου Παντελάκη, του κορυφαίου παράγοντα στην ιστορία του ΠΑΟΚ, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της καριέρας του. Αναλυτικά όσα είχε πει για τον Κούδα:
“Ο Γιώργος Κούδας ήταν η μασκότ του ΠΑΟΚ. Από μικρός ταυτίστηκε με τον Σύλλογο. Ήταν ένα αδύνατο παιδάκι, το οποίο έπαιζε φανταστική μπάλα από τότε που ήταν στα τσικό. Να φανταστείτε, πριν από τα ματς των μεγάλων, είχαμε το δικαίωμα να παίζουν τα τσικό των σωματείων. Τη μέρα που έπαιζε ο Κούδας, ερχόταν τρεις-τέσσερις χιλιάδες κόσμος, για να δουν στην ουσία τον Κούδα!. Αυτός ήταν η ατραξιόν. Από το 1963, σε ηλικία 17 χρόνων, μπήκε στην πρώτη ομάδα και όλη η Ελλάδα μιλούσε σιγά-σιγά για το ταλέντο του. Όταν πια ο Κούδας έγινε 19-20 χρονών, μία μέρα μου λένε ότι εξαφανίστηκε από τη Θεσσαλονίκη. “Μπορεί”, μου λένε, “να πήγε στην εξοχή, κάπου. Και ακούστηκε τότε ότι τον ξελόγιασε κάποιος από εδώ και τον πήρε κάτω στην Αθήνα.
Μάλιστα, πολλά λέγονταν για τον Σκορδή, που ήταν ένας φίλαθλος του Ολυμπιακού και ασχολούνταν με το Σωματείο, αλλά εγώ δεν βάζω το χέρι μου στο Ευαγγέλιο. Ύστερα εμφανίστηκε ένας εκτελωνιστής στην Αθήνα, ο οποίος είχε υπό την προστασία του τον Κούδα.
Τον πήραν τον Κούδα κάτω με αρχικό δέλεαρ να μπει στο Λιμενικό, γιατί ήταν παιδί και δεν είχε πάει στρατιώτης. Αλλιώς είναι στο Λιμενικό και αλλιώς να είσαι ένας απλός φαντάρος. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Ο πατέρας του ξεσηκώθηκε. Του κάνανε ένα μπαρ κάτω στον Πειραιά. Τότε όμως ήταν ματαιοπονία για τον Ολυμπιακό, δεν μπορούσε να τον πάρει κανένας τον Κούδα. Οι μεταγραφές δεν ήταν τόσο εύκολες όσο σήμερα. Αφήστε που δεν υπήρχαν ακόμη ούτε πενταετίες, ούτε οκταετίες κ.λπ. Τότε όποιος έκανε ένα δελτίο σε μας ή και σε άλλον σύλλογο δεσμευόταν για όλη του τη ζωή. Και δεν είχαμε ανησυχία. Ή έπρεπε να σταματήσει τη μπάλα ή θα επέστρεφε στον ΠΑΟΚ. Από την άλλη το να κόψει τη μπάλα ένα τέτοιο ταλέντο ήταν αδιανόητο, επομένως ήταν βέβαιο ότι θα γυρνούσε. Ήταν και πολύ μικρός άλλωστε. Όλα αυτά, λοιπόν, γίνονταν για δύο χρόνια, δύο σεζόν. Έτσι έχασε δύο σεζόν ο Γιώργος. Η ουσία είναι ότι εμείς ήμασταν σε θέση ισχύος. Λέγαμε ότι ο Κούδας θα γυρίσει. Με την επιστροφή Κούδα ο ΠΑΟΚ κέρδισε τις εντυπώσεις. Κέρδισε έναν μεγάλο παίκτη. Κέρδισε πολλά για τη φήμη του. Ότι αρχικά δεν έκανε καμία συναλλαγή με τον Ολυμπιακό, για να πάρει χρήματα. Αφού χρειαζόταν η δική μας έγκριση, δηλαδή του ΠΑΟΚ, ήταν φυσικό να προσφέρονται χρήματα. Εμείς δεν το συζητήσαμε καθόλου”.
Το τσιγάρο το πάθος του: “Πήγαιναν από τότε οι παίκτες στα ξενοδοχεία. Το να μην καπνίζουν το φροντίζαμε επίσης. Τον μόνο που δεν μπόρεσα να τιθασεύσω στο κάπνισμα ήταν ο Κούδας. Κάπνιζε κρυφά και με πάθος. Και τι δεν του έλεγα!”.
Ο αρχηγός Κούδας: “Καταρχήν ο Κούδας ήταν πολύ καλό παιδί. Παράδειγμα προς μίμηση. Να φανταστείτε, όταν πηγαίναμε σε ξενοδοχείο στην Αθήνα πάνω στην Κηφισιά, έβγαιναν βόλτα και ο Κούδας ήταν ντυμένος σαν μανεκέν. Και ο κόσμος που έβλεπε, έλεγε: “Ο ΠΑΟΚ είναι, κοιτάξτε πώς κυκλοφορούν τα παιδιά”, ενώ το βράδυ ήταν να παίξουν μπάλα. Αυτό μετρούσε πολύ. Αν κανένας ήταν απεριποίητος, του λέγαμε να πάει να ντυθεί καλά. Επίσης ο Γιώργος ο Κούδας ήταν πολύ ευγενικός. Τελικά αν έβλαψε κάποιον, έβλαψε μόνο τον εαυτό του. Γιατί αργότερα ο Γιώργος, όταν έφυγα εγώ και οι δικοί μας του ανοίξανε ένα σούπερ μάρκετ, υπέστη τα πάνδεινα. Επειδή δεν το παρακολουθούσε, υπήρχαν διάφοροι που τον έκλεβαν εκατό τοις εκατό. Δεν μπορούσε τις επιχειρήσεις τότε. Δεν ήταν του χρήματος. Μετά έκανε πρακτορείο ΠΡΟΠΟ. Όταν ήρθα εγώ πια και τον κράτησα στην 12ετία-ήταν να φύγει και τον κράτησα-έγινα τρόπο τινά και ο λογιστής του. Από τα λεφτά που του έδωσα, τέσσερα εκατομμύρια συνολικά, τα τρία εκατομμύρια τα δώσαμε σε άλλο όνομα, για να παίρνει ένα ποσό, και το άλλο εκατομμύριο το πήραμε και ξεχρεώσαμε όλα τα χρέη, που είχε δημιουργήσει από το σούπερ μάρκετ και όσα χρωστούσε στην εφορία. στο ΙΚΑ κ.λπ. Έκανα τον λογιστή του. Έπαιρνα τα λεφτά αυτά από τα τρία εκατομμύρια και δίναμε και καλύπταμε όλες τις υποχρεώσεις που είχε ο Κούδας και παρουσιάστηκε ύστερα καθαρός. Και από αυτά τα λεφτά ξεκίνησε και τη δουλειά που έχει τώρα, αυτή τη βιοτεχνία, το “ΣΚΕΡΤΣΟ”.
“Έξω από το γήπεδο ο Γιώργος Κούδας ήταν ο ποδοσφαιριστής αριστοκράτης. Η εμφάνισή του, ο τρόπος που φερόταν στα ξενοδοχεία, όπου πηγαίναμε, η αντίδρασή του ήταν πάντα ανθρώπου ώριμου. Έτσι ήταν από πολύ μικρός. Οι συμπαίκτες του τον αγαπούσαν και τον σέβονταν. Ο Κούδας δεν ήταν αρχηγός υπό την έννοια του “διατάσσουμε”, γιατί δεν περνούσαν τότε αυτά. Ήταν όλοι αγαπημένοι και ο Κούδας είχε μία ξεχωριστή θέση. Δεν αποκλείεται τα παιδιά από πίσω να τον ζήλευαν, επειδή είχε μεγαλύτερη προβολή απ’ όλους. Αλλά ήταν πολύ αγαπημένη οικογένεια”.
Η προσωπική σχέση: “Στον πρώτο γάμο του τον πάντρεψα εγώ. Και βγήκαμε μόνο μία φορά μαζί. Εγώ δεν ήθελα να εκμεταλλευτώ κανενός την αίγλη. Και ήταν φυσικό ο ποδοσφαιριστής και κυρίως ο Κούδας να έχει περισσότερη αίγλη από μένα. Ήμουν πάντα απόμακρος. Δεν έκανα με κανένα από τα παιδιά αυτά παρέα. Να φανταστείτε ότι πήραμε το Πρωτάθλημα Ελλάδας και δεν πήγα το βράδυ που γλεντήσανε”.
Το ήθος του: “Ο Κούδας μέσα στο γήπεδο ήταν μία “προσωπικότητα”. Το ζούσε το ματς και πιστεύω ότι οι άνθρωποι που έχουν νεύρο, δημιουργούν κιόλας. Όχι σε ακρότητες. Πολλές φορές, αν κάτι δεν πήγαινε καλά… έσκαγε. Αλλες φορές διαμαρτυρόταν έντονα στους διαιτητές. Ήταν όμως πολύ ειλικρινής. Και ένα στιγμιότυπο που μπορώ να θυμηθώ: Μία φορά αποβλήθηκε στο πρώτο δεκάλεπτο από ένα ματς ανάμεσα στον Παναθηναϊκό και τον ΠΑΟΚ. Διαιτητής ήταν ο Παπαβασιλείου, ο οποίος με συμπαθούσε πολύ. Και μπαίνω μέσα και του λέω “καλά, ρε Στάθη, στα δέκα λεπτά απέβαλες τον Κούδα; Την μισή μου ομάδα;”. Και μου απαντάει: “Ρώτησε τον Κούδα αν έπρεπε να τον αποβάλω. Με έβρισε. Από εκεί και πέρα έχεις παράπονο; “Όχι”, του λέω, “δεν έχω παράπονο, γιατί ήσουν πάρα πολύ ωραίος χασάπης. Μας έσφαξες καλά-καλά και ύστερα έπαιξες 50-50”. Και όταν ρώτησα τον Κούδα, πράγματι παραδέχθηκε ότι τον έβρισε τον Παπαβασιλείου. Ευθύς και ειλικρινής. Όπως πάντα. Και σε ένα άλλο ματς που παίζαμε για Κύπελλο στη Χαλκίδα, νομίζω με την ΑΕΚ, ο Κούδας έβαλε λίγο πριν τη λήξη ένα γκολ. Ειλικρινά δεν είδα αν ο Γιώργος χρησιμοποίησε το χέρι του. Όλη η ΑΕΚ έτρεξε για να διαμαρτυρηθεί. Ο διαιτητής που ήταν, αν θυμάμαι, κάπως γραφικός, ρώτησε τον σκόρερ “με τι το έβαλες το γκολ;”.”Με το χέρι”, του είπε αφοπλιστικά ο Κούδας. Το γκολ βεβαίως ακυρώθηκε. Ύστερα πήγαμε να του πούμε του Κούδα κάτι, αλλά αυτός γυρίζει και μας απαντά: “Δεν μπορούσα να πω ψέματα”. Ήταν τα γαλόνια του αυτά. Το ήθος του. Όπως έκανε και ο Νικολαίδης προ ετών σε έναν τελικό Κυπέλλου μπροστά στον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Πολλά μπορώ να θυμηθώ από τον Κούδα αλλά αυτά τα δύο είναι τα πιο χαρακτηριστικά. Η ειλικρίνεια με την οποία είπε ότι τον έβρισε και τον απέβαλε και η ειλικρίνεια του ότι έβαλε το γκολ με το χέρι, παρόλο που τελείωνε το ματς. Δεν είχαμε άλλα περιθώρια. Και τελείωσε, αν δεν κάνω λάθος, ισόπαλο”.
ΓΝΩΣΤΕΣ ΚΑΙ ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ
Το 1972 άνοιξε μια αντιπροσωπεία αυτοκινήτων στη Βασιλίσσης Όλγας με τον Σαρακάκη και τους αδελφούς Κουλούρη. Διαφώνησε ωστόσο με τον συνεταίρο και συμπαίκτη του Αρίσταρχο Φουντουκίδη κι έτσι το 1975 την εγκατέλειψε ανοίγοντας μόνος του (αφού το πρότεινε και στους συμπαίκτες και αρνήθηκαν) ένα σούπερ μάρκετ το οποίο και έκλεισε το 1979.
Παράλληλα, εκείνα τα χρόνια δέχθηκε ουκ ολίγες κρούσεις να τρέξει στον… στίβο της πολιτικής με το κόμμα των Φιλελευθέρων που είχε μόλις ιδρύσει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, στενός φίλος του τότε αντιπροέδρου του ΠΑΟΚ Γιώργο Μαμιδάκη! «Εγώ με την πολιτική ποτέ!», συνηθίζει να λέει ακόμα και σήμερα στον φίλο του Γιώργο Λιάνη που του τηλεφωνεί συχνά…
Το 1980 γνωρίζεται με τον Ρασούλη, λίγο αφού αυτός έχει εμπνευστεί το τραγούδι «Πότε Βούδας, πότε Κούδας» που με τη φωνή του Νίκου Παπάζογλου γίνεται διαχρονική επιτυχία. «Τον Ρασούλη τον γνώρισα το 1980, αφού είχε ήδη γράψει το τραγούδι. Μου λέει ‘‘εγώ είμαι ΟΦΗ αλλά πήγαινα στο γήπεδο και σε παρακολουθούσα’’. Παρακολουθούσε εμένα μες στο γήπεδο, τις εκδηλώσεις του κόσμου και του ήρθε έμπνευση», θα αποκαλύψει.
Το 1982 παντρεύεται τη δεύτερη σύζυγό του Μαρίζα Ευστρατίου και το 1986 ανοίγει τη βιοτεχνία ενδυμάτων Scherzo με τα διακριτικά «GK», την οποία διατηρεί μέχρι σήμερα. «Είχαν προηγηθεί δύο χρόνια μαθητείας κοντά στον Τάκη Πανελούδη και συμβουλές από τους Θωμά Βουλινό και Στέφανο Κατέρογλου. Είναι δύσκολο να περάσεις από το πετσί στο πανί» θα υποστηρίξει ο ίδιος ξεδιπλώνοντας άλλη μία πτυχή της πολύπλευρης προσωπικότητάς του.
«ΠΟΤΕ ΒΟΥΔΑΣ ΠΟΤΕ ΚΟΥΔΑΣ»
Ο Νίκος Παπάζογλου ερμήνευσε πρώτος την επιτυχία “Πότε Βούδας Πότε Κούδας” το 1986.
Ποια είναι όμως η ιστορία του κομματιού; Στην mixanitouxronou.gr αναφέρεται πως:
Στα 49 του χρόνια ο Γιώργος Κούδας (σ.σ ποδοσφαιριστής) έκανε μια φιλική συμμετοχή σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, γεγονός που σε συνδυασμό με τις 504 συμμετοχές σε μια ομάδα και το ότι αγωνίστηκε από 16 χρονών σε αυτή τον κατέγραψαν στο ρεκόρ Γκίνες. Στην καριέρα του έβαλε περίπου 170 γκολ και αν δεν μεσολαβούσε η διετής αποχή από τα γήπεδα εξαιτίας της περιπέτειας με τη μεταγραφή στον Ολυμπιακό που δεν έγινε ποτέ, θα ήταν σίγουρα περισσότερα.
Ο Μανώλης Ρασούλης, στιχουργός του τραγουδιού αποκάλυψε πως ο Κούδας τρόμαξε όταν άκουσε στο ραδιόφωνο για πρώτη φορά το τραγούδι. “Έβαλα μπροστά το αυτοκίνητο και… έπεσα επάνω στο «Κούδας» και λέω τι έχω κάνει;” Όταν ρωτήθηκε ο μουσικοσυνθέτης για την έμπνευση του να «ταιριάξει» τον Βούδα με τον Κούδα ο ίδιος απάντησε: “Η ουσία του βουδισμού είναι να παίρνεις τη ζωή σαν παιχνίδι. Ο Βούδας από τη μια πλευρά το δίδασκε αυτό και ο Κούδας από την άλλη δίδασκε το ίδιο, αλλά στο ανθρώπινο επίπεδο: Πως το παιχνίδι είναι η ξανακατακτημένη παιδικότητα που ονομάζουμε «βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο!. Γιατί ο Γιώργος ήταν «βραζιλιάνος» ποδοσφαιριστής, ήταν μάτζικ! Έτσι μου «έκατσε» πολύ στιχουργικά, το Βούδας – Κούδας. Και εγώ πλέον λέω «και Βούδας και Κούδας» δηλαδή έχουμε και το ανθρώπινο και το θεϊκό. «Μακάρι να αντιλαμβανόμασταν τη ζωή μας σαν ένα παιχνίδι που έχει μαγεία, μας οδηγεί κάπου, στη γνώση, στην απελευθέρωση, στη λύτρωση. Να ζούμε όπως ο Κούδας έπαιζε μπάλα. Αέρινος, δυνατός, μάτζικ. Παιχνίδι με νόημα, ζωή με νόημα. Ελπίζω να βάλω κι εγώ –πολιτιστικά μιλώντας- γκολ στα δίχτυα της άγνοιας».