Λένε πως η επιτυχία ορίζεται από τρία «Τ». Ταλέντο, τόλμη, τύχη. Ο Δημήτρης Πέλκας είχε τα δυο πρώτα και πάλεψε σκληρά για να ολοκληρώσει το παζλ της δικής του επιτυχίας.
Θυμάται τον εαυτό του να πέφτει, να απογοητεύεται αλλά να ξανασηκώνεται. “Μπαμπά, εγώ θα παίξω μπάλα”. Ο μικρός είχε ορίσει από πολύ νωρίς τη ζωή του, σε μια πρόταση, σε τέσσερις λέξεις.
Οι πρώτες εικόνες του κ. Πρόδρομου και της κ. Ειρήνης Πέλκα είναι μια πάνινη μπάλα στα πόδια του μικρού Δημήτρη. Μια μπάλα που όταν αποφάσιζε η μητέρα του να πλύνει, έκανε τον Δημήτρη να θυμώνει. Οι δυο τους ακόμη θυμούνται να κατεβάζει μούτρα, επειδή τα παιδιά της ηλικίας του ήθελαν ενίοτε να κάνουν ποδήλατο και όχι να παίξουν ποδόσφαιρο.
“Μπαμπά, να πάω εγώ;”
Ο μικρός γοητευόταν μέρα με τη μέρα με το ποδόσφαιρο και η μοίρα του έκλεινε το μάτι. Ακόμη και στην ηλικία των έξι. Τότε που ο πατέρας του έφτιαξε τα κουφώματα στα αποδυτήρια της ομάδας για μικρά παιδιά στα Γιαννιτσά. Εκεί που ο μπαμπάς – Πέλκας προόριζε να στείλει τον κατά τρία χρόνια μεγαλύτερο – από τον Δημήτρη- γιο του, τον Γιάννη. Ο Γιάννης δεν… ψήθηκε στο άκουσμα των νέων, τα μάτια του Δημήτρη όμως έλαμψαν. “Μπαμπά, να πάω εγώ;”. Και τον τρέλανε. Δεν γινόταν όμως να πάει αυτός, ήταν ακόμη έξι και τα μικρότερα παιδιά που γινόντουσαν δεκτά δεν ήταν κάτω από 8 χρονών.
Ο κ.Πρόδρομος δεν του χαλάει το κέφι. Ζητάει χατιρικά από τους δυο υπεύθυνους της ομάδας, να πάρουν και τον μικρό Δημήτρη, κι ας τρέχει μόνο γύρω γύρω με τους υπόλοιπους. Μετά από τρεις μήνες, το μήνυμα που παίρνει σαφές: “Έλα, να τον δεις”. Ο μπαμπάς – Πέλκας, χαμογελάει. Αυτά που λένε στους υπόλοιπους μπαμπάδες, δεν μπορεί να του τα λένε και εκείνου. “Ρε με δουλεύετε;” θυμάται να τους απαντάει.
Και πήγε. Και έκτοτε δεν ξανάφυγε ποτέ. Στη θέα του Δημήτρη με τη μπάλα στα πόδια, ένας μικρός… διάολος που έτρεχαν να τον πιάσουν τα υπόλοιπα παιδιά, οι γονείς του Πέλκα έγιναν οι πιο φανατικοί υποστηρικτές του. Ο Δημήτρης προηγείται, εκείνοι ακολουθούν.
Το πράγμα για τον Πέλκα αρχίζει να… σοβαρεύει στην ακαδημία των Γιαννιτσών. Ο μικρός έχει θράσος και μοιάζει “διψασμένος” για ποδόσφαιρο. Τα παιχνίδια της ακαδημίας του με τα αντίστοιχα της Δυτικής Θεσσαλονίκης, στην δεύτερη χρονιά του εκεί, γίνονται σημείο αναφοράς. Στο άκουσμα πως ο Πέλκας συμμετέχει στους αγώνες, θα έλεγε κανείς πως διακρίνει μια… δυσφορία στα πρόσωπά τους. Το είχε αποφασίσει, θα έκανε τη διαφορά αλλά δεν επαναπαυόταν στο ταλέντο του.
“Δεν ξέρω τι θα κάνετε εγώ άλλη προπόνηση δεν χάνω!”
Δούλευε σκληρά. Κάθε μέρα. Δεν μπορούσε να διανοηθεί πως θα λείψει από κάποια προπόνηση. Ακόμη και όταν μεγάλωσε, πήγε στο γυμνάσιο και οι υποχρεώσεις του άρχισαν να αυξάνονται, το ποδόσφαιρο ήταν σε πρώτο πλάνο στα μάτια του. Στην Γ΄γυμνασίου, το πράγμα άρχισε να ζορίζει οικονομικά για την οικογένεια Πέλκα, με τους γονείς του να αποφασίζουν πως δεν μπορούν να αντέξουν τα ιδιαίτερα και ο μικρός θα έπρεπε να γραφτεί σε φροντιστήριο ομαδικό με συγκεκριμένες ώρες. “Κάντε ό,τι θέλετε, αρκεί να μην χάνω τις προπονήσεις μου”. Και ο κ.Πρόδρομος τα βόλεψε σχεδόν τέλεια. Σχεδόν γιατί την προπόνηση της Δευτέρας, ο Δημήτρης την προλάβαινε οριακά. 15-20 λεπτά στο τέλος. Ακόμη και έτσι όμως, πήγαινε με φόρμες, αθλητικά παπούτσια στο μάθημα και είχε δώσει εντολή να είναι ο μπαμπάς του απ’έξω και στην ώρα του προκειμένου να τον πάει κατευθείαν για προπόνηση. Έστω για λίγο.
Μέχρι εκείνο το βράδυ. Ο Δημήτρης βγήκε από το μάθημα, επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο του πατέρα του, έφθασε στην προπόνηση αλλά εκείνη είχε τελειώσει, καθώς έδωσαν το παρών μόλις 2-3 παιδιά. Γύρισε σπίτι και σε όλη την διαδρομή δεν μιλιόταν. Όταν μπήκε σπίτι, πέταξε την τσάντα του και απευθυνόμενος στους γονείς του, τους είπε: “Δεν ξέρω τι θα κάνετε, θα πηγαίνω για μάθημα 3 το πρωί, 11 το βράδυ, δεν με νοιάζει αλλά εγώ άλλη προπόνηση δεν χάνω. Δεν το έχετε καταλάβει;”. Ο μικρός είχε… τσαγανό και το έλεγε η καρδούλα του. Και σίγουρα το κατάλαβαν και οι γονείς του.
Ετοίμασε βαλίτσες για τον ΠΑΟΚ τέσσερις μήνες πριν!
Οι ψίθυροι γύρω από το νέο ταλέντο άρχισαν να διαδίδονται γρήγορα. Ο Άρης είχε ρίξει δίχτυα για την απόκτησή του και φάνταζε μία προοπτική -τουλάχιστον σε εκείνη τη φάση- για τον Πέλκα που “δάγκωνε” για μια ευκαιρία στο ποδόσφαιρο. Οι… καταβολές του ήταν όμως “ασπρόμαυρες” και ο Δημήτρης ζούσε με το όνειρο του ΠΑΟΚ. Είπαμε όμως, η μοίρα του είχε κλείσει το μάτι. Παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι του Δικεφάλου επιλέγουν τρεις άλλους πιτσιρικάδες, τελευταία στιγμή μπαίνει “σφήνα” και ο Δημήτρης.
“Πάμε στον ΠΑΟΚ” του ανακοινώνει σε ανύποπτο χρόνο ο πατέρας του στην ηλικία των 14. Ήταν Απρίλιος – Μάιος. Μια πρώτη νίκη. Μια πρώτη αίσθηση δικαίωσης. Ο Δημήτρης “πετάει” από την χαρά του και ετοιμάζει την επομένη κιόλας βαλίτσες για να τρέξει πίσω από τα όνειρά του. “Κάτσε, τον Αύγουστο πρέπει να είμαστε εκεί”, η φωνή της λογικής, η φωνή της οικογένειάς του.
Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα…
Ποιος είπε ότι ο δρόμος προς την επιτυχία είναι εύκολος; Και δεν ήταν… Ούτε για εκείνον ούτε για τον κ.Πρόδρομο και την κ.Ειρήνη που το μόνο που ήθελαν, ήταν το παιδί τους να είναι καλά, με ή χωρίς το ποδόσφαιρο, με ή χωρίς τον ΠΑΟΚ. Και ο Δημήτρης το κατάλαβε νωρίς. Η εγκατάστασή του στους ξενώνες του ΠΑΟΚ δεν του εξασφάλισαν μέχρι εκείνη τη στιγμή τίποτα. Έπρεπε διαρκώς να αποδεικνύει πως αξίζει την ευκαιρία του.
Ο μπαμπάς Πέλκας ακόμη θυμάται εκείνο το βράδυ, την πρώτη του χρονιά στους ξενώνες του ΠΑΟΚ, τον Δημήτρη να τον παίρνει τηλέφωνο, βουρκωμένος. Είχε προηγηθεί ένα οικογενειακό “διπλό” και από τα 25 παιδιά που υπήρχαν, ο μόνος που δεν πήρε καμία “γεύση” ήταν αυτός.
Οι γονείς του… τρελάθηκαν. Ήταν έτοιμοι να μπουν στο αυτοκίνητο και με μια γκαζιά να βρεθούν από τα Γιαννιτσά, στη Θεσσαλονίκη και δίπλα στον Δημήτρη. Ακολούθησαν πολλές συζητήσεις ανάμεσα στους τρεις τους. “Αυτό είναι το ποδόσφαιρο. Αυτά θα περνάς. Εμείς είμαστε εδώ για σένα. Αν θέλεις, σε παίρνουμε και φεύγουμε. Εσύ θέλουμε να είσαι καλά” του διαμηνύουν.
Ο Δημήτρης σήκωσε το κεφάλι του και τους απάντησε: “Όχι, θα μείνω εδώ να παίξω μπάλα”. Από τους “εκλεκτούς” του ΠΑΟΚ, μετά το εξάμηνο, μόνο εκείνος άντεξε. Στο τραπέζι των συζητήσεων έπεσε και το ενδεχόμενο να πηγαινοέρχεται από τα Γιαννιτσά στις προπονήσεις, αλλά ακόμη και αυτό, ο Δημήτρης το απέρριψε. Βρισκόταν εκεί, μόνος του, για έναν συγκεκριμένο σκοπό. Και να ξέρετε, πως η αξία ενός ανθρώπου είναι οι νίκες του, και οι πιο ωραίες νίκες είναι οι νίκες εναντίον του ίδιου μας του εαυτού.
“Άστο μπαμπά, εγώ θα παίξω ποδόσφαιρο”
Στους ξενώνες του ΠΑΟΚ στο γήπεδο της Τούμπας, υπήρχε ένας ειδικά διαμορφωμένος χώρος για να κάνουν μαθήματα οι μικροί των ακαδημιών με τρεις καθηγήτριες. Ο… καημός του κ.Πρόδρομου ήταν τουλάχιστον ο μικρός να μην μείνει πίσω στα μαθήματά του, να πάρει το απολυτήριό του. Και στις πρώτες του κουβέντες με τις δασκάλες ήταν να τον πιέσουν λίγο προς αυτήν την κατεύθυνση. “Το απολυτήριο είναι το λιγότερο. Ο μικρός είναι πανέξυπνος και τα πιάνει εύκολα. Στοχεύουμε σε μεγάλη σχολή” του απαντούν. Ναι, πανέξυπνος μπορεί να είναι αλλά η μεγάλη σχολή θέλει διάβασμα και ο Δημήτρης πως θα τα προλαβαίνει όλα… σκέφτηκε και απευθύνθηκε στο γιο του, μεταφέροντάς του τα όσα ειπώθηκαν νωρίτερα. “Άστους να λένε. Εγώ θα παίξω ποδόσφαιρο, θα εξασφαλιστώ από το ποδόσφαιρο” θυμάται ακόμη σήμερα και γελάει ο κ.Πρόδρομος.
Και τα κατάφερε. Ακόμη κι αν προσγειώθηκε άτσαλα στο έδαφος ορισμένες φορές, σηκώθηκε, σκούπισε από πάνω του κάθε σκόνη, και συνέχισε. Από τη φανέλα με το Νο10 στην πλάτη, το… προσωνύμιο του Κούδα, στον δανεισμό και τον Απόλλωνα Καλαμαριάς.
“Μπαμπά, με φώναξε ο προπονητής μου (σ.σ. Γιώργος Δώνης) και μου έδωσε το Νο10. Σε λίγο θα δώσω και την πρώτη μου συνέντευξη, βάλε ραδιόφωνο να ακούσεις”. Αυτό το τηλεφώνημα από το εξωτερικό, φέρνει στον μπαμπά του έναν κόμπο στο λαιμό. Νιώθει πως θα του φύγει το τιμόνι από το χέρι. Παρκάρει στην άκρη και ανοίγει το ραδιόφωνο. Ανοίγει να ακούσει το γιο του, να δίνει συνέντευξη από την προετοιμασία του ΠΑΟΚ στο εξωτερικό, ως ποδοσφαιριστής της μεγάλης ομάδας του Δικεφάλου, φορώντας τη “βαριά” φανέλα με το Νο10. Ο Δημήτρης του μεγάλωσε και ζούσε αναμφισβήτητα το όνειρο του…
Και για αυτό το όνειρο έφτασε μέχρι την Πορτογαλία. Και πάλι ως δανεικός. Δεν τον ένοιαζε. Θα επέστρεφε και πάλι πιο δυνατός. Από την στιγμή που πίστευε εκείνος στον εαυτό του, τα υπόλοιπα ήταν θέμα χρόνου. Έσκυψε το κεφάλι του και το έριξε στη δουλειά. Οι “σειρήνες” από την Πορτογαλία δεν άργησαν να ηχήσουν, η Σπόρτινγκ τον βάζει στο μπλοκάκι της, τα εισιτήρια του αεροπλάνου των δικών του ανθρώπων για να επιτευχθεί το μεγάλο deal, καθώς υπήρχε η διάθεση εξαγοράς της ρήτρας από τον ΠΑΟΚ, δεν περνούν ποτέ από το check – in. Έχει αφήσει μια δουλειά πίσω του στον ΠΑΟΚ. Το χρωστούσε στον εαυτό, στον κ.Πρόδρομο και στην κ.Ειρήνη και σε αυτή την ομάδα που έμαθε, αγάπησε, εξελίχθηκε, πληγώθηκε αλλά έδωσε σάρκα και οστά στο όνειρο που είχε από μικρός και σε εκείνη την μοίρα που του έκλεισε από νωρίς το μάτι. Κι ας μην το ήξεραν οι άλλοι, αρκεί που το κατάλαβε ο ίδιος τόσο νωρίς…
Πηγή: FORZA