Ο παρουσιαστής του ιστορικού τηλεπαιχνιδιού («Τροχός της Τύχης») δίνει το σύνθημα για το υπέρτατο… τζακ ποτ του «Δικεφάλου» στον «τροχό» του πρωταθλήματος.
Από το αθλητικό ρεπορτάζ βρέθηκε να παίρνει μεταγραφή και να φοράει τη φανέλα του κεντρικού παρουσιαστή ενός ιστορικού τηλεπαιχνιδιού («Τροχός της Τύχης») παίζοντας… μπάλα στο σαλόνι του σπιτιού μας.
Και με… βύσμα τη FORZA – όπως ο ίδιος αποκαλύπτει – σπεύδει να κάνει κράτηση στην εξέδρα, για το παιχνίδι που θα κρίνει την κούπα του πρωταθλήματος και θα φέρει το υπέρτατο τζακ ποτ, ή αλλιώς το τρόπαιο στον Λευκό Πύργο και την αγαπημένη του ομάδα.
Ο ΠΑΟΚτσής από κούνια (κυριολεκτικά κι όχι μεταφορικά) Πέτρος Πολυχρονίδης, σε μια μεγάλη αποκλειστική συνέντευξη, μέσα από το ρινγκ των παραστάσεων επαγγελματικής πάλης που διοργανώνει – με τόλμη κι αρετή – κι αποτελεί μία ακόμη μεγάλη του αγάπη στο… τροχό της ζωής.
-Ξεκινώντας την κουβέντα μας εξήγησε μας πως προέκυψε να είσαι Νικαιώτης και ΠΑΟΚτσής;
«Όταν η οικογένειά μου μετακόμισε στην Αθήνα ήρθε στη Νίκαια. Δεν είμαι βέρος Νικαιώτης. Εγώ είμαι Θρακιώτης από τη Νέα Βύσσα Ορεστιάδας. Εκεί ένα 50% των ανθρώπων με τους οποίους μεγάλωσα ήταν ΠΑΟΚ. Εν τω μεταξύ, επειδή οι περισσότεροι ενδοοικογενειακά γινόμαστε ότι γινόμαστε, εμένα ο πατέρας μου δεν ήταν απλά ΠΑΟΚ, αλλά φουλ ΠΑΟΚ. Σε βαθμό που οι πρώτες μου φωτογραφίες σε ηλικία δύο μηνών, ήταν με την στολή του ΠΑΟΚ. Φαντάσου πως έχω φωτογραφία ενός έτους, που είμαι μέσα στο γήπεδο και με βγάζει έξω ο Χάρρυ Κλυνν. Εγώ ντυμένος με τη φανέλα του ΠΑΟΚ και ο Χάρρυ Κλυνν με κράταγε αγκαλιά».
-Υπήρχαν κόντρες με τα άλλα πιτσιρίκια στη Νίκαια;
«Όχι καμία σχέση. Στη γειτονιά μου δεν υπήρχε άλλο παιδί που να ήταν ΠΑΟΚ. Και έτσι με αφήναν στην ησυχία μου (γέλια). Σε κουβέντες ποδοσφαιρικού τύπου, πάντα με αφήναν στην ησυχία μου, διότι πάντα ο ΠΑΟΚτσής στην Αθήνα στα ωραία και αθώα χρόνια της δεκαετίας του ΄80, δεν αποτελούσε ένα target group για να πλακωθούμε μαζί του. Ήταν απλά ένας φίλος που είχε μια ομάδα. Από τη δεκαετία του ΄90 και μετά άρχισε όλο αυτό να μην είναι τόσο βολικό και ωραίο. Αυτό τελείωσε την δεκαετία του ΄90. Τα πράγματα έχουν γίνει πλέον πιο σκληρά κι αυτό είναι μεγάλη μπούρδα, που θεωρείται αδιανόητο να συμβαίνει κάτι ανάλογο και στα χρόνια που ζούμε».
-Ποιο είναι το πρώτο παιχνίδι που παρακολούθησες live τον ΠΑΟΚ και έχει αποθηκευτεί στη μνήμη σου;
«Το πρώτο παιχνίδι που με πήγε ο πατέρας μου και το θυμάμαι, ήταν με τον Απόλλωνα Αθηνών στη Ριζούπολη κι είχαμε χάσει. Θυμάμαι τον Κούδα. Παίζει να ήταν και η τελευταία του χρονιά. Μου έλεγε ο πατέρας μου από το σπίτι… “θα δούμε τον Κούδα, θα δούμε τον Κούδα” . Ήταν τόσο ωραίο να πηγαίνεις στο γήπεδο για να δεις έναν παίκτη που θαυμάζεις. Αυτό όμως που θυμάμαι χαρακτηριστικότερα, ήταν μια ανάμνησή μου που δεν έχει να κάνει με τον ΠΑΟΚ. Είναι όταν πηγαίναμε να δούμε τον Χατζηπαναγή, όταν ερχόταν για παιχνίδια του Ηρακλή στην Αθήνα».
-Να υποθέσω πως θυμάσαι το τελευταίο πρωτάθλημα που κατέκτησε ο ΠΑΟΚ το 1985;
«Οι αναμνήσεις είναι λίγες και παιδικές. Εγώ ήμουνα 6 χρονών τότε και πήγαινα Α΄ Δημοτικού. Χάρηκα, που η ομάδα μου πήρε το πρωτάθλημα, αλλά δεν το ένιωσα, όπως θα το ένιωθα τώρα».
-Ποιον παίκτη του ΠΑΟΚ θαύμαζες πιτσιρικάς;
«Τον Τουρσουνίδη. Για μένα ο Τουρσουνίδης ήταν μαγεία. Ήταν σαν και μένα, κοντός. Δεν του φαινόταν από το σουλούπι πως ήταν μπαλαδόρος, αλλά ήταν φοβερή παιχτούρα. Εκείνη την περίοδο η ΑΕΛ είχε τον Καραπιάλη κι εμείς είχαμε τον Τουρσουνίδη. Ήμουν φανατικός “Τουρσουνιδικός”. Κι άλλοι παίκτες μου άρεσαν, αλλά ο Τουρσουνίδης αυτός που θαύμαζα και ταυτιζόμουνα μαζί του».
-Την μεγάλη ομάδα του μπάσκετ του ΠΑΟΚ την παρακολουθούσες;
«Με μεγαλύτερο φανατισμό από το ποδόσφαιρο. Εγώ ήμουνα μπασκετικός, όχι ποδοσφαιρικός. Για να καταλάβεις και στη δημοσιογραφία όταν μπήκα, το έκανα για να γράφω μπάσκετ. Τόσο φανατικός με την ομάδα μπάσκετ, όσο δεν μπορείς να φανταστείς. Δεν έχανα ούτε δευτερόλεπτο, όχι μόνο από τα κλασικά ντέρμπι με τον Άρη, αλλά όλα τα παιχνίδια του ΠΑΟΚ. Όλη εκείνη γενιά και η ομάδα του Κόρφα του Πρέλεβιτς, ήταν για μένα τότε το παν. Μεγάλη ιστορία».
-Υπάρχει κάποια νίκη της ομάδας του μπάσκετ του ΠΑΟΚ που να σε έχει «σημαδέψει»;
«Φυσικά και ήμουνα και μέσα. Το ματς, που είχα πάει στο ΣΕΦ με τον ξάδερφό μου, που ήταν Ολυμπιακός και είδαμε το τρίποντο – νίκης στο φινάλε του Στογιάκοβιτς. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου. Με έναν ιδιαίτερο φανατισμό δίπλα μου, στον οποίο εγώ ευτυχώς δεν είχα συμμετοχή. Οι οπαδοί, που θέλουν και γουστάρουν να ακολουθούν οργανωμένα την ομάδα τους, καλώς κάνουν και την ακολουθούν. Αν ήταν τα πράγματα όπως στο εξωτερικό, ίσως να ακολουθούσα κι εγώ πιο μικρός. Επειδή όμως εδώ ο ξυλοδαρμός προϋποθέτει την όλη διαδικασία μιας εκδρομής, θεωρώ τον εαυτό μου πολιτισμένο για να κοπανιέμαι με οποιονδήποτε συνάνθρωπο μου, ότι ομάδα κι αν είναι. Αυτό λοιπόν με τον “Πέτζα” δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Επί μια εβδομάδα είχα γίνει η μεγαλύτερη… ενόχληση όλων των διπλανών μου που ήταν Ολυμπιακοί. Έχω βιώσει και μια πίκρα μεγάλη. Σου μιλάω ως φίλαθλος και όχι ως δημοσιογράφος, όπου είχα την τύχη να περιγράψω θρυλικές επιτυχίες του ΠΑΟΚ. Η μεγάλη μου πίκρα ήταν αυτός ο ελεεινός ο Ιακοπίνι της Μπένετον Τρεβίζο στο φάιναλ φορ της Αθήνας. Ήμουνα τόσο φτιαγμένος πως θα βγούμε πρώτοι στο φάιναλ φορ. Ήταν τρομερό. Μεγάλη θλίψη. Μετά τα έβλεπα δημοσιογραφικά τα παιχνίδια κι από άλλη οπτική γωνία. Ακόμη και μεγάλες νίκες του ΠΑΟΚ, που περιέγραψα στο ραδιόφωνο, δεν μπήκα ποτέ στη διαδικασία να πω… ”ναι ρε ΠΑΟΚάρα”. Ήθελα να κάνω την δουλειά μου πολύ ωραία και σωστά. Κι όταν τελείωνα έλεγα στον εαυτό μου… ”ρε, νικήσαμε” . Τότε συνειδητοποιείς το που είσαι και έχει να κάνει και με την αγωνία που το ζεις το κάθε πράγμα».
-Παρακολουθείς την φετινή πορεία της ομάδας ποδοσφαίρου του ΠΑΟΚ;
«Επιδερμικά. Θέλω να σου πω ότι βλέπω μόνο τα μεγάλα ντέρμπι του ΠΑΟΚ. Δεν θα μπω ποτέ στη διαδικασία να δω παιχνίδια τύπου ΠΑΟΚ – Λεβαδειακός, ΠΑΟΚ – Πλατανιάς. Σέβομαι όλες τις ομάδες, απλώς δεν μου αρέσει το ελληνικό ποδόσφαιρο. Κάθομαι και βλέπω αγγλικό ποδόσφαιρο. Δεν μου αρέσει η ποιότητα του ελληνικού ποδοσφαίρου. Βλέπω τα ντέρμπι του ΠΑΟΚ, επειδή θέλω να πάρουμε επιτέλους το πρωτάθλημα Αυτό που μένει τώρα είναι να χρησιμοποιήσω την FORZA για… βύσμα στο ματς, που θα κριθεί το πρωτάθλημα. Να μπορώ να έρθω στην Θεσσαλονίκη και να έχω να λέω ότι η πρώτη φορά που είδα αγώνα του ΠΑΟΚ, από την στιγμή που σταμάτησα την αθλητική δημοσιογραφία, ήταν η χρονιά που πήραμε πρωτάθλημα».
-Θα καταφέρει να σηκώσει την κούπα του πρωταθλήματος η φετινή ομάδα;
«Δεν μπορείς να κάνεις πρόβλεψη στο ποδόσφαιρο. Δεν είμαι μέντιουμ, ούτε ο Πιτ Παπαδάκος. Νιώθω ότι αν δεν το πάρουμε φέτος, δεν θα υπάρξει άλλη τόση μεγάλη ευκαιρία για τον ΠΑΟΚ. Ή φέτος ή ποτέ».
–Θεωρείς πως ο Ιβάν Σαββίδης γύρισε τον τροχό του ΠΑΟΚ;
«Ο ΠΑΟΚ έχει ταλαιπωρηθεί σε μεγάλο βαθμό στο παρελθόν από τα πρόσωπα που βρέθηκαν στα ηγετικά πόστα. Χρειαζόταν έναν άνθρωπο ο οποίος θα εμπνέει χρήμα. Προσοχή. Όχι εμπιστοσύνη, θα εμπνέει χρήμα. Δηλαδή θα ξέρεις πως το χρήμα δεν είναι αυτό που σου λείπει, για να κάνεις αυτό που θέλεις. Αφού λοιπόν έχεις το χρήμα, πρέπει να έχεις και τους ανθρώπους. Ο Ιβάν Σαββίδης ξεκάθαρα θεωρούσα από την πρώτη στιγμή κι ακόμη θεωρώ πως δεν έχει ιδέα από το ποδόσφαιρο. Και δεν είχα κι έχω απαίτηση να ξέρει από ποδόσφαιρο. Δεν είναι η δουλειά του αυτή. Όπως και άλλοι πρόεδροι, δεν έχουν γνώση από ποδόσφαιρο. Λίγοι είναι αυτοί που είναι βαθιά μέσα στο ποδόσφαιρο. Οι πρόεδροι δεν πρέπει να ξέρουν από μπάλα. Πρέπει όμως να ξέρουν να τοποθετούν σωστούς ανθρώπους από κάτω, αυτούς δηλαδή που κάνουν κουμάντο στην εταιρεία τους. Θεωρώ πως ο Ιβάν Σαββίδης στο ξεκίνημά του δεν είχε τους σωστούς ανθρώπους δίπλα του, προκειμένου να φέρουν τον ΠΑΟΚ εκεί που έπρεπε. Έστω στο Τσάμπιονς Λιγκ, προκειμένου να ζήσουμε αυτή την εμπειρία. Οπότε, κάτι γινότανε λάθος. Μάλλον τα τελευταία χρόνια κάτι έχει διορθώσει, ή επιτέλους έμαθε από τα λάθη του και οι σωστοί άνθρωποι τοποθετούνται στις κατάλληλες θέσεις. Ισως να χρειάζονται κι άλλοι τέτοιοι στον ΠΑΟΚ».
-Έχει ανάγκη το ελληνικό ποδόσφαιρο και από άλλους επιχειρηματίες της οικονομικής εμβέλειας του Ιβάν Σαββίδη;
«Όχι. Δεν είναι οι “Σαββίδηδες” αυτοί, που θα αλλάξουν το ποδόσφαιρο. Δεν είναι οι “Μαρινάκηδες” και οι “Βαρδινογιάννηδες”. To ποδόσφαιρο πρέπει να αλλάξει στην τελευταία ακαδημία που υπάρχει στο χωριό. Το ποδόσφαιρο θα αλλάξει όταν πας σε ένα χωριό έξω για παράδειγμα έξω από την Θεσσαλονίκη και δεις έπειτα από έναν αγώνα παιδιών 5-6 ετών, οι γονείς να λένε μετά στα παιδιά “ μπράβο δεν πειράζει που χάσατε ή κερδίσατε, μπράβο παίξατε μπαλίτσα”. Αντ΄ αυτού βλέπεις κι ακούς “γιατί δεν κερδίσατε;”, “γιατί δεν έβαλες τον γιο μου μέσα;” και άλλα τέτοια. Εκεί θα πρέπει να αλλάξει το ποδόσφαιρο κι όχι στους επενδυτές. Όταν θα αλλάξει εκεί, τότε αντί να βγάζουμε έναν Παπασταθόπουλο κάθε πέντε χρόνια, θα βγάζουμε πέντε σπουδαίους Έλληνες παίκτες κάθε χρονιά. Ξέρεις πόσα ταλέντα υπάρχουν και δεν έπαιξαν πότε μπάλα; Κάποτε έρχεται η στιγμή που απεχθάνεσαι σαν γονιός βλέπεις το παιδί σου να μην πορεύεται ποδοσφαιρικά, αλλά με σαχλαμάρες. Το ποδόσφαιρο δεν θα αλλάξει από τους επενδυτές, θα αλλάξει από τους ανθρώπους του ποδοσφαίρου που παίρνουν τα παιδιά στα χέρια τους από 5 ετών. Αυτοί θα αλλάξουν το ποδόσφαιρο, γιατί θα μεγαλώσουν μια ολόκληρη γενιά κι αυτή η γενιά θα αλλάξει και τους επενδυτές στον τρόπου που σκέφτονται. Εγώ δεν μπορώ να διανοηθώ πως οι επενδυτές πρέπει να κάνουν δηλώσεις στο γήπεδο. Εχω καλύψει ως δημοσιογράφος παιχνίδια Τσάμπιονς Λιγκ. Δεν πήγα ποτέ να πάρω δήλωση από τον πρόεδρο της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, της Ρεάλ Μαδρίτης, της Μπάγερν. Είναι αδιανόητο αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα, να μιλούν οι επενδυτές και οι πρόεδροι. Ποιος ο λόγος; Ο προπονητής είναι αυτός που θα τον ακούσεις και θα μάθεις και μπαλίτσα. Κι όταν τελειώσει την δουλειά του, θα τον κρίνεις κιόλας. Θα τους πεις “μεγάλε ωραία μου τα λες, αλλά 3-0” . Ήθελα πάντα ως δημοσιογράφος να ρωτάω κάτι που θα βγάλει ένα συμπέρασμα και να πούμε κάτι παραπάνω στον κοσμάκη που βλέπει μπάλα».
“LIKE” ΣΤΟΝ ΠΡΙΓΙΟΒΙΤΣ
«Βλέπεις ΠΑΟΚ και λες αυτός είναι καλός»
Ο Πέτρος Πολυχρονίδης έχει μια συμπάθεια στον σημερινό ΠΑΟΚ και δεν το κρύβει…
«Είναι ο Πρίγιοβιτς! Βλέπεις ΠΑΟΚ, δεν είσαι ΠΑΟΚ και έρχεσαι για παράδειγμα από τις Φιλιππίνες στην Ελλάδα. Κάθεσαι και βλέπεις και λες, αυτός είναι καλός. Η άποψη πως όλοι μπορούμε να δούμε μπαλίτσα και μπορούμε να ξεχωρίσουμε τους καλούς παίκτες, δεν με βρίσκει σύμφωνο. Εγώ δεν έπαιξα μπάλα. Αυτό με κάνει λιγότερο καλό στο να ξεχωρίσω έναν καλό ποδοσφαιριστή; Όχι βέβαια, έχοντας ζήσει ένα σωρό παιχνίδια δίπλα από τον πάγκο. Έμαθα να ξεχωρίζω παίκτες και ομάδες από την διάρκεια τους. Το να κάνεις ένα καλό ματς ή μισή καλή χρονιά, εμένα δεν μου λέει τίποτα».
Η… μούρλα της επαγγελματικής πάλης
-Πώς προέκυψε αυτός ο εξαιρετικός χώρος που κάνουμε την συνέντευξη και οι παραστάσεις επαγγελματικής πάλης;
«Είχα μια μούρλα πέραν όλων των άλλων με την επαγγελματική πάλη. Αυτό το πράγμα δεν υπήρχε στην Ελλάδα, από το 1996 όπου έκανε μια παράσταση ο Σουγκλάκος. Τώρα που πέρασαν κάποια χρήματα από τα χέρια μου, αποφάσισα να τα επενδύσω σε αυτό το πράγμα και στο χώρο που βλέπεις. Βρήκα μεγάλη ανταπόκριση κι αυτή την στιγμή έχω δημιουργήσει μια εταιρεία που λέγεται ΖΜΑΚ και μπορούν όλοι να την βρουν και στο Ίντερνετ (www.zmakgr.com). Κάνω 15 παραστάσεις το χρόνο, έχω δικό μου χώρο, ένα θίασο από 50 άτομα μεγαλύτερο δηλαδή και από θεατρικές παραστάσεις. Μάλιστα ένας από τους πρωταθλητές μου εδώ ο Κωστίκας Γονατίδης είναι και Σαλονικιός και είναι σε μια φατριά που είναι Πόντιοι από την Θεσσαλονίκη. Εμφανίζονται για να παλέψουν με ποντιακή μουσική και σημαίες του ΠΑΟΚ, εναντίον του κατεστημένου της Αθήνας. Απολαμβάνουν την παράσταση κι έχει την πλάκα του».
Πηγή: FORZA