Η μοίρα δεν ήθελε τον Αντώνη Μήνου να αγωνιστεί με την ομάδα, που αγαπούσε μικρός, τον ΠΑΟΚ αν και δύο φορές βρέθηκε μια ανάσα από την Τούμπα.
Ο βετεράνος διεθνής τερματοφύλακας, που αγωνίστηκε για 16 χρόνια στην Α΄ κατηγορία (Καστοριά, Παναθηναϊκός, ΑΕΚ, Απόλλων Αθ.) μίλησε στη FORZA, μεταξύ άλλων, για την κατάληξη του φετινού πρωταθλήματος, για τον επικείμενο τελικό κυπέλλου, για τους τερματοφύλακες του χθες και του σήμερα.
-Ποια εντύπωση σας αφήνει το φετινό πρωτάθλημα;
«Πάντα η πεποίθηση μου είναι ότι τα παιχνίδια πρέπει να κρίνονται μέσα στους αγωνιστικούς χώρους. Είναι άσχημο για το ποδόσφαιρο να θεωρείται ότι το πρωτάθλημα κρίθηκε κάπου αλλού, κι όχι στα γήπεδα. Και είναι κακό, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο δυσφημείται το ίδιο το προϊόν και απομακρύνονται και οι τελευταίοι φίλαθλοι από τις κερκίδες. Βέβαια, υπάρχουν και κανόνες, που πρέπει να γίνονται σεβαστοί από όλους. Ειδικότερα για το παιχνίδι με τον Ολυμπιακό και στην απόφαση για κατακύρωση του αγώνα υπέρ των φιλοξενούμενων, ουσιαστικά έπαιξε ρόλο το περσινό προηγούμενο με τον Ίβιτς στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Και φθάσαμε στο παιχνίδι με την ΑΕΚ, όπου μπήκε ένα γκολ στο φινάλε, κατ’ άλλους κανονικό, κατ’ άλλους άκυρο. Θεωρώ, πάντως, ότι ο ΠΑΟΚ έπρεπε να είχε δημιουργήσει ήδη μια υπέρ του βαθμολογική διαφορά και να μην εξαρτά την τύχη από την έκβαση αυτών των δύο ντέρμπι. Και θα μπορούσε να το είχε πετύχει, γιατί είχε μια ομάδα με συνοχή και απερίσπαστη από προβλήματα. Τελικά, όμως, πλήρωσε τα λάθη, με το αντικείμενο που πετάχτηκε στον προπονητή του Ολυμπιακού-δεν εξετάζω το αν τον βρήκε ή όχι-και την είσοδο Σαββίδη στο ματς με την ΑΕΚ».
-Σε τελική ανάλυση, ο τίτλος απονέμεται στην καλύτερη ομάδα;
«Ο τίτλος κρίθηκε στις λεπτομέρειες. Δεν περίμενα ότι η ΑΕΚ θα είχε αυτή τη σταθερή πορεία. Και το πρωτάθλημα δεν είναι ένα και δύο παιχνίδια, αλλά ένας μαραθώνιος αγώνων. Συνεπώς, πολύ σημαντικό ρόλο παίζει η διάρκεια στην απόδοση μιας ομάδας. Ο ΠΑΟΚ υστέρησε, σε σχέση με την ΑΕΚ, στο γεγονός ότι δυσκολεύονταν να επικρατήσει στα εκτός έδρας ματς απέναντι σε θεωρητικά μικρότερες ομάδες. Ίσως τώρα να ήταν όλα διαφορετικά, αν είχε καταφέρει να πάρει το τρίποντο στο ματς της Τρίπολης. Από την άλλη, η ΑΕΚ δεν είχε βάλει εξ αρχής το στόχο κατάκτησης του τίτλου, κι αυτό επέτρεψε στους παίκτες της να έχουν μια πιο χαλαρή ψυχολογία. Αντίθετα, η αναγκαιότητα για την πρωτιά επέφερε άγχος στους παίκτες του ΠΑΟΚ».
-Τι προβλέπετε για τον τελικό κυπέλλου;
«Ο ΠΑΟΚ έχει ένα κίνητρο παραπάνω, γιατί θέλει να αποδείξει πολλά πράγματα. Αλλά αυτό το γεγονός δημιουργεί περισσότερη πίεση στους παίκτες του. Ναι μεν θέλουν να αποδείξουν ότι είναι η καλύτερη ομάδα, αλλά αυτό δεν μπορεί να αποδειχθεί σε ένα ματς και μόνο. Η ΑΕΚ θα έχει λιγότερο άγχος, έχοντας ήδη πίσω της μια πολύ καλή σεζόν. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τυχόν απώλεια του κυπέλλου δεν θα συνιστά αποτυχία για αυτήν».
-Καλώς γίνεται ο τελικός στο ΟΑΚΑ;
«Προσωπικά αντιμετωπίζω το Ολυμπιακό στάδιο ως ένα ουδέτερο γήπεδο. Άλλωστε, και τα εισιτήρια θα είναι μοιρασμένα. Και μακάρι να μην υπήρχαν καθόλου κενές ζώνες και να βλέπαμε ένα κατάμεστο στάδιο. Όπως είχα την τύχη να το ζήσω, ως παίκτης του Παναθηναϊκού, στον τελικό του 1986 εναντίον του Ολυμπιακού (4-0). Μακάρι να γίνει ένας ήσυχος τελικός, χωρίς παρατράγουδα. Σε κάθε περίπτωση, η έδρα του τελικού κυπέλλου θα πρέπει να καθορίζεται στην έναρξη της σεζόν και αυτό να μην αλλάζει ανάλογα με το ποιοι θα είναι οι φιναλίστ. Παραδείγματος χάρη, μπορεί από τώρα η ΕΠΟ να πει ότι του χρόνου ο τελικός θα διεξαχθεί στο Καυτανζόγλειο. Και αυτό τελικά να ισχύσει και στην πράξη».
-Ποιόν τερματοφύλακα ξεχωρίσατε στο φετινό πρωτάθλημα;
«Δεν ήταν μόνο ένας ή δύο. Το ενθαρρυντικό είναι ότι ακόμη και στις μεγάλες ομάδες, με εξαίρεση τον Ολυμπιακό, αγωνίζονται Έλληνες γκολκίπερ, και οι οποίοι μάλιστα διακρίνονται. Τα πράγματα, βέβαια, σε σχέση με το παρελθόν έχουν αλλάξει πολύ. Σήμερα οι ομάδες αποδίδουν μεγάλη σημασία στη σωστή εκγύμναση και προετοιμασία των τερματοφυλάκων, σε αντίθεση με τα δικά μου χρόνια, όπου ελάχιστα ασχολούνταν με τους γκολκίπερ. Προσωπικά, πρόλαβα και την εποχή των ξερών γηπέδων. Και δεν ήταν μόνο το πώς θα πέσεις στο έδαφος για την απόκρουση, ήταν και η δυσκολία να υπολογίσεις την πορεία της μπάλας πάνω σε ένα τερέν χωρίς χόρτο. Το μοναδικό μας πλεονέκτημα τότε ήταν ότι, στο γύρισμα της μπάλας από τον αμυντικό, ο τερματοφύλακας είχε το δικαίωμα να την υποδεχτεί με τα χέρια. Για μένα, πάντως, δεν υπάρχει η λέξη ροτέισον στη θέση κάτω από τα δοκάρια. Πρέπει ο τερματοφύλακας να αισθάνεται τη σιγουριά του βασικού, όσο τουλάχιστον οι άνθρωποι της ομάδας του κρίνουν ότι πάει καλά. Ειδικότερα για τον Πασχαλάκη, έδειξε ότι πρόκειται για έναν γρήγορο κι εκρηκτικό τερματοφύλακα. Θα τον ήθελα, πάντως, να είναι πιο συγκεντρωμένος στο παιχνίδι του, να απλουστεύει τα πράγματα και να μην τα κάνει περίπλοκα και θεαματικά».
-Παίξατε 16 χρόνια στην Α΄ Εθνική. Φθάσατε ποτέ κοντά σε μεταγραφή σας στον ΠΑΟΚ;
«Βέβαια. Το πρώτο μου δελτίο, μετά τον Αλμωπό, ήταν στον ΠΑΟΚ. Είχα υπογράψει, αλλά η μεταγραφή δεν ολοκληρώθηκε, επειδή την τελευταία στιγμή η ομάδα της Αριδαίας δε συναίνεσε σ’ εκείνη τη μετακίνηση. Αλλά και όταν πήγα στην Καστοριά, υπήρχε επικοινωνία του Γιώργου Παντελάκη με τον Γιώργο Χαλκίδη, πρόεδρο της ομάδας, αλλά και ένθερμο υποστηρικτή του ΠΑΟΚ, με την προοπτική κάποια στιγμή να ερχόμουν στην Τούμπα. Και δε σας κρύβω τη μεγάλη συμπάθεια που είχα από μικρός για τον ΠΑΟΚ -όντας βορειοελλαδίτης- συν το γεγονός ότι στο ξεκίνημα της καριέρας μου είχα ως πρότυπο τον Μπλάντεν Φούρτουλα, που αγωνίζονταν τότε στην ομάδα. Αλλά και αργότερα, το 1991, είχα σχεδόν συμφωνήσει με τον Θωμά Βουλινό, αλλά και πάλι δεν ολοκληρώθηκε η μεταγραφή. Τότε η ΑΕΚ είχε πολλά προβλήματα, και η κουβέντα γίνονταν και για τον Ντούσαν Μπάγεβιτς, προκειμένου να αναλάβει την τεχνική ηγεσία του ΠΑΟΚ. Σε τελική ανάλυση, με στεναχωρούσε το γεγονός ότι δεν μπόρεσα, έστω για κάποιο διάστημα, να φορέσω τη φανέλα του ΠΑΟΚ».
-Αλλά και το 2007, όταν ανέλαβε ο Φερνάντο Σάντος, είχατε βρεθεί πολύ κοντά στην Τούμπα…
«Η σχέση μου με τον Σάντος δεν υπήρξε μόνο σε επαγγελματικό επίπεδο, αλλά ήταν και σε καθαρά ανθρώπινο και φιλικό. Κι όταν ανέλαβε τον ΠΑΟΚ, συχνά με συμβουλεύονταν. Είχα συζητήσει με τον Θόδωρο Ζαγοράκη την προοπτική συνεργασίας, αλλά αποφάσισα να μην πάω τότε στον ΠΑΟΚ για να μη φέρω σε δύσκολη θέση τον ίδιο τον Σάντος. Θεωρούσα ότι στο πλευρό του προπονητή θα έπρεπε να ήταν κάποιος, που να είχε πολύχρονη διαδρομή στην ομάδα, κι όχι κάποιος που δεν είχε αγωνιστεί ποτέ σαν παίκτης».
-Θεωρείτε κορυφαία στιγμή στην καριέρα σας την παρουσία στο Μουντιάλ της Αμερικής;
«Εκείνη ήταν, μέχρι τότε, η μεγαλύτερη επιτυχία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Βέβαια, εκείνη η προσπάθεια είχε λοιδορηθεί. Μας είχαν αποκαλέσει περιοδεύοντα θίασο, επειδή είχαμε παραστεί σε εκδηλώσεις χορηγών. Κάτι που σήμερα κρίνεται απολύτως φυσιολογικό. Αλλά ξέρετε γιατί μας είχαν κατακρίνει; Επειδή κάποιοι δεν είχαν τη δυνατότητα να κονομήσουν. Το «πακέτο» τότε ήταν μικρό, πήγε σε περιορισμένο κύκλο ανθρώπων και, όσοι έμειναν εκτός, βγήκαν στην επίθεση…».