H μεταγραφή του Κριστιάνο Ρονάλντο από την Ρεάλ Μαδρίτης στη Γιουβέντους, δημιουργεί μία αίσθηση ότι οι μετακινήσεις αξίας μεγαλύτερης των 100 εκατομμυρίων ευρώ, δεν είναι πλέον σπάνιες. Ακριβώς το αντίθετο, όπως εξηγεί σε σχετικό του άρθρο στην γαλλική εφημερίδα L’Equipe, ο οικονομολόγος του αθλητισμού Μπαστιάν Ντρου, συγγραφέας του βιβλίου «Η οικονομία του ποδοσφαίρου τον 21ο αιώνα».
Αμέσως μετά την ολοκλήρωση του Μουντιάλ της Ρωσίας, οι συζητήσεις άρχισαν να κατευθύνονται στο μεταγραφικό παζάρι και τα νέα ρεκόρ-προκλήσεις που αντιμετωπίζει.
Η Γιουβέντους απέκτησε τον-πέντε φορές νικητή της «Χρυσής Μπάλας»- Κριστιάνο Ρονάλντο, αντί 117 εκατομμυρίων ευρώ, καθιστώντας την πρώτη μεταγραφή με περισσότερα από 100 εκατομμύρια ευρώ έναν παίκτη άνω των τριάντα ετών. Ο μισθός του υπολογίζεται σε 30 εκατ. ευρώ ετησίως.
Η Λίβερπουλ λίγο αργότερα, εξασφάλισε τον τερματοφύλακα της Seleção και της Ρόμα , Αλισον Μπέκερ για 75 εκατομμύρια ευρώ, καθιστώντας την πιο ακριβή μεταγραφή στην ιστορία για έναν τερματοφύλακα. Έτσι, η Γιουβέντους και η Λίβερπουλ δεν απέχουν πολύ από την επίτευξη των πιο ακριβών μεταγραφών στην ιστορία.
Επίσης ο Βραζιλιάνος Βινίσιους Τζούνιορ, μόλις 18 ετών, έφτασε στη Ρεάλ Μαδρίτης, ένα χρόνο μετά την απόκτησή του από τους Μαδριλένους για 45 εκατομμύρια ευρώ, καθιστώντας τον πιο ακριβό έφηβο. Κι όμως είναι πολύ πιθανό ότι αυτά τα ρεκόρ δεν θα είναι τα μοναδικά αυτό το καλοκαίρι.
«Ο πολλαπλασιασμός των μεταγραφών αξίας μεγαλύτερης των 100 εκατ. ευρώ, αναμφίβολα, επαναφέρει τα ερωτήματα σχετικά με μια πιθανή φούσκα της οποίας η έκρηξη θα είναι επικείμενη. Για πολλούς σχολιαστές βέβαια, η έκρηξη αυτής της φούσκας ήταν επικείμενη… για περισσότερα από 20 χρόνια. Το πρόβλημα είναι ότι εξετάζεται μόνο η αύξηση των δαπανών των συλλόγων (μεταγραφές και μισθοί) και καθόλου σε συνδυασμό, τα έσοδά τους. Οι μεγάλες μετακινήσεις, σίγουρα προσφέρονται για μεγάλους τίτλους, όμως φαίνεται να υπολείπονται της εξέλιξης των εσόδων των μεγάλων ευρωπαϊκών συλλόγων. Για παράδειγμα, τα έσοδα της Γιουβέντους υπερδιπλασιάστηκαν σε πέντε χρόνια (+ 107%), από 195 εκατομμύρια το 2012 σε 406 το 2017. Πριν από λίγες ημέρες, η Μπαρτσελόνα ανακοίνωσε κύκλο εργασιών 914 εκατ. ευρώ για την περίοδο 2017-2018, με το όριο του δισεκατομμυρίου, να είναι πλέον ζήτημα χρόνου να το υπερβεί. Συνηθισμένοι εδώ και πολύ καιρό στα ελλείμματα, οι μεγάλοι ευρωπαϊκοί σύλλογοι, πλέον γνωρίζουν μία άλλη πραγματικότητα, αυτή του κέρδους. Οι καιροί έχουν αλλάξει», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μπαστιάν Ντρου.
«ΠΟΛΕΜΟΣ» ΓΙΑ ΤΙΣ ΧΟΡΗΓΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ … FOLLOWERS
Σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, η αύξηση των εσόδων από μεγάλους συλλόγους δεν αφορά μόνο τα τηλεοπτικά δικαιώματα. Γι’ αυτούς, το μέρος των εσόδων που έχει αυξηθεί ιδιαίτερα κατά τα τελευταία πέντε χρόνια είναι έσοδα χορηγίας. Καταρχήν οι αθλητικές εταιρείες ανταγωνίζονται ακόμα πιο σκληρά για να συνδεθούν με μεγαλύτερους συλλόγους. Για παράδειγμα, η Τσέλσι έσπασε το συμβόλαιό της με την Adidas το 2016 για να συνάψει – ακόμα πιο κερδοφόρο – με τη Nike, ύψους περίπου 65 εκατομμυρίων ευρώ ανά σεζόν. Η έντονη αύξηση των πωλήσεων αθλητικών ειδών στην Κίνα και γενικότερα στην Ασία απαιτεί από τους κατασκευαστές να συνδέονται με συλλόγους και αθλητές που επηρεάζουν περισσότερο παγκοσμίως. Αυτό οδήγησε σε λιγότερες συνεργασίες, αλλά με τους καλύτερους συλλόγους και παίκτες. Η Adidas συνοψίζει τη νέα στρατηγική επένδυσης μάρκετινγκ με τη φράση «Mean more by doing less» («Σημαίνει περισσότερο, κάνοντας λιγότερα»).
«Επιπλέον, οι χορηγοί των μεγάλων συλλόγων έχουν γίνει πιο διεθνοποιημένοι. Οι μεγάλοι σύλλογοι εκμεταλλεύτηκαν τη δύναμή τους στα κοινωνικά δίκτυα, γεγονός που τους επιτρέπει να εκμεταλλευτούν την άμεση επαφή με τους φιλάθλους. Αυτό προσφέρει ένα δυναμικό επικοινωνίας πρωτοφανούς κλίμακας, ακόμα πιο ενδιαφέρον από ό,τι πριν για τους χορηγούς. Ο αγώνας για τους φιλάθλους, φαίνεται να είναι το νέο σημείο αναφοράς του «πολέμου», πρόσθεσε.
ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ ΤΟ ΧΑΣΜΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΜΕΓΑΛΟΥΣ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟΥΣ ΣΥΛΛΟΓΟΥΣ
«Η κυριότερη πηγή εσόδων για τους ευρωπαϊκούς συλλόγους τα τελευταία χρόνια, τα τηλεοπτικά δικαιώματα συνέχισαν να αναπτύσσονται στην Ευρώπη. Ο κύριος λόγος είναι ότι με την πάροδο του χρόνου έχουν γίνει ένα εξαιρετικό προϊόν για συνδρομητική τηλεόραση, παρόχους υπηρεσιών διαδικτύου και ίσως σύντομα για ψηφιακούς γίγαντες όπως το Amazon (όπως έχουμε δει στην Αγγλία πρόσφατα) ή το Facebook. Με όλο και περισσότερους δυνητικούς αγοραστές, τα τηλεοπτικά δικαιώματα αυξάνονται σταθερά τα τελευταία 20 χρόνια και είναι απίθανο να μειωθούν σημαντικά στο εγγύς μέλλον.
Στην πραγματικότητα, οι μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες δείχνουν ότι μπορούν να αντέξουν οικονομικά μεγάλες μεταγραφές και υπερ-αποζημιώσεις να πληρώσουν, σε πιο συχνό ρυθμό μάλιστα στο εγγύς μέλλον, απλώς και μόνο επειδή οι πόροι τους θα συνεχίσουν να αυξάνονται.
Όμως ακόμα και αν η έκρηξη της… φούσκας δεν φαίνεται να είναι επίκαιρη, προκύπτουν πολλά ερωτήματα, ιδίως επειδή το χάσμα μεταξύ μεγάλων και μικρών συλλόγων αυξάνεται. Στην πραγματικότητα, οι πόροι των μικρών και των ενδιάμεσων συλλόγων αυξάνονται πολύ λιγότερο γρήγορα, από τους πόρους των μεγάλων συλλόγων. Η ιδέα για την δημιουργία ενός νέου Μουντιάλ συλλόγων ή ακόμα και οι συζητήσεις για την μία ευρωπαϊκή Superleague δείχνουν ότι οι προϋποθέσεις για ρήξη είναι περισσότερο από ποτέ ορατές. Είναι επείγον να επέμβουν οι ευρωπαϊκές πολιτικές αρχές».
Πηγή: ΑΠΕ/ΜΠΕ