Ο μυστηριώδης γκριζομάλλης μεσήλικας έμεινε σιωπηλός, βυθισμένος στις σκέψεις του για περισσότερη από μιάμιση ώρα.
Δίπλα του, γύρω του, στο πρακτορείο της γειτονιάς που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, ο κακός χαμός. Φωνές, διαμαρτυρίες, οδυρμός, νεύρα, γκρίνια, κατάρες, βρισιές, οχλοβοή, γήπεδο κανονικό.
Εκείνος αμίλητος, σχεδόν ανέκφραστος. Στον κόσμο του. Τα μάτια του ήταν συνεχώς καρφωμένα στην οθόνη, δεν υπήρχε τίποτα γύρω του που θα μπορούσε να του αποσπάσει την προσοχή. Οι εξωτερικοί ήχοι δεν υπήρχαν για αυτόν.
Έμεινε σαστισμένος, ακούνητος στο γρήγορο γκολ του Βιεϊρίνια. Το πρόσωπό του έκανε την παραμικρή σύσπαση ούτε στο γρήγορο 2-0 από τον Άκπομ. Έμοιαζε με κάποιον παρείσακτο, κάποιον που τρύπωσε εκεί για να γλιτώσει το κρύο, που «ξύριζε» έξω. Κάποιον που είδε φως και μπήκε. Δεν ενόχλησε κανέναν. Κανένας δεν ενόχλησε κι εκείνον.
Δεν έβγαλε άχνα, δεν μίλησε με κανέναν, ούτε στο ημίχρονο. Τι του έτρωγε άραγε τα σωθικά; Μήπως ήταν τόσο μεγάλος ο… κουβάς που είχε φάει ή μήπως ήταν μια ανάσα από το μεγαλύτερο ταμείο της ζωής του;
Το ρολόι έδειχνε ακριβώς τρία λεπτά μετά τις 9, όταν ο Τσούμπα Άκπομ έκλεψε την μπάλα από τον Σισέ και ξεχύθηκε σαν άνεμος προς την αντίπαλη εστία. Το πλασέ ήταν τέλειο, όλα ήταν τέλεια, στο πρακτορείο αυτή τη φορά έπεσε νεκρική σιγή.
Με μία απότομη κίνηση ο μυστηριώδης γκριζομάλλης μεσήλικας έδωσε μια στην καρέκλα του και κινήθηκε προς την έξοδο. Έριξε μια τελευταία κλεφτή ματιά πίσω του, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι το γκολ είχε μετρήσει και βγήκε έξω για να αναπνεύσει λίγο διαφορετικό αέρα. Λίγο οξυγόνο.
Με γρήγορες, κοφτές κινήσεις άρχισε να ψαχουλεύει βιαστικά μες το σακάκι του. Έμοιαζε πανικόβλητος. Κάποιο ηρεμιστικό; Ένα υπογλώσσιο; Έδειχνε να είχε ανάγκη από κάτι, άμεσα.
Από την τσέπη του έβγαλε ένα τσιγάρο. Σέρτικο, όπως τότε στα παλιά χρόνια. Το άναψε βιαστικά και τράβηξε μια μεγάλη τζούρα.
– «Είστε καλά κύριε;», τον ρώτησε τρομαγμένος, αυτός που για μιάμιση ώρα μοιραζόταν το ίδιο τραπέζι, δίχως να ανταλλάξει ούτε λέξη μαζί του. Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπε, η συμπεριφορά του, τον παραξένεψε. Τον φόβισε.
Η φωνή του μυστηριώδη γκριζομάλλη μεσήλικα ήταν σπασμένη. Οι λέξεις έβγαιναν αργά, κοφτά από το στόμα του.
– «Αυτό το τσιγάρο αγόρι μου… (παύση) Αυτό το τσιγάρο, αγόρι μου περίμενα να το κάνω εδώ και 34 χρόνια».
Τα μάτια του άρχισαν να γυαλίζουν. Η καύτρα από το τσιγάρο έκανε το πρόσωπο του να λάμπει.
«Πήγαινα σχολείο την τελευταία φορά που…»
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την πρόταση. Με μια απότομη κίνηση πέταξε το τσιγάρο στο δρόμο και χάθηκε σιγά – σιγά στο πλακόστρωτο σοκάκι. Δεν χρειαζόταν να πει τίποτα άλλο. Δεν χρειαζόταν να δει τίποτα άλλο…
Η ιστορία δεν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Είναι αληθινή. Συνέβη σε ένα συνοικιακό πρακτορείο της Αθήνας. Μπορεί και της Πάτρας. Του Ηρακλείου. Της Στουτγκάρδης. Της Μελβούρνης, Της Νέας Υόρκης. Του Γιοχάνεσμπουργκ. Ακόμα και της… Ζάμπιας. Είναι σίγουρο ότι όλοι δίπλα μας, γύρω μας έχουμε στο περιβάλλον μας έναν μυστηριώδη γκριζομάλλη μεσήλικα, που περίμενε για αυτό το τσιγάρο εδώ και 35 χρόνια.
Υπάρχουν μερικά πράγματα στην ζωή που δεν μπορούν να αποτυπωθούν με λέξεις, παρά μόνο με μερικές τζούρες. Με μερικές βαθιές εισπνοές ως τα σώψυχα κι ένα ανακουφιστικό φύσημα του καπνού προς τα έξω.
Κι αυτό το λέει ένας μανιώδης (πια) αντικαπνιστής…
ΞΕΣΠΑΣΜΑ
Όσοι με γνωρίζουν προσωπικά έχουν να το λένε. Είμαι ήρεμος. Εκνευριστικά ήρεμος. Ατσάλινα νεύρα. Δεν γίνεται να τσακωθείς μαζί μου, θα καταλήξεις να τσακώνεσαι μόνος σου. Υπάρχει μόνο ένα πράγμα που μπορεί να με κάνει να εκραγώ.
Θυμάμαι στο γκολ του Γιώργου Φωτάκη στο Καζάν έσπασα ένα καλόγηρο στην δουλειά και φλέρταρα με την απόλυση. Λίγα χρόνια αργότερα, ντάλα καλοκαίρι με τις άδεις, άδεια η εφημερίδα, διέλυσα μία καρέκλα με ροδάκια που εκτοξεύτηκε με δύναμη προς τον τοίχο μετά από το 1-1 του Βλάνταν Ίβιτς στο Άμστερνταμ.
Κόντεψα να σπάσω το χέρι μου στο γκολ του Ζλάταν στην Πόλη και διέλυσα ένα ποντίκι στο γκολ του Αντρέ στην Τρίπολη. Έσκισα την μπλούζα μου στο γκολ του Βιεϊρίνια στον τελικό κυπέλλου και έχασα προσωρινά την φωνή μου πάμπολλες φορές. Στο τρίτο γκολ του Τσούμπα Άκπομ στο ματς με τον Ολυμπιακό όμως συνέβη αυθόρμητα. Δεν ήξερα πως να το αντιμετωπίσω. Μου συνέβη για πρώτη φορά σε αγώνα, το άφησα να με κυριεύσει.
Βούρκωσα.
Οι γεννηθέντες από το 80 και κάτω είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνουν…