Εξομολόγηση ζωής παρέθεσε σε αθλητικό μέσο ενημέρωσης ο πρώην κεντρικός του ΠΑΟΚ, Παναγιώτης Πελεκούδας, που εξηγεί αναλυτικά πως κατάφερε να ξεπεράσει το πρόβλημα της κατάθλιψης και των κρίσεων πανικού που τον ταλαιπώρησαν παλαιότερα.
Αναλυτικά η συνέντευξή του:
«Αδερφέ, πάρε τώρα τηλέφωνο για ασθενοφόρο, πεθαίνω!»
Ήταν βράδυ Αυγούστου, το 2014. Είχα σταματήσει, όπως – όπως, σε ένα πάρκιν στην παραλιακή, στο ύψος της Βουλιαγμένης.
Ένιωθα περίεργα, είχα «μυρμηγκιάσματα».
Ήταν «κρίση πανικού»…
Πλησίασε προς το μέρος μου ένας παρκαδόρος – πορτιέρης ενός μαγαζιού και με ρωτούσε, έντρομος, «τι κάνεις εκεί, ρε αδερφέ;».
Δεν ήξερα τι κάνω…
Περνούσα κατάθλιψη, μα δεν το γνώριζα ακόμα!
Ήταν να πάρω τον πατέρα μου από το αεροδρόμιο. Είχε μια δουλειά στην Κρήτη και θα πήγαινα να τον υποδεχθώ.
Είχα ξεκινήσει δύο ώρες νωρίτερα από την Καλλιθέα. Στο δρόμο για το αεροδρόμιο, τα… κακάρωσα.
Ένιωσα ότι πέθαινα, οδηγώντας!
Ευτυχώς, το παλικάρι όμως -δεν ξέρω ούτε το όνομά του- ήταν ο πρώτος που με ηρέμησε.
Θυμάμαι να μου λέει: «ψηλέ, δύο εξηγήσεις υπάρχουν. Ή έχεις πάρει ναρκωτικά ή παθαίνεις κρίση πανικού».
Από το αμάξι, είχα κατέβει κανονικά, όρθιος, δεν είχα κάποιο σημάδι πως πεθαίνω.
Είχα ταχυκαρδία, αθλητής είμαι, σκέφτηκα πως θα… εκραγεί η καρδιά μου και θα πεθάνω!
Ήταν βράδυ, ο τύπος είχε πιάσει τη βάρδιά του, λογικά, και ήταν εξοικειωμένος με δύσκολες καταστάσεις, λόγω επαγγέλματός.
Ήταν σε φάση «να σου ρίξω δυο χαστούκια να συνέλθεις ή να πάρουμε το ασθενοφόρο;».
Ουσιαστικά, αυτός με καθυστερούσε από το να καλέσουμε ασθενοφόρο.
Αλλα, αντί να γίνομαι χειρότερα, αντί να… πεθαίνω, γινόμουν καλύτερα.
Μιλούσα σε κάποιον, άρα είχα σωθεί!
Στο τέταρτο, είχα συνειδητοποιήσει πως κάτι πήγε στραβά στο μυαλό μου.
Εκεί, σκέφτηκα και τις ζαλάδες που είχα για καμιά βδομάδα, ανάμεσα στα τάιμ άουτ, στις προπονήσεις της προετοιμασίας μου με την τότε ομάδα μου, τον Ολυμπιακό.
Είχα γυρίσει από την Εθνική ομάδα και -έχοντας κάνει τη μεγάλη μεταγραφή- έμενα στην Αθήνα.
Μην υποτιμάτε τη σημασία του μέρους. Το περιβάλλον μπορεί εύκολα να προκαλέσει άγχος σε ένα παιδί από την επαρχία.
Σκεφτόμουν, όμως, πως ζοριζόμουν, επειδή δεν έτρωγα καλά, γιατί ήθελα να ακολουθήσω αυστηρή -«σωστή»- διατροφή.
Το βράδυ εκείνο, λοιπόν, είχε έρθει η ώρα να δω γιατί υπήρχε η ζάλη, τις προηγούμενες ημέρες.
Οι εξετάσεις έγιναν άμεσα…
Ήμουν υγιέστατος!
Καρδιά μικρού παιδιού, πνευμόνια 99% οξυγόνο, σφυγμοί κανονικοί, αίμα, ζάχαρο.
Με ξετίναξαν σε δύο ώρες!
Είχε έρθει μαζί μου ο φίλος μου και συμπαίκτης μου, ο Θάνος Μαρούλης, κολλητός μου από την Λαμία, όπου ήμασταν και εκεί συμπαίκτες.
Ήταν ο μόνος που ήξερε ήδη πως κάτι δεν πήγαινε καλά με μένα και με συνόδεψε στην κλινική με την οποία συνεργαζόταν η ομάδα.
Στο μεταξύ, ερχόταν και ο πατέρας μου από το αεροδρόμιο στο νοσοκομείο.
Ο πατέρας μου είναι ένας άνθρωπος με κατανόηση και αντίληψη της πραγματικότητας.
Ξέρει πως συμβαίνουν (και) τέτοια πράγματα.
Ο τρόπος που το χειρίστηκε ήταν αυτός που με ξύπνησε.
Δεν είπε «αμάν, ο γιος μου τρελάθηκε!».
Όταν έχεις το πρόβλημά σου και λες από μόνος σου «πω πω, τι έπαθα, τρελάθηκα» και σου λέει: «ηρέμησε, συμβαίνει», εκεί λες πως «δεν είμαι μόνος μου, υπάρχουν και άλλοι “τρελοί”, θα τα καταφέρουμε».
Το ίδιο βράδυ, λοιπόν, επιστρέφω στο σπίτι.
Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, είχα δύσπνοια. Ξανακύλησα. Δεν ήταν πάλι κρίση πανικού ήταν «προσμονή», όπως μου είπε ο γιατρός.
Την άλλη μέρα, ξανά μαζί με τον πατέρα μου και τον φίλο μου. Δεν άφηνα κανέναν να φύγει από κοντά μου, γιατί ένιωθα πως κάτι πάει στραβά.
Το πρώτο πράγμα που έκανα -και ήταν το καλύτερο- ήταν να ζητήσω βοήθεια από άλλους ανθρώπους. Ο εαυτός σου δεν μπορεί να σε βοηθήσει, εδώ.
Σε όποιον τη ζήτησα, ευτυχώς, με βοήθησε. Δεν με πέρασε για τρελό.
Μόλις ζητάς βοήθεια, ουσιαστικά, παραδέχεσαι ότι είναι κάτι πέρα από τις δυνάμεις σου. Σημαίνει πως εμπιστεύεσαι κάποια άτομα.
Τους δίνεις τα «κλειδιά» σου, γιατί -εκείνη τη στιγμή- δεν είσαι ο εαυτός σου και τους λες «μέχρι να γίνω καλά, τα έχετε εσείς. Όταν γίνω, σας ανταποδίδω».
Έτσι και έγινε. Πήγα σε έναν ψυχολόγο ή ψυχίατρο (δεν ασχολήθηκα με την ταμπέλα έξω από την πόρτα).
Μου έγραψε κάτι χάπια, σχετικά βαριά.
Μου είπε «επειδή σε βλέπω πως δεν μπορείς να κοιμηθείς, πάρε αυτό», ως επιλογή.
Δεν είχα τάσεις αυτοκτονίας. Σε τέτοιες καταστάσεις είναι που επιβάλλει ο γιατρός τα χάπια.
Εγώ αντιμετώπιζα «άγχος επιτυχίας» και μπορούσα να τα αποφύγω, όπως και έγινε.
Προς τιμήν του, ο γιατρός μου είπε επακριβώς τι κάνουν τα χάπια και αποφάσισα να μην πάω στο φαρμακείο.
Το βράδυ, αν με ξανάπιανε, θα το αντιμετώπιζα.
Μπήκα στη διαδικασία πως «αυτή τη στιγμή, πρέπει να κερδίσω, όπως έχω μάθει».
Το δύσκολο ήταν πως έπρεπε να κερδίσω το μυαλό μου. Έπρεπε να τα βάλω με τον ίδιο μου τον εαυτό.
Άρχισα να αμφισβητώ πράγματα που ήταν φυσιολογικά.
Για παράδειγμα, ενώ ήξερα πως δεν θα μπορούσε να γινόταν αυτό, ξυπνούσα το βράδυ για να δω… αν με είχε κλείσει κανείς με το αμάξι του έξω από το στενό του σπιτιού μου, όπου είχα παρκάρει.
Επειδή δεν μπορούσα να μείνω μόνος τα βράδια, για κανά δίμηνο, έμεινα με τον Μαρούλη.
Με αντιμετώπιζε όπως το έκανε και πριν. Δεν μου φέρθηκε κανείς σαν να έχω πρόβλημα. Και αυτή ήταν η καλύτερη αντιμετώπιση!
Γιατί, δεν έχεις πρόβλημα. Στο μυαλό σου είναι το πρόβλημα.
Αν ο άλλος σου λέει «πώς είσαι; Είσαι καλύτερα;», σε κάνει να το σκέφτεσαι.
Είχα τόση αγάπη για τους γύρω μου. Τους έπαιρνα αγκαλιά και έκλαιγα… Καταλάβαινα πως με βοηθούσαν.
Ήμουν πολύ τυχερός που είχαν την ωριμότητα να με αντιμετωπίσουν έτσι!
Δύο – τρεις, δυστυχώς, αναγκάστηκα να τους απομακρύνω με τον τρόπο μου. Γιατί, όταν ξυπνάς και βλέπεις 3-4 μηνύματα που ρωτούν αν «είσαι καλύτερα;», σε βάζει σε τρόμερη διαδικασία.
Ναι, ήταν από αγάπη, αλλά για να αποφύγω νέες ερωτήσεις, έλεγα ψέμματα πως είμαι καλά.
Δεν γινόταν να κάνω κάτι άλλο.
Η λογική μου υπήρχε πάντα. Απλά, από τις 24 ώρες, «λογικός» ήμουν τις… 22.
Και στις άλλες δύο, δεν έλεγα βλακείες, πάντως. Όχι, δεν είχα τάσεις αυτοκτονίας ή πρόθεση να τα παρατήσω όλα.
Είχα πάρει, όμως, μια συνειδητή απόφαση, όταν ένιωσα πως είμαι καλά: να σταματήσω το βόλεϊ.
Όταν μπορούσα, δηλαδή, να πάω στην Πάτρα στους γονείς μου και να ηρεμήσω.
Όταν μπορούσα να φάω κανονικά.
Όταν μπορούσα να πάω στην τουαλέτα και να κλείσω την πόρτα.
Όλα αυτά έγιναν και με τη βοήθεια ψυχοθεραπευτή. Στην αρχή, μια φορά την εβδομάδα, μετά μια φορά το μήνα.
Φαρμακευτική αγωγή έκανα, τελικά, αλλά όχι με βαριά αντικαταθλιπτικά.
Ήταν μόνο ένα συμπλήρωμα που είχε μια ουσία που περιέχει η σοκολάτα. Προκειμένου να μην παχύνω, έπαιρνα από αυτό το συμπλήρωμα με την «ορμόνη της ευτυχίας». Περνούσα κανονικά αντι-ντόπινγκ, δεν ήταν κάτι ύποπτο.
Το πολύ σημαντικό είναι πως σε αυτή τη διαδικασία δεν είχα πισωγυρίσματα. Βελτιωνόμουν μόνο και πάντα είχα δίπλα μου αυτούς που με στήριζαν.
Μου έλεγαν και σκεφτόμουν πως «αφού δεν έχεις κάτι βαρύ, κάτι ανεπανόρθωτο, θα πας στον κατάλληλο άνθρωπο, για να γίνεις καλά. Όπως, άμα χαλάσει ο υπολογιστής σου, θα τον πας στον ειδικό, έτσι και εδώ».
Ίσως οι παλιότερες γενιές να δυσκολεύονται να αντιληφθούν πως υπάρχει και αυτό…
Αλλά η επιστήμη έχει φτάσει σε ένα επίπεδο να ξέρει πως ο εγκέφαλος έχει ορμόνες. Κι αν κάποια ορμόνη λείπει, υπάρχουν ορισμένα συμπτώματα.
Ανάλογα με τα συμπτώματά σου, λοιπόν, η επιστήμη έχει φτάσει σιγά σιγά στο σημείο να βρίσκει ποια είναι η ορμόνη που λείπει.
Για πράγματα που, τα παλιά χρόνια, εξηγούνταν ή περιγράφονταν από παροιμίες, πλέον, υπάρχει η επιστήμη.
Όπως ο πόνος είναι «κάτι» στον εγκέφαλο σχετικό με τον τραυματισμό σου, έτσι ακριβώς είναι και το άγχος. Γι’αυτό, υπάρχουν αγχολυτικά χάπια και εμείς είμαστε πολύ λίγοι για να αμφισβητήσουμε την επιστήμη.
Στη δική μου περίπτωση, το μεγάλο ζόρι ήταν ο πρώτος ενάμισης μήνας.
Η ταλαιπωρία ήταν, κυρίως, για τους γύρω μου. Οι γονείς μου και ο Μαρούλης μπορούν να σας πουν. Πραγματικά, με… έφαγαν στη μούρη!
Εγώ, πέρασα… τέλεια! Γεγονός! Όπου δεν μπορούσα, έκανα τον «τρελό».
Για ενάμιση μήνα, είχα τη δικαιολογία πως «κάτι έχω». Προσπαθούσα να το παίρνω στο χαβαλέ.
Μετά από ενάμιση μήνα, όμως, δεν πήγαινε άλλο αυτή η δικαιολογία.
Οι κρίσεις πανικού δεν με είχαν αφήσει, αλλά ήξερα τι ήταν πια και το διαχειριζόμουν χωρίς να πηγαίνω στο νοσοκομείο.
Καθόμουν πέντε λεπτά, έριχνα νερό στα μούτρα μου, έκανα μερικά βήματα και πέρναγε.
Υπήρχαν, όμως, συναισθηματικές μεταπτώσεις. Ζητούσα αγκαλιές, όταν δεν ένιωθα καλά. Ναι, ακόμη και από τον Μαρούλη! Θα μας περνάγαν για ζευγάρι…
Αλλά, έτσι είναι…
Εκεί συνειδητοποιείς πως πρέπει να λες όσα νιώθεις σε όποιον σε αγαπάει, σε όποιον σε βοηθάει. Γιατί, αν συμβεί η «δύσκολη», θα έχεις προλάβει να τα πεις.
Εγώ δεν είχα προλάβει… Και όταν συνέβη η «δύσκολη», μου τα είπαν οι άλλοι… Με τις πράξεις τους!
Εγώ δεν είχα πει τίποτα και απλά εύχομαι να μη χρειαστεί να τα πω κι εγώ με τις πράξεις μου.
Ίσως, τελικά, η ειλικρίνια στα συναισθήματά μας να είναι καλή. Ίσως! Δεν είμαι απόλυτα σίγουρος…
Οι συμπαίκτες μου, πάντως, ήξεραν την κατάστασή μου και με βοήθησαν. Υπήρξαν και δύο-τρεις που δεν ήταν φίλοι μου, αλλά μού έδωσαν δύναμη και με έκαναν να αισθανθώ φυσιολογικά με ό,τι περνούσα.
Άνθρωποι με κύρος που τους είχα ψηλά από πριν και ένιωσα πώς ήξεραν τι περνώ. Τα αποδυτήρια μού στάθηκαν.
Ok, υπήρξαν και περίεργα βλέμματα. Ένας στους 14 μπορεί να πίστεψε πως δεν έχω τίποτα.
Πιθανώς να μην ήταν εξοικειωμένος με την κατάσταση. Ότι «συμβαίνει», δηλάδη, να πονάει το κεφάλι σου. Ότι μπορεί, δηλαδή, να αρρωστήσει το κεφάλι σου.
Και όπως έμαθα, μετά από καιρό, εξοικειώθηκε και αυτός, δυστυχώς. Με τον κακό τρόπο…
Συχνά, με ρωτούν ή σκέφτονται πολλοί: «Γιατί να έχεις, εσύ, κατάθλιψη;».
Ίσως, ήταν μια φάση που θα έπρεπε να την έχω περάσει νωρίτερα. Δεν άφηνα τον εαυτό μου να απολαύσει την επιτυχία μου. Ενιώθα πως τα έχω πετύχει όλα και δεν πρέπει να τα χάσω.
Το άγχος της «διατήρησης στην κορυφή», ίσως πει κανείς…
Μα, δεν είχα φτάσει στην κορυφή και ούτε πρόκειται! Ποτέ δεν με θεώρησα τον καλύτερο Έλληνα κεντρικό, ούτε θα το κάνω.
Πάντα, ανά περίοδο, θεωρώ πως υπάρχουν δύο καλύτεροι Έλληνες παίκτες από μένα στη θέση μου. Αυτό, ίσως, είναι και υγιές, γιατί με κάνει να προσπαθώ να γίνω σαν αυτούς.
Αλλά υπήρχε η «επιτυχία»…
Τι εννοώ;
Είσαι 15-16 χρόνων, πληρώνεσαι, στο σπίτι «όλα καλά», δεν σου λείπει τίποτα, ο αδερφός σου, η μάνα σου, ο πατέρας σου, όλη η οικογένεια νοιάζονται για σένα και εσύ γι’αυτούς, υπάρχει αγάπη…
Ξεκινάς, μετά, μια επαγγελματική καριέρα. Παίρνεις αμάξι, ζεις καλά, σε λογικό πλαίσιο…
Ένιωθα ότι…
Τίποτα δεν ένιωθα!
Βασικά, δεν είχα άγχος ποτέ στη ζωή μου. Ποτέ! Μέχρι τα 25 μου, που πέρασα αυτό που πέρασα.
Γιατί; Γιατί ήταν όλα λυμένα. Πληρωνόμουν και έκανα το χόμπι μου.
Μάλλον, έφτασα στο σημείο που συνειδητοποίησα πως είμαι επαγγελματίας. Έπαψε να είναι το χόμπι και ΕΠΡΕΠΕ να γίνω καλύτερος.
Έβαζα πίεση στον εαυτό μου, πήγαινα στο γυμναστήριο τέσσερις ώρες, έτρωγα συγκεκριμένα πράγματα, κοιμόμουν στις 9.
Άθελα μου, έβαζα το μυαλό μου να πιεστεί τόσο πολύ. Άθελα μου, προκάλεσα στον εαυτό μου άγχος.
Και όταν ένιωσα -για ΠΡΩΤΗ φορά- το άγχος, δεν το άντεξα.
Γιατί η ζωή του αθλητή, αν είναι από «σωστή» οικογένεια, είναι πανεύκολη. Είναι όλα λυμένα.
Το πρόβλημά μου ήταν πως έβαλα τον εαυτό μου στο άγχος. Είχα ένα πολύ μεγάλο συμβόλαιο και σκεφτόμουν…
Σκεφτόμουν αν αξίζω αυτά τα λεφτά, αν δεν τα αξίζω, αν θα τα έχω και του χρόνου.
Αυτό με οδήγησε σε τρεις άσχημους μήνες.
Αγωνιστικά, δεν έπεσα τόσο.
Γιατί, πέρα από αυτό το «πρέπει» που είχα στο μυαλό μου, η ψυχή μου καταλάβαινε πως το παιχνίδι ήταν η διασκέδασή μου.
Η λογική μου μού έλεγε πως «όχι, πρέπει να κάνεις αυτό».
Η μόνη μου διέξοδος από την κατάθλιψη ήταν το βόλεϊ.
Είναι η μεγαλύτερη σχέση στη ζωή μου! Τα… έχουμε 14 χρόνια με το βόλεϊ.
Ο έρωτας φέυγει και μένει η αγάπη. Εξελίσσεται.
Το βόλεϊ είναι τα πάντα για μένα. Για όσα έχω στη ζωή μου, αμάξι, σπίτι, όποια χρήματα έχω, όποιο χαρακτήρα έχω, για όλα τα υλικά και άυλα, εκτός από τους γονείς μου, ευθύνεται το βόλεϊ.
Αν δεν έμπαινα σε αποδυτήρια, δεν θα είχα αυτόν το χαρακτήρα.
Αν δεν έχανα δύο-τρία παιχνίδια, δεν θα ήμουν αυτό που είμαι.
Ούτε αν δεν κέρδιζα δύο-τρία άλλα.
Αν δεν είχα μεγάλους συμπαίκτες, καλούς προπονητές.
Για μένα, το βόλεϊ δεν είναι τέσσερις ή πέντε ώρες την ημέρα. Είναι όλη η μέρα.
Αποφάσισα, όμως, να το σταματήσω! Το πέρασμα του πρώτου τριμήνου της κατάθλιψης, με είχε φέρει σε ένα νέο σημείο.
Τα βρήκα, λοιπόν, με την ομάδα μου. Τους είπα πως ένιωθα άσχημα να με πληρώνουν αυτό το συμβόλαιο. Έπαιζα μεν καλά, όταν το ζητούσε η ομάδα, αλλά δεν το ευχαριστιόμουν.
Προς τιμήν τους, με πλήρωσαν και με αποδέσμευσαν. Υπήρχε και ένας όρος να μην πάω σε άλλη ελληνική ομάδα, γιατί θα ήταν δύσκολο να εξηγήσουν στον κόσμο τι είχε συμβεί στην πραγματικότητα.
Έκανα ξεκάθαρο πως, εκείνη τη σεζόν, δεν ήθελα να αγωνιστώ άλλο.
Έπρεπε να ηρεμήσω. Κι έτσι έγινε.
Δύο μήνες αργότερα, μου έγινε μια πρόταση από μια αυστριακή ομάδα, αντίπαλό μας, στο Champions League.
Είχα πάει καλά στο ματς του α’ γύρου και ο προπονητής τους από τη Σλοβενία απόρησε για το ότι βρισκόμουν εκτός αποστολής στον β’ γύρο.
Ρωτάει, λοιπόν, κάπου τι έχει γίνει, δεν παίρνει καθαρή απάντηση και καταλήγει σε μένα.
Του εξηγώ το πρόβλημά μου και πως δεν προτίθεμαι να παίξω άλλο, εκείνη τη σεζόν.
«Τέλεια, έχει σταματήσει ένας κεντρικός μας και θέλω έναν παίκτη μόνο για προπόνηση», μου λέει. «Έρχεσαι;».
Στην αρχή, «τσινάω» πολύ. Σκέφτομαι: «εξωτερικό, χωρίς τον γιατρό μου, χωρίς την οικογένειά μου, χωρίς τον Μαρούλη, δεν θα είναι δύσκολο;».
Τελικά, δεν ήταν!
Τα μαζεύω, συμφωνώ με την ομάδα να μου καλύψει εισιτήρια, σπίτι και φαγητό. Δεν ήθελα λεφτά.
Θα πήγαινα στο εξωτερικό, σε μία ομάδα που είχε στόχο, αλλά εγώ δεν θα είχα προσωπικό αγωνιστικό στόχο.
Θα γινόμουν ένας βοηθός προπονητή μέσα στο γήπεδο.
Δεν μου άρεσε σαν ιδέα. Αλλά το έκανα για το… YOLO!
Πόσες φορές θα είχα την ευκαιρία να έχω αυτήν την εμπειρία;
Πάω, λοιπόν, εκεί για δύο εβδομάδες.
Στο διάστημα αυτό, η ομάδα είχε σημαντικά προβλήματα στα αποδυτήρια. Τσακωμούς.
Δέκα μέρες μετά -δεν ξέρω ακριβώς το γιατί, βρίσκονταν όλοι στο μπαλκόνι του σπιτιού μου, έπιναν φρέντο εσπρέσο και έκαναν τσιγάρα! ΟΛΟΙ.
Τα σπίτια μας ήταν σχετικά κοντά και, εκείνη την ημέρα, πέρασε από κάτω και μας είδε ο προπονητής.
Μετά από δυο ημέρες, ήταν να φύγω και, στη βραδινή προπόνηση, μού κάνει: «Πέλε, θέλω να σου μιλήσω».
Περίμενα να με ευχαριστήσει ή κάτι τέτοιο, αλλά μου ζήτησε να μείνω στην ομάδα μέχρι τους τελικούς. «Πρώτη φορά, είδα ενωμένη την ομάδα», μου είπε.
Εγώ, αλήθεια, δεν είχα κάνει κάτι γι’αυτό. Ήταν θέμα συγκυρίας.
Πριν απαντήσω, πήρα ένα-δυο τηλέφωνα. Ήθελα να ρωτήσω τη μάνα μου πόσα χρήματα υπήρχαν στην άκρη. Μπορεί να ήταν όλα πληρωμένα, αλλά το να είμαι εκεί ήταν κάτι που κόστιζε.
Όταν ξέρεις πως θα φύγεις, κάνεις και μερικά έξοδα παραπάνω, γίνεσαι λίγο «τουρίστας».
«Δουλεύω τόσα χρόνια για να μη λείψει τίποτα. Έχεις όσα θες», ήταν η απάντηση του πατέρα μου που πήρε το τηλέφωνο.
Αυτή είναι νοοτροπία της οικογένειας μου, γι’αυτό και πάντα το μεγαλύτερο όνειρό μου δεν ήταν να παίξω βόλεϊ, αλλά να κάνω κι εγώ μια τέτοια οικογένεια.
Σε συνεννόηση, λοιπόν, με τον γιατρό, με τον οποίο είχαμε -μέσω skype- επαφή, έμεινα στην Αυστρία ως το τέλος της σεζόν.
Η ομάδα «έσωσε» τη χρονιά, τερματίζοντας δεύτερη. Δεν γινόταν να βρίσκομαι σε όλους τους τελικούς, αλλά οι συμπαίκτες μου έβαλαν χρήματα για να αλλάξω για λίγες ημέρες το εισιτήριό μου και να προλάβω και τον τρίτο αγώνα.
Στην Αυστρία ήταν που έγινα άλλος άνθρωπος. Ξεκάθαρα!
Στις πρώτες τέσσερις – πέντε μέρες, ανοίχτηκα σε ένα παιδί. Ήταν ο ένας από τους δύο που είχαμε βρεθεί ξανά σε γήπεδα, παλιά. Ήμασταν σαν συγκάτοικοι και μια βραδιά πίναμε μπίρες.
Ήταν λογικό να με ρωτήσει γιατί σταμάτησα από τον Ολυμπιακό με τέτοιο συμβόλαιο. Μπορεί να ήταν και πέντε φορές πάνω από το δικό του.
«Τι έχεις;», μου λέει και αρχίζω να του εξηγώ.
«Τίποτα δεν έχεις!», μου απαντά και αρχίζω να εκνευρίζομαι.
Επιμένει. «Δεν έχεις τίποτα! Αύριο, θα πάρουμε ρεπό και θα έρθεις μαζί μου στη Λουμπλιάνα, στο σπίτι μου».
Τρελαίνομαι! Ουσιαστικά, με τον τρόπο του, μου έλεγε: «Έλα κοντά μου και θα καταλάβεις πως αυτό που έχεις είναι μικρό».
Την επόμενη μέρα, ως άτυπος βοηθός του προπονητή, τον ενημερώνω πως ο συμπαίκτης μου με θέλει μαζί του στην πατρίδα του.
«Ό,τι σου είπε ο Ντανιέλε, πήγαινε!», μου απαντάει με απόλυτο ύφος και με βάζει σε μεγάλη περιέργεια.
Ο Ντανιέλε ήταν απόμακρος ως χαρακτήρας. Ουσιαστικά, εκείνος ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα στα αποδυτήρια!
Αυτός που πείραζε τους άλλους και κανείς δεν του μιλούσε.
Και θα πήγαινα εγώ μαζί του σε μια άλλη χώρα;
Από το μυαλό μου, περνούσαν χίλιες σκέψεις. Άρχισα να σκέφτομαι μέχρι και τα… νεφρά μου!
Μπήκαμε, τελικά, την επόμενη μέρα, στο αμάξι και οδήγησε ως την Λουμπλιάνα.
Φτάσαμε στις εργατικές κατοικίες της πόλης που θυμίζουν έντονα τα προσφυγικά στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας.
Πολύ κακή κατάσταση!
Βρίσκομαι σε έναν χώρο έξω από το σπίτι με στόχο να μου γνωρίσει τη μικρή του αδερφή. Ήταν 6 ετών.
Ο Ντανιέλε είχε καταλάβει την αδυναμία που έχω στα μικρά παιδιά.
Πράγματι, παίξαμε για αρκετή ώρα και, πριν ανέβω στο σπίτι, πήγαμε στο σούπερ μάρκετ με τη μικρούλα που ήξερε το μερος για να αγοράσουμε φρυγανιές.
Στο ταμείο, πρόσεξα πώς κοίταζε ένα γλυφιτζούρι και της έκανα νόημα να το πάρει. Πρέπει να μου είπε χίλιες φορές «hvala», για να με ευχαριστήσει.
Εγώ, ακόμη, δεν είχα πάρει χαμπάρι τι γίνεται…
Φτάνουμε στο σπίτι. Εξώπορτα δεν υπήρχε.
Όσο είναι τα αποδυτήρια μιας ομάδας, ήταν η έκτασή του. Τρία κρεβάτια κάτω, ένας καναπές, μια κουζίνα, ένα ψυγείο δίπλα και ένας νιπτήρας. Αυτό…
Πόρτα της τουαλέτας ήταν μια πλαστική συρόμενη που έχουν τα γήπεδα και ντρέπεσαι να πας.
«Εδώ, θα κοιμηθούμε, απόψε», μου λέει ο συμπαίκτης μου. «Κάνε μπανάκι και θα βρεθούμε με τους φίλους μου».
Πηγαίνοντας στο μπάνιο, παρατηρώ πολλά καντήλια κάτω από τα κρεβάτια. Ρωτάω τι γίνεται.
«Δεν το ξέρεις; Πέθανε ο πατέρας μου, πριν λίγες μέρες», μου απαντά.
Καταλαβαίνω πως αυτός είναι ο λόγος που έλειπε από την προπόνηση την ημέρα που είχα φτάσει στην Αυστρία.
Μένω ψύχραιμος και τον ακούω να μου εξηγεί για ένα τοπικό έθιμο με κεριά στο σπίτι του νέκρου.
Η πρώτη σκέψη μου ήταν πως μπορεί, απλώς, να «τον περίμεναν».
Το ίδιο βράδυ, όμως, παθαίνω σοκ. Ο πατέρας του συμπαίκτη μου ήταν εργάτης σε οικοδομή και έμεινε «στον τόπο» από ένα τούβλο στο κεφάλι!
Μετά από αυτό, η οικογένεια είχε μετακινηθεί άμεσα στο σπίτι στο οποίο είχα βρεθεί.
Η μητέρα του δεν μπορούσε να εργαστεί, γιατί η μικρή δεν μπορούσε να κρατηθεί αλλιώς.
Τα δύο μεγάλα αδέρφια θα «ζούσαν», πλέον, τη μάνα και την αδελφή τους από τα λίγα λεφτά που έβγαζαν στο βόλεϊ.
Το πρωινό μας ήταν φρυγανιά με τυρί. Το μεσημεριανό, μακαρόνια με τυρί.
Το γλυφιτζούρι που είχα πάρει την προηγούμενη μέρα στη μικρή ήταν, πιθανότατα, το πρώτο της ζωής της!
Όπως και στο ξεκίνημα του ταξιδιού, χιλιάδες σκέψεις περνούσαν πάλι από το μυαλό μου.
Στο δρόμο της επιστροφής, ήθελα να οδηγήσω εγώ.
Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να φουλάρω βενζίνη με… 12,5 ευρώ.
Το μόνο που είπα, τελικά, ήταν: «αδερφέ, σ’ ευχαριστώ! Αυτό που μου έδειξες, θα το θυμάμαι για μια ζωή!».
Εκείνος έδειχνε μέσα στη χαρά. Εκεί, κατάλαβα πως το δικό μου πρόβλημα ήταν τραγικά μικρό.
Εκεί, «ίσιωσα»! Η δική μου «μούρλια» δεν θα φύγει, αλλά εκεί «ίσιωσα» μια και καλή!
Εκεί κατάλαβα πως τσάμπα σπάμε τα αρχ…ιά μας! Να βγάλουμε λεφτά, να κάνουμε, να ράνουμε…
Είναι λογικό να φοβόμαστε όλοι μας, αλλά, εγώ, έχω μάθει να ζω με αυτό, είναι ένα κομμάτι του εαυτού μου.
Γιατί, μέσα σε αυτό το σπίτι, συνειδητοποίησα πως αφού έχω τους γονείς μου, τον αδερφό μου, τους φίλους μου κι όσους αγαπώ υγιείς, αφού μπορώ να τα βάλω με τα προβλήματά τους και τα προβλήματά μου, όλα καλά!
Το διήμερο στη Σλοβενία ήταν και ο λόγος που επέστρεψα την επόμενη σεζόν στον Παμβοχαϊκό με σκοπό να γίνω καλύτερος απ’ ό,τι ήμουν πριν. Κάτι που έκανα.
Γύρισα στη δράση, με πολύ χαμηλό συμβόλαιο.
Γύρισα για τη χαρά του παιχνιδιού.
Για τη χαρά των ανθρώπων που ήταν στην ομάδα.
Για τον μικρό Στέλιο, το γιο του προέδρου στο Βραχάτι, έμεινα και δεύτερη χρονιά εκεί.
Μπορεί να ξεπέρασα την κατάθλιψη, αλλά πάντα είχα τα… δικά μου και ένα μικρό παιδί πάντα μπορεί να σε κάνει καλύτερο.
Γιατί, εκείνο, δεν το νοιάζει ποιος είσαι.
Θα παίξει μαζί σου, θα σε συμπαθήσει ή δεν θα σε συμπαθήσει. Θα σου πει «σ’αγαπάω»!
Ένα παιδάκι είναι πολύ πιο τίμιο από «εμάς» που κρυβόμαστε.
Τα περιστατικά στη Σλοβενία και η σχέση μου με τον Στέλιο με έκαναν να αναθεωρήσω πολλά πράγματα.
Η πρώτη σεζόν στον Παμβοχαϊκό ήταν μια ωραία χρονιά επανένταξης.
Πήρα την απόφαση να μείνω και δεύτερη για να γίνω πολύ καλός με στόχο να βγω MVP και να με βραβεύσει ο Στέλιος. Το πέτυχα και έφυγα…
Όταν, στις αρχές, μου είχαν πει, κάποια στιγμή, πως ήμουν ο καλύτερος κολλητός ενός επτάχρονου,
σκέφτηκα πως «ή πολύ μα…ας είμαι ή κάτι τέλειο έχω κάνει στη ζωή μου».
Αλλά αυτό είναι που προσπαθώ να κάνω στη ζωή μου.
Να φέρομαι σαν «παιδάκι». Με την ωριμότητα που χρειάζεται σε κάποια θέματα, φυσικά.
Έχοντας, όμως, το χαμόγελο στο πρόσωπό μου.
Δεν λέω… Σε ήττες, στεναχωριέμαι απίστευτα πολύ! Μπορεί να μου κρατήσει αυτό ακόμη και πέντε μέρες. Αλλά δεν χάνω το χαμόγελό μου.
Γιατί το χαμόγελό μου είναι για όλες τις υπόλοιπες μέρες, όλες τις υπόλοιπες ώρες!
Άσε που είμαι πιο ωραίος όταν χαμογελάω…
Θα σας πω και ένα «μυστικό».
Το να γελάς και να διασκεδάζεις, την ώρα που όλα γίνονται «που…να», είναι τέλειο!
Πηγή: athletestories.gr