Είναι σαν τον εφιάλτη που σε βασανίζει και σε κάνει να στριφογυρνάς στο κρεβάτι. Θέλεις να τρέξεις, μα δεν μπορείς. Ιδρώνεις, σφίγγεις τα δόντια, ο ιδρώτας τρέχει ποτάμι μα… δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Ο εφιάλτης είναι εκεί και πρέπει να τον δεις ως το τέλος, δεν υπάρχει τρόπος να γλιτώσεις από αυτόν.
Σε ένα απόγευμα, ο ΠΑΟΚ έβλεπε όλους του, τους εφιάλτες να εμφανίζονται ο ένας μετά τον άλλον. Τελευταία φορά που έχασε προβάδισμα δύο γκολ σε αγώνα πρωταθλήματος ήταν ξανά (ω, τι έκπληξη) απέναντι στον Ατρόμητο! Κι όχι μία, αλλά δύο φορές. Το 2-0 και το 3-1 έγινε 3-4 και το τρίτο ημίχρονο είχε εκείνο το ανεπανάληπτο ξέσπασμα του Βλάνταν Ίβιτς, που ήταν η αρχή του τέλους της θητείας του Γιώργου Τζαβέλλα με τα ασπρόμαυρα, είχε γκρίνια, φωνές, εσωστρέφεια, φαγωμάρα, έναν μικρό εμφύλιο.
Να ήταν μόνο αυτό; Πέρσι, περίπου τέτοια εποχή (3/11) στο ίδιο γήπεδο, είχε έρθει η πρώτη γκέλα μετά από το εκκωφαντικό ξεκίνημα με 8 στα 8. Ξανά είχε προηγηθεί ο ΠΑΟΚ, μα ο Ατρόμητος ισοφάρισε με τον Ουγκράι και κράτησε μέχρι τέλους την ισοπαλία.
Μα, ο εφιάλτης δεν είχε να κάνει μόνο με ομάδες, αλλά και με πρόσωπα, με καταστάσεις. Όταν ο Φερνάντο Βαρέλα πίστεψε ότι λυτρώνει τον ΠΑΟΚ με το γκολ του στο 86ο λεπτό το μυαλό όλων -αστραπιαία- ασυναίσθητα πήγε σε εκείνο το ιστορικό παιχνίδι με την ΑΕΚ και το ακυρωθέν γκολ από τον Γιώργο Κομίνη.
Δεν χρειαζόταν καν το VAR για να καταλάβουν όλοι ότι το γκολ δεν επρόκειτο να μετρήσει. Το ‘χει η μοίρα του Αφρικανού αμυντικού να μην μπορεί να σκοράρει ένα καθοριστικό γκολ με τα ασπρόμαυρα στο τέλος κάποιας αναμέτρησης. Ή μάλλον να σκοράρει, να το χαίρεται και στο τέλος η χαρά του να μένει μισή, να έρχεται το απόλυτο ξενέρωμα.
Όλα έδειχναν / μύριζαν γκέλα για τον Δικέφαλο στο Περιστέρι. Όλοι οι οιωνοί ήταν αρνητικοί. Η γεύση που άφηνε στο γρασίδι έμοιαζε με αυτή ενός αναψυκτικού. Ξεδιψαστικό, δροσερό, χωνευτικό, εύγευστο στο ξεκίνημα, αλλά ένα γλυκό… νεροζούμι όσο περνούσε η ώρα.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο του Σωτήρη Μήλιου ΕΔΩ.