Το τέλος του 2019 βρίσκει τον ΠΑΟΚ ξανά μόνο πρώτο στην κορυφή της βαθμολογίας, δύο βαθμούς μπροστά από τον Ολυμπιακό (40 έναντι 38).
Ο Σάκης Τσιώλης μιλώντας σε αθηναϊκό αθλητικό ραδιόφωνο τόνισε ότι θεωρεί πως ο Δικέφαλος έχει προβάδισμα έναντι του Ολυμπιακού για τον φετινό τίτλο, αποκάλυψε πως έφτασε μια ανάσα τόσο από τους ερυθρόλευκους, όσο και από την Εθνική ομάδα στο παρελθόν, ενώ αναφέρθηκε και σε άλλα θέματα.
-Πως σας φαίνεται η αλλαγή συστήματος με την προσθήκη των play-offs για την ανάδειξη του πρωταθλητή;
«Νομίζω ότι έχει γίνει για καλό. Η ανάδειξη του πρωταθλητή μέσω αυτής της διαδικασίας είναι σίγουρα πολύ ενδιαφέρουσα και θα δούμε καλό ποδόσφαιρο. Η οργάνωση μέχρι τώρα είναι αρκετά καλή, ενώ παράλληλα ας μην ξεχνάμε πως οι ομάδες θα είναι καλύτερα προετοιμασμένες».
-Πλέον στα ελληνικά γήπεδα χρησιμοποιείται το VAR. Πιστεύετε πως η επιλογή να μπουν αρκετά χρήματα στο εγχείρημα αυτό ήταν σωστή;
«Το VAR είναι ό,τι καλύτερο. Πιστεύω πως θα συνεχίσει να βελτιώνεται ακόμα περισσότερο η κατάσταση με το βοήθημα αυτό από τη στιγμή που οι διαιτητές τώρα μπαίνουν και εκείνοι στην εκμάθησή του. Ήμουν σε ένα συνέδριο με πρόσκληση διαιτητών στο Καρπενήσι το οποίο αφορούσε την εκμάθηση του VAR. Εγώ είμαι ένας προπονητής ο οποίος έχει «πληρώσει» τις αποφάσεις των διαιτητών. Θυμίζω τον τελικό του 2013 κόντρα στον Ολυμπιακό. Αν υπήρχε τότε το VAR το Κύπελλο Ελλάδος θα ήταν στην Τρίπολη».
-Αυτήν τη στιγμή οι ομάδες που δείχνουν να έχουν προβάδισμα για τον τίτλο του πρωταθλητή είναι ο ΠΑΟΚ και ο Ολυμπιακός. Ποια πιστεύετε πως είναι το φαβορί για τον τίτλο και γιατί;
«Αυτή τη στιγμή έχει ο αβαντάζ ο ΠΑΟΚ. Ο λόγος είναι πως το επόμενο παιχνίδι των δύο ομάδων θα είναι στην Τούμπα. Ενδεχομένως εάν κερδίσει στο συγκεκριμένο παιχνίδι ο γηπεδούχος θα έχει και έχει τον πρώτο λόγο και στα play-offs. Ωστόσο, ο Ολυμπιακός μας έχει δείξει πως μπορεί να παίξει πολύ όμορφο, γρήγορο και συνδυαστικό ποδόσφαιρο. Ο ΠΑΟΚ δεν το κάνει αυτό σε κάθε παιχνίδι αλλά σε συγκεκριμένα. Όμως, έχει την στόφα του πρωταθλητή, απέκτησε αυτοπεποίθηση και έχει αρκετά καλό ρόστερ. Η ψυχολογική και βαθμολογική υπεροχή του ενός ή του άλλου θα κριθεί, όπως προανέφερα στο παιχνίδι της Τούμπας».
-Πως αξιολογείτε την πορεία του Ολυμπιακού στο Τσάμπιονς Λιγκ και την κλήρωση με την Άρσεναλ;
«Ο Ολυμπιακός τα πήγε αρκετά καλά. Πέρασε αρχικά στους ομίλους, ενώ προκρίθηκε και στο Europa League δίνοντας βαθμούς στην Ελλάδα. Ωστόσο, θεωρώ πως μπορούσε να κάνει την υπέρβαση. Τα παιχνίδια με την Τότεναμ έδειξαν πως είχε τις ικανότητες να προχωρήσει και να προκριθεί στην επόμενη φάση του Champions League και καταλυτικό ρόλο στο να μην τα καταφέρει έπαιξε το χαμένο παιχνίδι κόντρα στον Ερυθρό Αστέρα. Όσον αφορά την κλήρωση με την Άρσεναλ; Είναι για τον Ολυμπιακό ό,τι καλύτερο! Παρακολουθώ την Άρσεναλ δύο χρόνια και αυτό που διακρίνω είναι πως δεν έχει κατεύθυνση στο γήπεδο και δεν παίζει σύγχρονο ποδόσφαιρο. Το γεγονός επίσης πως άλλαξε προπονητή είναι και αυτό υπέρ του Ολυμπιακού. Ένας προπονητής δεν μπορεί να περάσει τη φιλοσοφία του μέσα σε τριάντα ή σαράντα μέρες, άρα δύσκολα θα αλλάξει η εικόνα της Άρσεναλ».
-Ποιος είναι κατά τη γνώμη σας ο καλύτερος Έλληνας προπονητής;
«Για να μπορέσω να έχω μία πλήρη εικόνα θα πρέπει να παρακολουθήσω το ασκησιολόγιό τους. Θα μείνω σε αυτά που βλέπουμε ως συνδυασμό τακτικής και αποτελεσμάτων. Κατά τη γνώμη μου όλοι οι Έλληνες προπονητές που έχουν δίπλωμα προπονητικής είναι καλοί. Κάθε χρονιά υπάρχει η δυνατότητα να διακρίνεις έναν ή δύο που θα κάνουν πολύ καλή δουλειά. Ένας από αυτούς είναι ο Γιώργος Δώνης. Όμως είναι διαφορετικό το προπονώ από το κοουτσάρω…».
-Ποιος είναι για σας ο καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής τη δεδομένη χρονική στιγμή;
«Κορυφαίος είναι ο Κώστας Φορτούνης. Ο οποίος δυστυχώς έπαθε ρήξη χιαστού στο χειρότερο δυνατό σημείο και για τον ίδιο. Στην κορύφωση της καριέρας του. Ακολούθως, θεωρώ πολύ καλό ποδοσφαιριστή τον Γαλανόπουλο της ΑΕΚ. Ενώ, ας μην ξεχνάμε πως και ο Μασούρας και ο Λημνιός έχουν κάνει μέχρι τώρα εξαιρετικά παιχνίδια και με την επιστροφή του Φορτούνη στην Εθνική ομάδα μπορούμε να δούμε μία πολύ καλή τριάδα μεσοεπιθετικών».
-Είχατε ποτέ πρόταση από την Εθνική ομάδα;
«Είχα σχεδόν κλείσει στην Εθνική. Ήμουν ένα βήμα πριν το μεγάλο όνειρο της ζωής μου, με την πλειοψηφία του κόσμου να ήθελε να κοουτσάρω την Εθνική, όμως ο Γιώργος Καραγκούνης αποφάσισε να δώσει το χρίσμα στον Μαρκαριάν…»
-Μπορεί να αντιστραφεί η κατάσταση και να δούμε μία Εθνική ομάδα ανάλογη του παρελθόντος;
«Με τα τωρινά δεδομένα δύσκολα θα αλλάξει το κλίμα. Ειδικότερα με τη συγκεκριμένη νοοτροπία. Έγιναν μεγάλα λάθη στο παρελθόν με τις επιλογές των προπονητών, όπως ήταν ο Ρανιέρι ο οποίος έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του μετά το πρώτο παιχνίδι-ήττα κόντρα στην Ρουμανία στο κεκλεισμένων των θυρών Γεώργιος Καραϊσκάκης».
-Φτάσατε ποτέ κοντά στην ανάληψη της τεχνικής ηγεσίας ομάδας από τις λεγόμενες BIG 4 (Ολυμπιακός, Παναθηναικός, ΑΕΚ, ΠΑΟΚ);
«Το 2013 και πριν το παιχνίδι του Ολυμπιακού με την Άντερλεχτ, είχα συμφωνήσει να πάω στον Ολυμπιακό. Αν έχανε την επόμενη μέρα θα έκανα προπόνηση στο Αθλητικό Κέντρο του Ρέντη. Το 0-3 μέσα στην έδρα της Άντερλεχτ έφερε την ανατροπή της ανακοίνωσής μου και έμεινε ο Μίτσελ στον Ολυμπιακό. Ακολούθως, είχα και επίσημη πρόταση από τον Παναθηναϊκό. Ωστόσο την απέρριψα μόνο και μόνο λόγω συναισθημάτων με την ομάδα του Αστέρα Τρίπολης στην οποία αποφάσισα τότε και να παραμείνω. Ήταν το μεγαλύτερο λάθος της επαγγελματικής μου καριέρας».
-Ποια η γνώμη σας για τους ξένους διαιτητές από τη στιγμή που έχουν εισέλθει στην ελληνική πραγματικότητα;
«Οι ξένοι διαιτητές δεν κάνουν καλό και η παρουσία τους στα ντέρμπι είναι μειωτικό για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Υπάρχουν πολλοί και καλοί Έλληνες διαιτητές. Τώρα πλέον προσέχουν όλοι και το διαιτολόγιό τους και την προπόνησή τους και είναι ευφυείς. Απλώς, η πίεση που δέχονται είναι μεγάλη. Έχω πίστη στον Έλληνα διαιτητή».
-Πήγατε και φύγατε από τη ΑΕΛ δύο φορές. Γιατί η συνεργασία αυτή δεν απέδωσε καρπούς;
«Την πρώτη φορά το συναίσθημα κυριάρχησε και πήγα στη Λάρισα. Το ήθελα και εγώ πολύ. Ήταν και μεγάλη η επιθυμία των φιλάθλων να γυρίσω. Κατακτήσαμε το πρωτάθλημα στην Β’ Εθνική κάνοντας πολλές και σημαντικές νίκες και πήραμε την άνοδο. Ωστόσο, υπήρξε διαφορά φιλοσοφίας με τον πρόεδρο και αποχώρησα. Την δεύτερη φορά που γύρισα πίστευα πως τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Γύρισα για να μείνω, να προσφέρω στην ομάδα και την πόλη που αγαπάω ωστόσο τα δεδομένα και οι συνθήκες της συνεργασίας μας δεν διαφοροποιήθηκαν και έφυγα».
-Εκτός από την ΑΕΛ πρόσφατα ήσασταν προπονητής και σε μία ακόμα ομάδα της επαρχίας την Παναχαϊκή. Γιατί διακόπηκε η συνεργασία σας σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα;
«Είχα μιλήσει με τον Γεωργάτο και πήγα στην Πάτρα. Μου άρεσε η ομάδα και η πόλη και ήθελα τη συνεργασία αυτή. Έκανα την αξιολόγηση του ρόστερ και διαμορφώσαμε ανάλογα το πλάνο για τις επόμενες αγωνιστικές περιόδους. Η ομάδα έπαιξε όμορφο ποδόσφαιρο, πήραμε αρκετά καλά αποτελέσματα. Ήρθε η στιγμή όμως που αποχώρησαν οι άνθρωποι με τους οποίους εγώ είχα σχεδιάσει την ομάδα. Κρίμα, που δεν συνέχισα γιατί ήθελα να καταφέρω να κάνω κάτι μεγάλο στην Παναχαϊκή…».
-Έχετε κοουτσάρει αρκετές ομάδες. Ωστόσο, σε ποια από αυτές θεωρείτε πως κάνατε την καλύτερη δουλειά και αισθανόσασταν κάθε μέρα το αίσθημα της ικανοποίησης μετά το πέρας της προπόνησης;
«Αναμφίβολα ήταν ο Ολυμπιακός Βόλου. Παίξαμε καταπληκτικό ποδόσφαιρο, βγήκαμε στην Ευρώπη και πήραμε το πρωτάθλημα της Β’ Εθνικής. Η ομάδα είχε πολλούς καλούς ποδοσφαιριστές που ταίριαζαν στη φιλοσοφία μου στον αγωνιστικό χώρο, ενώ ο κόσμος κάθε Κυριακή μας βοηθούσε πολύ. Παίκτες όπως ο Σανκαρέ, ο Μόνχε, ο Ούμπιδες και ο Γιακούποβιτς για παράδειγμα αναδείχθηκαν μέσω του Ολυμπιακού Βόλου».
-Αν κοιτάξουμε όλες τις μεγάλες ομάδες τα παιδιά που θα δούμε από τις Ακαδημίες που έχουν ενεργό ρόλο είναι λίγα. Ποιοι λόγοι έχουν οδηγήσει τις ομάδες να μην χρησιμοποιούν ποδοσφαιριστές που παράγει ο ίδιος ο σύλλογος;
«Στα νέα παιδιά εντοπίζουμε μεγάλα ταλέντα. Ωστόσο, οι τεχνικοί διευθυντές των ομάδων θέλουν να εμπιστευτούν ξένους ποδοσφαιριστές μιας και τις περισσότερες φορές είναι και οι ίδιοι ξένοι. Ρόλο σε αυτό παίζουν επίσης οι συνεργασίες προπονητών με μάνατζερ. Η μη αξιοποίηση των νέων έχει αντίκτυπο και στην Εθνική ομάδα και κατ’ επέκταση στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Είναι να τρελαίνεσαι όταν βλέπεις ομάδες με 18 ξένους ποδοσφαιριστές»!
-Τέλος, κατά την προσωπική σας κρίση ποια ομάδα παίζει το καλύτερο ποδόσφαιρο στην Ευρώπη αυτή τη στιγμή;
«Σαν προπονητής απολαμβάνω να παρακολουθώ τον Άγιαξ. Το στυλ παιχνιδιού του με συναρπάζει. Είναι γρήγορο και ευέλικτο. Επίσης, είμαι ευτυχισμένος που παρακολουθώ τον Μέσι. Σίγουρα αν τον είχε ο Άγιαξ θα έπαιρνε το Τσάμπιονς Λιγκ!».