Κάλιο αργά παρά ποτέ. Ο Γιάννης Αμανατίδης εντάχθηκε στον ΠΑΟΚ ως προπονητής, αν και θα μπορούσε να είχε ντυθεί στα ασπρόμαυρα και το 2011, όταν πλέον είχε τερματίσει την πλούσια ποδοσφαιρική του διαδρομή στα γήπεδα της Γερμανίας.
Δεν είχε κλείσει ακόμη τα 30 του χρόνια και ο Αμανατίδης ήταν ελεύθερος για να συνεχίσει την καριέρα του σε ομάδα της αρεσκείας του. Το συμβόλαιο του με την Αϊντραχτ ολοκληρώνονταν το 2012, αλλά οι δύο πλευρές αποφάσισαν να λύσουν πρόωρα τη συνεργασία τους, μια και οι σχέσεις τους είχαν διαταραχθεί. Για την ακρίβεια, ο Μίκαελ Σκίμπε (μετέπειτα προπονητής της εθνικής μας ομάδας) δεν τον συμπεριελάμβανε τις περισσότερες φορές στις βασικές του επιλογές και οι δύο άνδρες είχαν έρθει σε ανοιχτή ρήξη. Ο Σκίμπε, βέβαια, δεν είχε βγάλει μέχρι τέλος τη σεζόν στην ομάδα της Φρανκφούρτης, αλλά το γυαλί στη σχέση της γερμανικής ομάδας με τον παίκτη είχε ήδη ραγίσει.
Πριν καν ακόμη εκδοθεί και τυπικά το μεταξύ τους διαζύγιο, στη Θεσσαλονίκη αναπτύχθηκε έντονη φημολογία περί ενδιαφέροντος του ΠΑΟΚ. Από το Δικέφαλο απαντούσαν ότι «ακόμη δεν έχουμε προπονητή, τα μεταγραφικά θ’ ακολουθήσουν αργότερα», μια και ακόμη δεν είχε ανακοινωθεί η πρόσληψη του Λάζλο Μπόλονι. Εκείνη, βέβαια, ήταν η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή ήταν ότι, παρά το γεγονός ότι ο Αμανατίδης δεν δεσμεύονταν πλέον με την Αϊντραχτ, παρέμενε μακριά και πάνω από τις τότε οικονομικές δυνατότητες του ΠΑΟΚ (ο Σαββίδης θα αναλάμβανε την ευθύνη της ΠΑΕ ένα χρόνο αργότερα…).
Η παρουσία του Αμανατίδη στην Τούμπα για το παιχνίδι της 20ης Οκτωβρίου 2011 με τη Σάμροκ Ρόβερς (2-1) για τη φάση των ομίλων του Γιουρόπα Λιγκ είχε αναζωπυρώσει τις φήμες περί συμφωνίας των δύο πλευρών, ενόψει και της χειμερινής μεταγραφικής περιόδου που ακολουθούσε. Αλλά και πάλι τίποτε δεν συνέβη. Το όνομα του Αμανατίδη είχε ακουστεί και για τον Παναθηναϊκό, ωστόσο αποδείχτηκε ότι ο κύκλος του ως ποδοσφαιριστής, έστω και πρόωρα, είχε κλείσει. Άλλωστε, από νωρίς είχε κατασταλάξει στην απόφαση να παραμείνει στο χώρο και ν’ ασχοληθεί με την προπονητική.
Γεννήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου του 1981 στην Κοζάνη, αλλά πριν κλείσει τα δέκα του χρόνια, είχε μετακομίσει οικογενειακώς στη Στουτγκάρδη. Αμέσως εντάχθηκε στις ακαδημίες της γερμανικής ομάδας και από νωρίς έβαλε μέσα του το μεγάλο στόχο: να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. «Θέληση και όρεξη για σκληρή δουλειά, να προσπαθείς να γίνεσαι κάθε μέρα και καλύτερος. Να δουλεύεις πιο σκληρά από τους άλλους για να μην έχεις αδύναμο στοιχείο. Και πειθαρχία, που είναι πολύ σημαντικό για να πετύχεις τους στόχους που έχεις» ήταν τα στοιχεία, που κατά δήλωση του επιστράτευσε, προκειμένου στο τέλος της καριέρας του να μετρά 200 (παρά δύο) συμμετοχές στην Μπουντεσλίγκα και 54 γκολ. Του έμεινε, πάντως, το παράπονο ότι δεν κέρδισε κάποιο τίτλο στη Γερμανία. Τη σεζόν 2002-03 η Στουτγκάρδη τερμάτισε δεύτερη στο πρωτάθλημα πίσω από την Μπάγερν και τέσσερα χρόνια αργότερα, στον τελικό κυπέλλου, ήταν πάλι η ομάδα του Μονάχου (1-0 την Αϊντραχτ), που του στέρησε τη χαρά. Στη Στουτγκάρδη παρέμεινε μέχρι τον Ιανουάριο του 2004, αλλά το όνομα του συνδυάστηκε περισσότερο με την Αϊντραχτ (έπαιξε ακόμη στην Γκρόιτερ Φιρτ και στην Καϊζερσλάουτερν).
Η καλύτερη του στιγμή
Ο Αμανατίδης κλήθηκε για πρώτη φορά στην εθνική ομάδα από τον Οτο Ρεχάγκελ για ένα φιλικό παιχνίδι με την Ιρλανδία το Νοέμβριο του 2002. Ο Γερμανός τεχνικός, δύο χρόνια αργότερα, τον άφησε εκτός αποστολής από το πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα της Πορτογαλίας, ωστόσο από το 2006 τον καθιέρωσε στο αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα. Κι ο Αμανατίδης θεωρεί ως καλύτερη στιγμή στην καριέρα του το γκολ, που έκρινε το εκτός έδρας ματς με την Τουρκία, στις 17 Οκτωβρίου 2007, και το οποία σήμανε ουσιαστικά την πρόκριση στην τελική φάση του πανευρωπαϊκού πρωταθλήματος.
Πηγή : FORZA