Μεγάλη συνέντευξη παραχώρησε σε αθλητική ιστοσελίδα ο Αμπέλ Φερέιρα.
Ο Πορτογάλος τεχνικός μίλησε με λεπτομέρειες για το πέρασμά του από τον ΠΑΟΚ, τι έγινε στην παρουσία του στην Τούμπα και γιατί έφυγε.
Αναλυτικά:
– Αισθάνεσαι κάπως σαν βασιλιάς στο Ρίο ντε Ζανέιρο;
«Όχι. Είμαι ένας ακόμη που δουλεύω για την Παλμέιρας, ένας που συνέβαλε άμεσα για να κάνουμε πραγματικότητα το όνειρο της Παλμέιρας. Να κατακτήσουμε το Λιμπερταδόρες μετά από 22 χρόνια, το αντίστοιχο Champions League. Μετά ήρθε και το Κύπελλο. Είμαι απλά ένας από αυτούς που βοήθησαν την ομάδα να πετύχει αυτό το στόχο. Ένα τρόπαιο που ήταν εξαιρετικά σημαντικό για την ομάδα, τους παίκτες και τους οπαδούς. Όταν ανέλαβα μου ζήτησαν να πετύχω κάτι παρόμοιο σε ορίζοντα τριετίας».
– Δεν μπόρεσες να συγκρατήσεις τα δάκρυά σου μετά το τέλος του τελικού και την κατάκτηση του Λιμπερταδόρες. Τι πέρασε από το μυαλό σου;
«Δεν μπόρεσα γιατί δούλεψα πολύ να φτάσω εκεί που έφτασα. Πέρασαν από το μυαλό μου όλοι οι παίκτες με τους οποίους συνεργάστηκα. Της Μπράγκα, της Σπόρτινγκ και του ΠΑΟΚ. Ο ΠΑΟΚ ήταν ένα τρομερό μάθημα για μένα, δούλεψα με έμπειρους παίκτες που με βοήθησαν πολύ. Ο κόσμος σε βλέπει να κλαις, αλλά εσύ βγάζεις από μέσα σου εκείνη την ώρα όλη τη δουλειά που έχεις ρίξει. Τους ανθρώπους που άφησες πίσω, εγώ είχα αφήσει την οικογένειά μου λόγω κορονοϊού στην Πορτογαλία… Ήταν μια στιγμή ευτυχίας, ευγνωμοσύνης. Είναι ο δρόμος που διένυσα από το 2012 μέχρι και σήμερα. Όλη αυτή η διαδρομή».
– Είσαι έτοιμος να επιστρέψεις στην Ευρώπη;
«Ο στόχος μου τώρα είναι να συνεχίσω στην Παλμέιρας. Έχουμε τίτλους για τους οποίους θέλουμε να παλέψουμε. Έχω συμβόλαιο για άλλα δύο ακόμη χρόνια και είμαι βρίσκομαι εδώ που θέλω να βρίσκομαι. Το μέλλον μου είναι στην Παλμέιρας».
– Θεωρείς αποτυχημένο το πέρασμά σου από τον ΠΑΟΚ;
«Το πέρασμά μου από τον ΠΑΟΚ ήταν απολύτως σημαντικό για ό,τι μου συνέβη τώρα στην Παλμέιρας. Δεν μπορώ να ξεχάσω ότι ο ΠΑΟΚ πήγε στην Μπράγκα και πλήρωσε 2.500.000 ευρώ για έναν προπονητή. Ήθελε να φτιάξω μία ομάδα μείγμα νέων και έμπειρων παικτών για να συνεχίσουμε με ηρεμία να μαχόμαστε με τον μεγαλύτερο αντίπαλο που είναι ο Ολυμπιακός. Κι αυτό κάναμε. Ξεκινήσαμε τη σεζόν με μια όχι και τόσο καλή κλήρωση κόντρα στον Άγιαξ. Πήραμε μία μεγάλη απογοήτευση όταν μείναμε εκτός Europa League. Ήταν και οικονομικό πλήγμα γιατί η είσοδος στους ομίλους του Europa League έδινε πολλά χρήματα. Μπορεί να μην κατακτήσαμε κανένα τίτλο – δεν κερδίσαμε τίποτα αυτή είναι η αλήθεια – αλλά δώσαμε αξία στους παίκτες, επενδύσαμε σε νεαρούς και φτιάξαμε μία ανταγωνιστική ομάδα όπως έγινε αντιληπτό το περασμένο καλοκαίρι. Μπήκαμε δυνατά στη σεζόν, κάναμε μεταγραφές για να ισορροπήσουμε και κάναμε καλή δουλειά μέχρι να συναντήσουμε την Κράσνονταρ. Αποκλείσαμε την Μπεσίκτας, αποκλείσαμε την Μπενφίκα. Πέσαμε πάνω στην Κράσνονταρ, μία ομάδα που επενδύει πολλά χρήματα κάθε σεζόν. Ήταν καλύτερη σε αυτά τα δύο ματς και πήγαμε στο Europa League. Ήταν σημαντικό τόσο γιατί συνεχίζαμε στην Ευρώπη, όσο και γιατί μπήκε ένα σημαντικό ποσό στα ταμεία της ομάδας. Για μένα το πέρασμά μου ήταν πολύ θετικό, γιατί ο ΠΑΟΚ είναι μία ιδιαίτερη ομάδα, στην οποία για να σταθείς πρέπει να έχεις χαρακτήρα, προσωπικότητα και πολύ πάθος. Ήταν μια μεγάλη εμπειρία πολύ θετική. Επαναλαμβάνω το πέρασμά μου από τον ΠΑΟΚ με βοήθησε και στην Παλμέιρας. Μπορεί να μην κατέκτησα κάτι, αλλά ήρθε μία ομάδα όπως η Παλμέιρας και πήγε στον ΠΑΟΚ και τού είπε: Θέλω τον προπονητή σου. Άρα κάτι καλά κάναμε. Θέλετε το σύστημα, θέλετε η επιθυμία να επενδύσω σε νέους παίκτες…».
– Μέσα σε 6 μήνες από την αποχώρησή του από τον ΠΑΟΚ, πήρες Λιμπερταδόρες και Κύπελλο με την Παλμέιρας στη Βραζιλία. Ήταν μία προσωπική εκδίκηση στην κριτική που άκουσες αυτό το διάστημα που έμεινες στον ΠΑΟΚ;
«Η κριτική είναι μέρος του παιχνιδιού και πρέπει να είσαι προετοιμασμένος γι’ αυτή. Οταν ο κύριος Ιβάν και ο Γιώργος Σαββίδης με κάλεσαν να αναλάβω τον ΠΑΟΚ, η ομάδα προερχόταν από την καλύτερη σεζόν στην ιστορία της. Ποτέ ο ΠΑΟΚ δεν είχε κατακτήσει νταμπλ σε μία σεζόν. Όταν ανέλαβα είχα αρκετούς τραυματίες. Αναφέρω ειδικά τον Βιεϊρίνια, αναφέρω τον Βέρνμπλουμ, ο οποίος δεν έπαιξε ποτέ, και τον Μαουρίσιο. Τρεις παίκτες βασικούς που κέρδισαν τα πάντα την προηγούμενη σεζόν. Πέρα από αυτό η ομάδα έπρεπε να ανακατασκευαστεί. Τόσο ο Κάνιας, όσο και ο Σάχοβ που είχαν κατακτήσει το νταμπλ την προηγούμενη χρονιά, είχαν φύγει. Πήραμε μία ομάδα, της οποίας έπρεπε να αλλάξουμε τον κορμό. Τη μεσαία γραμμή δηλαδή. Οι κριτικές είναι φυσιολογικές γιατί στον ΠΑΟΚ πρέπει πάντα να νικάς. Στον ΠΑΟΚ έρχεσαι μόνο για να νικήσεις. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Ξέραμε ότι είχαμε δουλειά να κάνουμε, ξέραμε ότι έπρεπε να φτιάξουμε μία ομάδα με νέους και έμπειρους παίκτες. Ήταν η πρώτη μου χρονιά στην Ελλάδα, ήταν φυσιολογικό να κάνω κάποια λάθη. Ο τρόπος δουλειάς στον οποίον πιστεύω ήταν εντελώς διαφορετικός από του Λουτσέσκου. Ο Λουτσέσκου έχει το όνομά του γραμμένο στην ιστορία του ΠΑΟΚ για ό,τι κατέκτησε, αλλά ο τρόπος παιχνιδιού που ήθελα εγώ ήταν εντελώς διαφορετικός. Η αρχή ήταν δύσκολη για τους παίκτες. Είναι φυσιολογικό καθώς ήταν ζήτημα προσαρμογής. Αφού ο ΠΑΟΚ κατέκτησε το νταμπλ, όλοι οι αντίπαλοι ενισχύθηκαν. Ο Ολυμπιακός ενισχύθηκε πολύ, η ΑΕΚ ενισχύθηκε πολύ, ακόμη και ο Παναθηναϊκός που οδεύει στο δρόμο της οικονομικής ομαλότητας. Ειδικά ο Ολυμπιακός. Ξέρετε πόσα χρήματα επένδυσε ο Ολυμπιακός το καλοκαίρι μετά το πρωτάθλημα του ΠΑΟΚ; Νομίζω όμως ότι αφήσαμε την ομάδα σε θέμα δομών, οργάνωσης, τρόπου παιχνιδιού, τρόπου δουλειάς σε καλύτερη μοίρα από ό,τι την βρήκαμε. Για τους νεαρούς στους οποίους δώσαμε ευκαιρία, για τη σύνδεση της πρώτης ομάδας με τις μικρότερες. Βγάλαμε τον Τζόλη, τον Μιχαηλίδη, τον Τσιγγάρα… Παίκτες τους οποίους συνεχίζει να εμπιστεύεται ο νέος προπονητής, ο Πάμπλο, ο οποίος τους είχε παίκτες».
– Υπάρχουν πολλοί που λένε εκ των υστέρων για παράδειγμα «δεν άφησαν τον Αμπέλ να δουλέψει όπως ήθελε», ή «η πίεση ήταν άνευ προηγουμένου»…
«Αναλαμβάνω τις ευθύνες μου. Τις ευθύνες των αποτελεσμάτων. Ότι δεν καταφέραμε να κατακτήσουμε το Κύπελλο ή άλλο τίτλο. Για τον κόσμο ο υπεύθυνος είναι ο προπονητής. Αλλά μέσα στην ομάδα όλοι είμαστε υπεύθυνοι. Ας μην ξεχνάμε ότι ο ΠΑΟΚ είχε ένα μεγάλο πρόβλημα με το Financial Fair Play. Τον Ιανουάριο της πρώτης σεζόν δεν κάναμε μεταγραφή και η δουλειά έγινε πολύ πιο δύσκολη. Αλλά επαναλαμβάνω ότι μού ζήτηθηκε με ηρεμία – γι’ αυτό υπέγραψα για τρία χρόνια και όχι για ένα, γι’ αυτό ο ΠΑΟΚ πλήρωσε 2.500.000 ευρώ για να έρθω – να ανασχηματίσω την ομάδα που είχε χάσει αρκετούς παίκτες επενδύοντας σε νεαρούς. Σε νεαρούς που κατακτούσαν τα πρωταθλήματα της αντίστοιχης κατηγορίας τα τελευταία χρόνια. Ξέρω ότι ο στόχος του ΠΑΟΚ είναι πάντα να νικά και μου αρέσει, γι’ αυτό έφυγα από την Πορτογαλία και τη βόλεψή μου. Πολλοί δεν ήξεραν την Μπράγκα. Τώρα όμως την ξέρουν. Ξέρουν πώς δουλεύει και είδαν με πόσο μεγάλη άνεση απέκλεισε την ΑΕΚ. Η Μπράγκα έχει καλούς παίκτες, έχει νέο προπονητικό κέντρο, έχει νέο γήπεδο, είναι μεγάλη ομάδα. Αυτό δεν είχαν καταλάβει πολλοί στην Ελλάδα. Αυτό που έχω να πω είναι ότι δουλέψαμε με ό,τι είχαμε, δώσαμε τον καλύτερο εαυτό μας, βγήκαμε δεύτεροι μετά από μία σεζόν στην οποία ο ΠΑΟΚ κατέκτησε τα πάντα και γνωρίζοντας ότι μετά από αυτό όλοι οι αντίπαλοι ενισχύθηκαν πολύ. Ειδικά ο Ολυμπιακός, ο οποίος ενισχύθηκε πολύ και καλά για να κοντράρει τον ΠΑΟΚ. Αναλαμβάνω τις ευθύνες μου ως προπονητής, αλλά μην ξεχνάμε. Η Λίβερπουλ φέτος δεν κατέκτησε τίποτα και την περασμένη σεζόν κατέκτησε τα πάντα. Δεν έδιωξαν τον Κλοπ, ούτε άσκησαν κριτική στους παίκτες. Έτσι είναι το ποδόσφαιρο. Τη μία σεζόν νικάς, την άλλη πρέπει να συνεχίσεις να βελτιώνεσαι. Θέλω όμως να ευχαριστήσω όλους τους ανθρώπους του ΠΑΟΚ που μου φέρθηκαν καλά, αλλά ακόμη και την κυρία στο σούπερμαρκετ και το φούρνο. Ήταν τιμή μου και πιστεύω ότι μιά μέρα θα επιστρέψω στην Ελλάδα».
– Έκανες ήδη μια αναφορά στον Ραζβάν Λουτσέσκου. Δεν ήταν ρίσκο να αναλάβεις τον ΠΑΟΚ μετά από μία απολύτως επιτυχημένη χρονιά και γνωρίζοντας ότι ήταν εκ προοιμίου δύσκολο να επαναλάβει το κλαμπ την ίδια επιτυχία;
«Ο Λουτσέσκου ήταν ένας μεγάλος προπονητής για τον ΠΑΟΚ. Κατέκτησε ό,τι δεν κατάφερε να κατακτήσει κανένας άλλος προπονητής. Κατέκτησε αυτά που δεν κατάφερα εγώ. Γνώριζε το ελληνικό πρωτάθλημα γιατί ήταν στην Ελλάδα ήδη. Δεν γνώριζα εγώ το ελληνικό πρωτάθλημα όπως το γνώριζε ο Λουτσέσκου. Κατέκτησε το πρωτάθλημα και το Κύπελλο. Το αξίζει κι αυτός και οι παίκτες. Όπως είπα και πιο πριν, από τη μία σεζόν στην άλλη πολλοί παίκτες έφυγαν. Ο Ολιβέιρα, ο Κάνιας, ο Σάχοβ, ο Πρίγιοβιτς. Είχαμε τον Βιεϊρίνια που ήταν ο αρχηγός μας και τη σεζόν του νταμπλ πήρε πολλά ματς μόνος του και τον Μαουρίσιο εκτός. Αν θυμάστε, τον Ιανουάριο της πρώτης σεζόν ήμασταν στην πρώτη θέση. Με τα λάθη μας. Κάναμε και λάθη, ναι. Όλος ο κόσμος κάνει λάθη στο ποδόσφαιρο. Επαναλαμβάνω, τον Ιανουάριο ο ΠΑΟΚ ήταν πρώτος. Μετά αφαίρεσαν επτά βαθμούς από τον ΠΑΟΚ στο πιο κρίσιμο σημείο. Έκλεψαν επτά βαθμούς από τον ΠΑΟΚ. Επτά βαθμούς που ύστερα τους έδωσαν πίσω. Αλλά σε εκείνη σημείο η ψυχολογική ζημιά στην ομάδα ήταν πολύ πολύ μεγάλη. Ο Λουτσέσκου έχει γράψει την ιστορία του στην ομάδα, αλλά εγώ δεν μπορώ να ξεχάσω αυτούς τους επτά βαθμούς. Ήμασταν επτά βαθμούς από την πρώτη θέση, αν νικούσαμε εντός θα πηγαίναμε στους τέσσερις και ξαφνικά βρεθήκαμε στους δεκατέσσερις! Ήταν μία βόμβα που έσκασε μέσα στην ομάδα».
– Ο περισσότερος κόσμος άκουσε το όνομα «Τζόλης» όταν τού έδωσες την ευκαιρία να παίξει. Τι τού είπες πριν κάνει το ντεμπούτο του; Ακούγεται για τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και την Ντόρτμουντ. Πιστεύεις ότι μπορεί να παίξει μία μέρα στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ;
«Όταν ξεκίνησα να φτιάχνω την ομάδα διάλεξα τρεις πιτσιρικάδες να ακολουθήσουν την πρώτη ομάδα. Τον Μιχαηλίδη, τον Τσιγγάρα και τον Τζόλη. Έκαναν προπόνηση με τους μεγαλύτερους και ήταν βασικό αυτό το διάστημα που ήταν μαζί μας και έκαναν προπόνηση με τους παίκτες της πρώτης ομάδας. Μετά το ομαδικό πρόγραμμα, είχαμε ατομικό πρόγραμμα για τους παίκτες και δουλεύαμε ατομικά με παίκτες. Ο Τζόλης ήταν ένας από αυτούς τους παίκτες που δουλέψαμε για να τους βελτιώσουμε. Δεν σταμάτησε να βελτιώνεται μέσα στη σεζόν. Συγχαρητήρια λοιπόν στον Τζόλη, στους προπονητές των ακαδημιών, στους γονείς του. Συγχαρητήρια ασφαλώς στον ΠΑΟΚ που επένδυσε πάνω του. Εγώ είμαι ένας ακόμη που βοήθησα. Βρήκα το κουράγιο και επένδυσα πάνω του, όπως και στον Μιχαηλίδη. Γι’ αυτό προσελήφθην. Για να φτιάξω τον κορμό του ΠΑΟΚ από μία βάση παικτών από τις ακαδημίες του. Δεν μου προκαλεί εντύπωση που το όνομά του συνδέεται με τις μεγαλύτερες ομάδες της Ευρώπης. Έχει και την ποιότητα και τη δυνατότητα να αγωνιστεί σε μία από τις μεγαλύτερες ομάδες της Ευρώπης. Δεν ξέρω τι θα συμβεί, ξέρω ότι ο ΠΑΟΚ έχει ένα περουσιακό στοιχείο που θα του αφήσει αρκετά χρήματα στο ταμείο. Οι παίκτες μου ξέρουν τι πρέπει να κάνουν με την μπάλα, χωρίς την μπάλα, πού να επιτεθούν, πού να αμυνθούν. Αλλά θα σας πω τι του είπα πριν μπει να κάνει ντεμπούτο. Του είπα: ‘Σκέψου ότι είναι πιο δύσκολο να παίζεις στην προπόνηση έτσι όπως προπονούμαστε, παρά σε πραγματικό ματς, πήγαινε και απόλαυσέ το’».
– Ο Γιαννούλης είναι ένας ακόμη παίκτης που εμπιστεύτηκες και τον εκτόξευσες. Στην Ελλάδα ευδοκιμούν οι συγκρίσεις, για παράδειγμα με τον Τσιμίκα. Λόγω ίδιας θέσης, λόγω τιμής πώλησης του ενός και του άλλου…
«Θα σας αποκαλύψω κάτι. Είμαι πολύ φίλος με έναν από τους συνεργάτες του Κλοπ – έναν Πορτογάλο έχει στο σταφ του, μπορείτε να καταλάβετε ποιον λέω – και θα σας πω κάτι. Δύο παίκτες κοίταζε η Λίβερπουλ για τη θέση του αριστερού μπακ από την Ελλάδα. Ο ένας ήταν ο Τσιμίκας και ο άλλος ο Γιαννούλης. Είναι νεαροί, έχουν φυσική κατάσταση πάνω από το μέσο όρο και είναι τυχερή η Εθνική Ελλάδας γιατί μπορεί να πάρει κι από τους δύο πολλά. Μου αρέσουν πολύ και οι δύο. Μου αρέσει ιδιαίτερα ο Γιαννούλης γιατί τον προπόνησα. Είχαμε δεδομένο στον ΠΑΟΚ ότι αργά ή γρήγορα θα τον πωλούσαμε γιατί είχαν έρθει προτάσεις. Η Πόρτο ήρθε με πρόταση για τον Γιαννούλη. Επαναλαμβάνω, από την Ελλάδα η Λίβερπουλ ήθελε δύο παίκτες. Τον Γιαννούλη και τον Τσιμίκα. Πήραν τον Τσιμίκα για έναν απλό λόγο. Ο Ολυμπιακός κάθε χρόνο έπαιζε με αγγλικές ομάδες. Με την Άρσεναλ, με τη Γουλβς. Ήταν ο βασικός λόγος που η Λίβερπουλ επέλεξε τον Τσιμίκα. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ο Γιαννούλης θα παίζει σύντομα σε μία μεγάλη ομάδα ενός μεγάλου ευρωπαϊκού πρωταθλήματος».
– Ήταν η οδυνηρή στιγμή της θητείας σου η ήττα από τον Άρη και το τέλος του αήττητου; Και, αντίστροφα, ήταν η καλύτερη στιγμή η νίκη στο Καραϊσκάκης επί του Ολυμπιακού και το τέλος του αήττητου των ερυθρόλευκων;
«Η πιο οδυνηρή στιγμή ήταν ο αποκλεισμός στο Europa League. Όταν δεχτήκαμε το γκολ στο τελευταίο λεπτό στην Μπρατισλάβα και στη ρεβάνς χάσαμε τόσες ευκαιρίες που θα μπορούσαμε να πάρουμε την πρόκριση. Όταν χάσαμε από τον Άρη, ήμασταν πρώτοι. Θυμάμαι ότι ο Άρης στην πρώτη του επίσκεψη στην εστία μας σκόραρε. Ήταν βαρύ και άδικο αποτέλεσμα. Θα μπορούσαμε να είχαμε τελειώσει το ματς από το πρώτο μέρος γιατί μπήκαμε πολύ δυνατά. Αν δείτε και τα στατιστικά – αν τα θυμάμαι καλά – ο Άρης έκανε έξι ευκαιρίες και έβαλε τέσσερα γκολ. Ήταν μια δύσκολη στιγμή και έπρεπε να συνεχίσουμε. Ήξερα την αντιπαλότητα με τον Άρη, είναι όμως και ελληνικό πρόβλημα ότι δεν υπάρχει ισορροπία. Ή είσαι ο καλύτερος, ή είσαι ο χειρότερος. Δεν είναι έτσι. Ήταν δύσκολο να τη διαχειριστούμε αυτήν την ήττα και για το τι ακολούθησε μετά. Θα έπρεπε νομίζω να στηρίξουμε περισσότερο αυτούς τους παίκτες γιατί κατέκτησαν το πρώτο πρωτάθλημα του ΠΑΟΚ μετά από τόσα χρόνια την περασμένη σεζόν, γιατί προσπάθησαν, αλλά εκείνη τη νύχτα δεν τους βγήκε.
Ναι, από την άλλη, μπορώ να πω ότι πιο σημαντική στιγμή ήταν η νίκη επί του Ολυμπιακού. Ο ΠΑΟΚ την προηγούμενη σεζόν είχε κατακτήσει το πρωτάθλημα αήττητος και το ίδιο ήθελε να κάνει και ο Ολυμπιακός. Είχα πει στους παίκτες μου ότι στην Ελλάδα μία ομάδα είχε την ικανότητα να νικήσει τον Ολυμπιακό στο Καραϊσκάκης. Και η μοναδική ομάδα ήταν ο ΠΑΟΚ. Οι μοναδικοί παίκτες που μπορούσαν να το κάνουν ήταν του ΠΑΟΚ. Κι αυτό κάναμε. Κερδίσαμε και ήταν μια μικρή χαρά που δώσαμε πρωτίστως στους εαυτούς μας κι έπειτα στους οπαδούς μας».
– Τι έφταιξε στον αποκλεισμό από την Κρασνοντάρ; Ήταν η πώληση του Άκπομ τόσο καθοριστική;
«Αποκλείσαμε την Μπεσίκτας, μια ομάδα με πολλά χρήματα που αγοράζει παίκτες από παντού. Αποκλείσαμε επίσης την Μπενφίκα. Αποκλειστήκαμε από την Κρασνοντάρ. Κάναμε μεγάλο παιχνίδι στη Ρωσία και πολλές φορές ξέρουμε ότι το αποτέλεσμα ενός μας μπορεί να είναι θέμα και τύχης. Χάσαμε ένα πέναλτι. Μας έλειψε η αποτελεσματικότητα. Αυτό το πέναλτι που θα μας έδινε άλλη ασφάλεια ήταν που δεν μας επέτρεψε να πετύχουμε κάτι που δεν είχαμε πετύχει ποτέ στο παρελθόν, να μπούμε στους ομίλους. Αυτή ήταν η διαφορά. Δεν κάναμε γκολ τις ευκαιρίες, χάσαμε το πέναλτι, αντίθετα η Κρασνοντάρ ήταν ‘ψυχρή’, σκότωσε τις ευκαιρίες και πέρασε. Η αποχώρηση του Άκπομ έπρεπε να γίνει. Η ομάδα χρειαζόταν χρήματα, ο Άκπομ ήθελε πολύ να φύγει, έπρεπε να γίνει. Ήταν μία απόφαση που έπρεπε να λάβουμε και είναι εύκολο να κριτικάρεις εκ των υστέρων. Για να διοικήσεις μία ομάδα είτε είσαι πρόεδρος, είτε είσαι προπονητής πρέπει να έχεις δύναμη, χαρακτήρα και προσωπικότητα για να λάβεις αποφάσεις και να ζεις με αυτές.
– Αν ο ΠΑΟΚ έμπαινε στους ομίλους του Champions League, ακόμη κι αν ερχόταν η πρόταση από την Παλμέιρας, θα έμενες;
«Δεν ξέρω τι θα συνέβαινε, αλλά το να παίζεις στο Champions League είναι το ίδιο με το να παίζεις στο Λιμπερταδόρες, το οποίο ήταν ένα από τα πράγματα που με έκαναν να πω ναι στην Παλμέιρας. Το να έπαιζα στο Champions League θα ήταν ένα ακόμη αβαντάζ για να συνεχίσω στην ομάδα».
– Ο Αμπέλ Φερέιρα μοιάζει περισσότερο στον Ζοζέ Μουρίνιο ή στον Πεπ Γκουαρδιόλα; Αναφέρω αυτούς τους δύο γιατί έχεις κάνει εκτεταμένες αναφορές στις τελευταίες συνεντεύξεις σου…
«Ο Αμπέλ Φερέιρα δεν είναι ούτε ο Ζοζέ Μουρίνιο, ούτε ο Πεπ Γκουαρδιόλα. Είναι ο Αμπέλ Φερέιρα. Με τα μειονεκτήματά του και τις αρετές του. Είμαι ένας προπονητής που ψάχνεται, που οραματίζεται να συγκεράσει τα θετικά χαρακτηριστικά των παικτών με τις απαιτήσεις της ομάδα για να πετύχει τους στόχους. Υπάρχουν ομάδες που έχουν περισσότερη υπομονή από άλλες. Είμαι ένας προπονητής των πρότζεκτ. Κοιμάμαι όπως στρώνω. Πιστεύω στη δουλειά μου και κοιμάμαι με καθαρή τη συνείδησή μου. Είμαι ένας προπονητής που ηγούμαι, που κάνω λάθος, αλλά αναλύω τα λάθη και τα διορθώνω για να συνεχίσω. Η ζωή είναι γεμάτη καλές και κακές στιγμές. Ο δρόμος είναι μακρύς και τον διασχίζεις μόνο με δουλειά και πίστη σε αυτό που κάνεις».
– Κάποιοι λένε ότι ίσως ο ΠΑΟΚ ήταν αδύνατον να κοντράρει τον Ολυμπιακό λόγω απόστασης σε μπάτζετ ή ρόστερ…
«Το ποδόσφαιρο έχει δείξει ότι δεν υπάρχουν αδύνατα. Όλα είναι πιθανά. Ο ΠΑΟΚ πήρε το νταμπλ. Αυτό που συνέβη με τον Ολυμπιακό όταν έχασε το πρωτάθλημα ήταν ότι επένδυσε πολύ, πήρε έναν Πορτογάλο προπονητή, τον Πέδρο Μαρτίνς, ο οποίος είναι ένας μεγάλος προπονητής. Πήρε πολλούς παίκτες και ενισχύθηκε πολύ. Δεν ήταν αδύνατο. Θα ρωτήσω, αν εξαιρέσουμε τον Ολυμπιακό, πόσες ομάδες στην Ελλάδα πήραν δύο διαδοχικά πρωταθλήματα; Αδύνατο. Επιμένω, αν ο ΠΑΟΚ είναι ενωμένος μπορεί να χτυπήσει το μεγάλο του αντίπαλο που είναι ο Ολυμπιακός».
– Ποια είναι η σχέση σου με τον Ιβάν και τον Γιώργο Σαββίδη;
«Η σχέση μου ήταν πολύ εγκάρδια από την πρώτη στιγμή. Έμαθα πολλά μαζί τους από τα μίτινγκ που είχαμε. Είναι ένας επιβλητικός άνθρωπος με κατά βάθος πολύ μεγάλη καρδιά, που βοηθά πολύ κόσμο μέσα κι έξω από το ποδόσφαιρο. Μίλησα μαζί του, τον ευχαρίστησα, του εξήγησα γιατί έπρεπε να πάω στην Παλμέιρας που πάλευε για το Λιμπερτάδορες, που έπαιζε στη Βραζιλία όπου μιλούσαν την ίδια γλώσσα με μένα. Του ζήτησα να φύγω γιατί με όλο το σεβασμό προς τον ΠΑΟΚ η Παλμέιρας είναι ένα μέγεθος πολύ μεγαλύτερο από τον ΠΑΟΚ. Ο κύριος Σαββίδης με τη μεγάλη καρδιά που έχει δέχτηκε το αίτημά μου, καθώς η Παλμέιρας ήταν διατεθειμένη να πληρώσει. Ο Γιώργος αγαπά πολύ την ομάδα, ζει έντονα. Είναι φιλόδοξος όπως κι εγώ. Θέλει να νικά, θέλει να μαθαίνει. Όπως εγώ. Χαιρόμουν κάθε φορά που μιλούσαμε. Έιχαμε πολύ καλή σχέση και θέλω αυτό να συνεχιστεί. Είμαι ευγνώμων τόσο στον κύριο Ιβάν, όσο και στον Γιώργο. Η Παλμέιρας πλήρωσε ένα καλό ποσό στον ΠΑΟΚ, αλλά αν δεν ήθελαν ο κύριος Ιβάν και ο Γιώργος δεν θα έφευγα. Θέλω μέσα από αυτή τη συνέντευξη να εκφράσω δημόσια την ευγνωμοσύνη μου στον κύριο Σαββίδη. Όπως λέμε και στην Πορτογαλία «η ευγνωμοσύνη είναι η μνήμη της καρδιάς». Ελπίζω κάποια στιγμή να μπορέσω με την οικογένειά μου να πάω σπίτι του και να έχουμε ένα δείπνο μαζί με την οικογένειά του. Βοήθησε στο να γίνω καλύτερος προπονητής».
– Με τον Όλαφ Ρέμπε; Έγινε πολλή συζήτηση για τις μεταγραφές, όπως για παράδειγμα για το ποιος πήρε την απόφαση να αποκτηθεί ο Τσόλακ, ο οποίος δεν πέτυχε…
«Φανταστική. Έπρεπε να πάρουμε δύσκολες αποφάσεις. Όπως είπα και πριν έκανα τα λάθη μου, και ως προπονητής σε κάποιες μεταγραφές που έκανα ή ζήτησα να γίνουν έκανα λάθος. Αλλά η σχέση μου με τον Ρέμπε ήταν εξαιρετική. Το ποδόσφαιρο έτσι είναι, δεν μπορείς να ευστοχήσεις 100%. Παίρνεις αποφάσεις και αναλαμβάνεις τις ευθύνες. Όπως είπα και πριν αναλαμβάνω την ευθύνη για τις μεταγραφές που δεν πέτυχαν, αλλά αναλαμβάνω και την ευθύνη των μεταγραφών ή των επιλογών που πέτυχαν όπως ο Μιχαηλίδης, ο Τζόλης, ο Σβιντέρσκι, ο Ντόουγκλας Αουγκούστο, ο Ίνγκασον. Πιστεύω ότι αν συνεχίζαμε να δουλεύουμε μαζί θα φτιάχναμε μία ομάδα με παρόν και μέλλον. Αυτό που μάς είχε ζητηθεί. Ο Τσόλακ ήταν ένας παίκτης που ζήτησα είναι αλήθεια. Είναι ένας παίκτης που σκόραρε 15 γκολ στην Κροατία, που ήταν διεθνής με την Κροατία, επαναλαμβάνω με την Κροατία. Το παράδειγμα του Τσόλακ είναι απόδειξε του πόσο δύσκολο είναι να φοράς τη φανέλα του ΠΑΟΚ. Για να φορέσεις τη φανέλα του ΠΑΟΚ δεν αρκεί να είσαι καλός παίκτης, πρέπει να έχεις χαρακτήρα πρωταθλητή. Νοοτροπία πρωταθλητή. Πρέπει να είσαι πολεμιστής στον αγωνιστικό χώρο. Και ο Τσόλακ δεν προσαρμόστηκε τόσο γρήγορα στην ομάδα, οι προσδοκίες ήταν μεγάλες. Νομίζω ότι δεν συμβιβάστηκε ψυχολογικά με την πίεση να παίζεις σε μία τόσο μεγάλη όπως ο ΠΑΟΚ. Τραυματίστηκε έπειτα. Για να παίξεις στον ΠΑΟΚ δεν αρκεί να είσαι καλός παίκτης, πρέπει να έχεις αυτά τα χαρακτηριστικά που είπα. Είναι κάτι που πρέπει όλοι να βελτιώσουμε και κυρίως να βελτιωθεί στον ΠΑΟΚ. Όταν παίρνουμε έναν παίκτη, τον παίρνουμε για την ομάδα. Είναι παίκτης του ΠΑΟΚ. Δεν είναι παίκτης του Αμπέλ, ή παίκτης του Ρέμπε, ή παίκτης του Σαββίδη. Είναι παίκτες του ΠΑΟΚ. Όταν βγαίνουν κι όταν δεν βγαίνουν. Αυτό το πράγμα που δεν μου άρεσε να διαβάζω. Όταν έβγαινε μία μεταγραφή, έβγαινε για τον ΠΑΟΚ. Όταν δεν έβγαινε, δεν βγήκε στον προπονητή, δεν βγήκε στον Ρέμπε, δεν βγήκε στην Μαρία, δεν βγήκε στον Μάκη. Θέλω να σταθώ στο βραχνά του Financial Fair Play. Ενώ ο Ολυμπιακός μπορούσε να πάρει όποιον ήθελε, όπως ήθελε, με τον τρόπο που ήθελε, ο ΠΑΟΚ έπρεπε να είναι προσεκτικός».
– Πώς θα περιέγραφες τη σχέση σου με τον Πάμπλο Γκαρσία, τον τωρινό προπονητή του ΠΑΟΚ;
«Έχω μεγάλο θαυμασμό για τον Πάμπλο Γκαρσία για ό,τι πέτυχε ως παίκτης τόσο γενικά στην Ευρώπη, όσο και ειδικά στον ΠΑΟΚ. Είναι φυσιολογικό να τον αγαπούν οι οπαδοί. Την πρώτη ή τη δεύτερη εβδομάδα από την άφιξή μου είχαμε ένα μίτινγκ και τον ρώτησα ποιοι είναι οι καλύτεροι παίκτες της Κ19. Μού είπε τον Τζόλη, τον Μιχαηλίδη, τον Τσιγγάρα κι άλλους δύο – τρεις. Δεν μπορώ να πω ότι μιλούσαμε κάθε μέρα, αλλά ένας συνεργάτης μου πάντα έβλεπε τα παιχνίδια της Κ19, μιλούσε μαζί του. Είχαμε άριστη όμως σχέση. Μιλούσαμε κυρίως για τους παίκτες που θα ήταν το μέλλον του ΠΑΟΚ. Μην ξεχνάμε ότι ο Πάμπλο κατέκτησε με τους μικρούς πολλούς τίτλους και εγκρίνω την επιλογή της ομάδας να επενδύσει πάνω του όταν έφυγα. Αν τον στηρίξουν, αν τον βοηθήσουν, αν είναι όλοι ενωμένοι, πιστεύω ότι ο Πάμπλο μπορεί να είναι το παρόν και το μέλλον του ΠΑΟΚ».
– Πώς σου φάνηκε η διαιτησία στην Ελλάδα;
«Υπάρχουν καλοί και κακοί διαιτητές παντού. Στην Πορτογαλία, στη Βραζιλία, στη Γερμανία, στη Γαλλία. Όταν η Ελλάδα έχει την ανάγκη να φέρει ξένους διαιτητές, μπορείτε να βγάλετε τα συμπεράσματά σας. Δεν είδα τόσο κακές διαιτησίες. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι όταν ένα ποδόσφαιρο προσφεύγει σε ξένους διαιτητές είναι γιατί ούτε το ίδιο το πρωτάθλημα δεν εμπιστεύεται τους διαιτητές του. Τροφή για σκέψη. Εγώ όταν μπήκαμε στα playoffs μετά το πρώτο κύμα της πανδημίας, μπορώ να πω ότι σε γενικές γραμμές μού άρεσαν οι Έλληνες διαιτητές».
– Θεωρείς σωστή την απόφαση του Κριστιάνο Ρονάλντο να πετάξει το περιβραχιόνιο ακόμη και αν αδικήθηκε;
«Είναι δύσκολο να το εξηγήσεις γιατί το ποδόσφαιρο είναι παιχνίδι συναιθημάτων. Αφού μιλάμε για συναισθήματα, μου έρχεται στο μυαλό η Τούμπα. Θα σας πω κάτι. Οι κόρες μου έχουν δει από κοντά δύο ματς του μπαμπά τους όλα κι όλα. Το ένα όταν πήραμε με τη Σπόρτινγκ το πρωτάθλημα στους μικρούς. Το δεύτερο ήταν με τον Άγιαξ στην Τούμπα. Ήταν μια γιορτή, μία τρέλα, κάτι ιδιαίτερο. Στην περίπτωση του Κριστιάνο μίλησαν τα συναισθήματα. Είδε ότι η μπάλα μπήκε, ο βοηθός ότι δεν μπήκε κι έτσι αντέδρασε υπερβολικά. Είναι απαράδεκτο σε αυτό το επίπεδο να μην μετρά το γκολ. Νομίζω ότι θα πρέπει να δώσουμε ένα περιθώριο λάθους στους Έλληνες διαιτητές, γιατί διαιτητής στο ματς του Βελιγραδίου (Μάκελι) σφύριξε ματς και στην Ελλάδα. Αν αυτό συνέβαινε στην Ελλάδα τι θα γινόταν με τον διαιτητή; Είμαστε άνθρωποι και κάνουμε λάθη»
Τι σημαίνει η Ελλάδα για σένα;
«Η Ελλάδα σημαίνει αγάπη, δουλειά, πόνος, χαρά, καλό φαγητό, φιλία. Είναι μία πανέμορφη χώρα που θα ζούσα εύκολα με την οικογένειά μου».
– Γνωρίζω ότι με τον Πέδρο Μαρτίνς είστε φίλοι. Διατηρείτε επαφή; Πιστεύεις ότι με την αντιπαλότητα που υπάρχει στην Ελλάδα θα μπορούσατε να βγείτε έξω να πιείτε ένα καφέ μαζί;
«Τον ξέρω καλά. Αναμετρηθήκαμε πολλές φορές στο πορτογαλικό πρωτάθλημα. Μέσα στον αγωνιστικό χώρο έκανε τα πάντα για να με νικήσει, κι εγώ το ίδιο. Έχω μεγάλο σεβασμό για ό,τι έχει πετύχει. Η αντιπαλότητα είναι μέρος, την περασμένη χρονιά έκανα τα πάντα για νικήσουμε στο Καραϊσκάκης, ενώ ο ίδιος ήθελε να κατακτήσει το πρωτάθλημα αήττητος. Δεν θα είχα πρόβλημα να πιο ένα ποτήρι κρασί ή να φάω. Είμαστε αντίπαλοι μέσα στο γήπεδο, αλλά πάνω από όλα άνδρες. Μιλούσαμε και μπορώ να σας πω ότι μιλούσαμε όταν εγώ ήμουν στον ΠΑΟΚ κι εκείνος στον Ολυμπιακό. Αλλά ο καθένας έδινε τη ζωή του για να υπερασπιστεί την ομάδα του. Για τη δουλειά του Πέδρο τι να πω. Τα πράγματα μιλούν από μόνα τους. Όταν έφτασα στον ΠΑΟΚ, ήταν στον Ολυμπιακό την περασμένη χρονιά και δεν κέρδισε τίποτα. Έμεινε στο μηδέν γιατί προετοίμαζε την ομάδα. Θα πρέπει να είναι ένα παράδειγμα για τις ελληνικές ομάδες που αλλάζουν προπονητές. Αυτό ήταν το μυστικό του Ολυμπιακού, ότι είχε κράτησε προπονητή για πολλά χρόνια».
– Και ΠΑΟΚ. Τι σημαίνει ΠΑΟΚ για σένα;
«Πάθος, μάχη, συναίσθημα, αφοσίωση, μάτι που γυαλίζει. Αυτό είναι ο ΠΑΟΚ, αυτή είναι η Θεσσαλονίκη. Δεν ξέρω τι θα γίνει στο μέλλον, η Ελλάδα είναι μία χώρα στην οποία θα επιστρέψω ή να προπονήσω ή για να περάσω μία σεζόν γιατί έχω αφήσει φίλους στην Ελλάδα. Πολλούς από τον ΠΑΟΚ κι άλλους από άλλες ομάδες. Το διάστημα που πέρασα στην Ελλάδα, ήταν ένα πολύ καλό διάστημα της ζωής μου».
– Ακούστηκαν πολλά για τις σχέσεις σου με παίκτες, όπως π.χ με τον Βιεϊρίνια. Ποιος ήταν ο παίκτης που σου έκανε εντύπωση από τις αντίπαλες ομάδες;
«Δεν θέλω να μιλήσω για παίκτη από άλλες ομάδες. Θέλω να ευχαριστήσω όλους όσους δούλεψαν στον ΠΑΟΚ, στο προπονητικό κέντρο, από τον διατροφολόγο μέχρι τη μαγείρισσα. Θέλω να ευχαριστήσω όλους τους παίκτες, αλλά κυρίως όλους τους αρχηγούς της ομάδας. Τον Βιεϊρίνια, τον Κρέσπο, τον Βαρέλα, τον Ίνγκασον, τον Καντουρί και τον Σβαμπ, ο τελευταίος της ομάδας. Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους. Είμαι μακριά αλλά τους παρακολουθώ. Πήγα στην Πορτογαλία τις προάλλες και είδα το ματς με την ΑΕΚ από την τηλεόραση. Ξέχασα να μιλήσω για κάτι. Για τους οπαδούς. Είναι απίστευτο το πάθος. Πέρα από την κριτική, κάθε οπαδός του ΠΑΟΚ που με συνάντησε στο δρόμο πάντα με υποστήριζε και μου έδινε ώθηση. Πάντα μου έλεγαν ότι είναι μαζί μου. Ένα μεγάλο ευχαριστώ».